Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2009

Μιαν ασωτία ιδιωτική

Sitzende Frau, 1917 by Egon Schiele

Άτιτλο

Δεν ξέρω αν έφυγα από συνέπεια
ή από ανάγκη να ξεφύγω τον εαυτό μου,
τη στενή και μικρόχαρη Ιθάκη
με τα χριστιανικά της σωματεία
και την ασφυχτική της ηθική.
Πάντως, δεν ήταν λύση, ήταν ημίμετρο.
Κι από τότε κυλιέμαι από δρόμο σε δρόμο
αποχτώντας πληγές κι εμπειρίες.
Οι φίλοι που αγάπησα έχουνε πια χαθεί
κι έμεινα μόνος τρέμοντας μήπως με δει κανένας
που κάποτε του μίλησα για ιδανικά…
Τώρα επιστρέφω με μιαν ύποπτη προσπάθεια
να φανώ άψογος, ακέραιος, επιστρέφω
κι είμαι, Θεέ μου, σαν τον άσωτο που αφήνει
την αλητεία, πικραμένος, και γυρνάει
στον πατέρα τον καλόκαρδο, να ζήσει
στους κόλπους του μιαν ασωτία ιδιωτική.
Τον Ποσειδώνα μέσα μου τον φέρνω,
που με κρατάει πάντα μακριά.
Μα κι αν ακόμα δυνηθώ να προσεγγίσω,
τάχα η Ιθάκη θα μου βρει τη λύση;

Ντίνος Χριστιανόπουλος, Ιθάκη, εκδ. Διαγώνιος , Θεσσαλονίκη 1992
Περισσότερα...

Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2009

Άνθρωποι (ή Η Συνομιλία)


Ο Μαχητικός: Ζήτω ο αγώνας για τον αγώνα, η διαφωνία για την διαφωνία. Έρχομαι με τον πολιορκητικό κριό μου.

Ο Βαλλόμενος: Μα τι κάνεις; Δε βλέπεις πως οι πύλες είναι ανοιχτές και πως με τη φόρα που έχεις πάρει θα βγεις έξω από το κάστρο;

Ο Ονειροφαντασμένος: Ελάτε τώρα, παρατάτε τα αυτά. Καβαλείστε από ένα σύννεφο και πάμε να ζήσουμε κρυμμένοι στα όνειρα. Τι πιο εύκολο.

Ο Ρεαλιστής: Μα αυτό δεν είναι ζωή απτή, είναι αέρας κοπανιστός.

Ο Ανασφαλής: Τι είπατε; Με αγαπάτε; Είμαι σίγουρος ότι αυτό μου λέτε.

Ο Φοβισμένος: Τι είπες; Φοβάσαι το θάνατο; Και εγώ!

Ο Αγαπών: Και εγώ το ίδιο! Αγαπώ τη ζωή, το φως.

Ο Νοσηρός: Αγαπάς να εκτίθεσαι; Ντροπή σου. Χρήζεις καταδίκης! Να βρούμε τρόπο να σε καθαρίσουμε.

Ο Ματαιόδοξος: Να βρείτε τρόπο να με εκθειάζετε; Με συγκινείτε!

Ο Απογοητευμένος: Με συγκινείτε πράγματι με την επιμονή σας να μη με καταλαβαίνετε. Ελπίδα καμμιά.

Ο Αισιόδοξος: Ελπίδα παντού γύρω μου με τυλίγει. Είναι δυνατόν να αποτύχω;

Ο Μικρός: Να αποτύχω εγώ; Σε τι; Για τι πράγμα μιλάτε;

Ο Μεγάλος: Μιλάμε για την ελίτ. Ε, μας βλέπεις από εκεί κάτω;

Ο Αλαζόνας: Κάτω οι άλλοι όλοι, και μόνον εγώ ο άξιος πάνω. Ας κάνω τον κόπο να μιλήσω σαν ίσος προς ίσο, να μην σας τρομάξω και βλέπουμε.

Ο Αδιάφορος: Είμαστε ίσος προς ίσον, ναι, μα τι να το κάνω που αδιαφορώ για όλα τούτα.

Ο Ζωντανός: Κανείς δεν κατάλαβε κανέναν. Και πώς να αδιαφορήσω για αυτό;
Περισσότερα...

Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2009

Εγώ ο πεινών και διψών έως τα πέρατα του χρόνου (ή «Αναζητώντας το χαμένο χρόνο»)

Ασπάλαθος

Πώς θα ανακτήσω το χαμένο χρόνο που επίμονα και διακαώς εγώ, ο θνητός με την πικρή γεύση του χώματος στο στόμα αναζητώ; Πώς θα δώσω νόημα στη ζωή μου, όταν ξέρω ότι όλα είναι μάταια, ότι όλα τα καταπίνει το τίποτα, το μαύρο του θανάτου;
Πώς θα γραπώσω το χρόνο που διαρκώς γλιστράει μέσα από τα δάκτυλά μου; Τόσα καλοκαίρια περάσανε κι ούτε μια μυρουδιά καρπουζιού, ούτε το βλέμμα ενός κοριτσιού, ούτε το κλάμμα ενός μωρού, ούτε μια μικρή κλωτσιά στα σωθικά μου του μικρού θεού που μεγάλωνε μέσα μου, αλλά διάλεξε τη χώρα των αθανάτων κι όχι των θνητών, τίποτα, τίποτα δεν συγκράτησε η χούφτα μου να πιω να ξεδιψάσω, εγώ ο πεινών και διψών έως τα πέρατα του χρόνου. Του χρόνου που αναζητώ. Του χρόνου που τρέχω στο κατόπι του και θα κυνηγώ μέχρι τη στερνή μου ανάσα με την ψυχή μου να γδέρνεται καθώς τραβολογιέται ξωπίσω του στα αγκάθια των ασπαλάθων.

Και από τον πόνο που σου προκαλούν τα βελόνια τούτα δύστυχη ψυχή μου, τι κρίμα να μην κρατάς για φυλαχτό το κίτρινο από άκρατο φως χρώμα των ανθών τους. Έχω άραγε ποτέ μου προσέξει την αθάνατη ομορφιά των λουλουδιών των ασπαλάθων ή έχω μάτια μοναχά για τα αγκάθια τους; Γιατί ποτέ ως τώρα δε σταμάτησα το χρόνο για να χωρέσει τη φωτερή ομορφιά των κίτρινων ανθών των καμωμένων από ανόθευτο φως; Γιατί ποτέ δε στάθηκα έκθαμβη απέναντι σε αυτούς τους μικρούς ήλιους; Γιατί το φως τους γλίστρησε ανάμεσα από τα δάχτυλά μου; Τόσα καλοκαίρια περάσανε κι ούτε ένα λουλούδι ασπάλαθου δεν συγκράτησε η χούφτα μου. Μόνον αγκάθια.


«Ο φόβος του θανάτου είναι ο φόβος της ζωής».
Ποιος, ποιος το είπε αυτό; Που κρύφτηκες;
«Εσύ κρύβεσαι, όχι εγώ».

Ναι, έχεις δίκιο Θάνατε. Πρέπει κάποτε να βγω από την κρυψώνα μου και να δω τα βελόνια των ασπαλάθων που τρυπάν τα χέρια μου. Να τα αγαπήσω. Γίναν πια κομμάτι μου έτσι που χώθηκαν για πάντα βαθιά στις σάρκες μου. Να αγαπήσω τη νύχτα τους. Δίχως αυτή δε θα έβλεπα τα φωτερά λουλούδια των ασπαλάθων. Δε θα ήξερα τη μέρα τους. Σκότος και φως. Κατάπιε το σκοτάδι που σου όρισε η μοίρα. Κατάπιε το σκοτάδι που κυνηγάς στη σαστιμάρα σου. Διότι ούτως ή άλλως το κουβαλάς μέσα σου. Είσαι πλασμένος από αυτό. Είναι στη φύση σου. Μόνον έτσι θα δεις το φως. Μόνον έτσι θα κρατήσω τρυφερά στα χέρια μου το λουλούδι του ασπάλαθου. Να το νανουρίζω γλυκά να βυζαίνει τον κόρφο μου, ώσπου να με λυπηθεί ο χρόνος, να κοντοσταθεί: η ρωγμή στο χρόνο ένα βλέφαρο στην αθανασία.

Με ακούς Θάνατε; Δε σε φοβάμαι γιατί σε αγαπάω. Εγώ, η Ζωή σε κουβαλάω μέσα μου. Όσο αγαπώ εμένα, άλλο τόσο και σένα. Μαζί θα σταματήσουμε τον αμείλικτο χρόνο. Που θα ξεράνει τα λουλούδια του ασπάλαθου. Εκτός αν τον σκίσουμε με τα αγκάθια του και κοιτάξουμε πίσω από το βαρύ του παραπέτασμα. Το πάγωμα της στιγμής είναι ζωή αθάνατη. Η αγάπη του θανάτου είναι αγάπη της ζωής. Γλυκέ μου Σουάν, καθώς θα αναζητάς τον χαμένο χρόνο, θυμήσου πως δεν έχει σημασία που θα ξεραθούν κάποτε τα άνθη των ασπαλάθων στη χούφτα μας. Δεν πειράζει που θα σβήσει κάποτε το φως στο δωμάτιο. Γιατί έτσι σοφός που έγινες εν τω μεταξύ έμαθες να σταματάς την πιλάλα του χρόνου. Έμαθες να τριγυρνάς ανάμεσα στα όσα θαυμαστά φωτίζει η λάμπα στο δωμάτιο και να τα γεύεσαι με την ησυχία σου. Θα μένουν για πάντα εκεί. Ακίνητα στο διηνεκές του χρόνου. Μόνον εσύ θα κινείσαι. Αρκεί να σκίσεις την κουρτίνα με τα αγκάθια των ασπαλάθων τα καρφωμένα κάτω από τα νύχια σου. Να φέξει.

«Ο φόβος της ζωής είναι ο φόβος του θανάτου»
Ποιος, ποιος το είπε αυτό; Πού κρύβομαι;
«Πίσω μου. Όσοι φοβούνται τη ζωή, κρύβονται πίσω από το απόλυτο σκότάδι μου. Πίσω από εμένα, το Θάνατο. Τον καλύτερο φίλο της Ζωής.»

Φοβάμαι να ζήσω, λες αλήθεια Θάνατε, γι’ αυτό φοβάμαι και να πεθάνω. Είναι δύσκολο πολύ να μάθεις να ζεις. Πιο πολύ κι από το να μάθεις να πεθαίνεις. Τα δόντια κροταλίζουν από τον τρόμο στο ολόφωτο δωμάτιο ώρες-ώρες: τι υπάρχει άραγε πίσω από τους τοίχους; Και αυτό το ερώτημα επιταχύνει το χρόνο, νά’τη πάει η ζωή μου, πέρασε και δεν πρόλαβα να αγγίξω ούτε τυχαία την άκρη του αέρινου κάτασπρου φορέματος της. Δε μου έμεινε ούτε αυτή η μνήμη, του τυχαίου αγγίγματος. Και φάνταζε τόσο ορμητική, τόσο σαρωτική, τόσο λαμπρή. Ζωή, γιατί τη νύχτα που θεμέλιωναν τις πυραμίδες δε σε είχα ανάστροφα στην άμμο ζαβώσει; Γιατί άφησα το θα να κατασπάράξει το τώρα; Θα βγώ κάποτε από το δωμάτιο. Από την μόνη έξοδο. Το θάνατο. Τι κρίμα να αφιερωθεί κανείς στην έξοδο και να ξεχάσει να απολαύσει τα όσα θαυμαστά του δείχνει η αναμμένη λάμπα μέσα στο δωμάτιο. Τώρα. Θα σε ζαβώσω ανάστροφα στην άμμο. Τώρα που θεμελιώνουν τις πυραμίδες. Δε σε φοβάμαι Ζωή. Σε ποθώ όσο και τον αχώριστο εραστή σου. Με το τώρα θα σας δαμάσω και τους δυο σας εις τους αιώνας των αιώνων. Ζωή και Θάνατε.

Εγώ, ο πεινών και διψών στα πέρατα του χρόνου. Που βρήκα τρόπο κορέσω την πείνα και τη δίψα μου.
Περισσότερα...

Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2009

Μικρή ερωτική ιστορία

Portrait of Giovanni Arnolfini and his wife (detail), 1434, Jan van Eyck

Περπατούσε όπως ένιωθε. Σαν να πετάει. Τόσο πολύ το ένιωθε και το πίστευε που και οι άλλοι το ίδιο πίστευαν για κείνη. Ότι τα πόδια της ίσα που δεν άγγιζαν τη γη. Με τον καιρό ανακάλυψε πως ξεκολλάει ευκολότερα από το χώμα περπατώντας εν ακινησία. Μικρά μικρότατα βηματάκια προσεκτικά και τελετουργικά που εγκλωβίζουν όλη την ενέργεια. Αυτήν που την κάνει να πετάει στην παραμικρή ελάχιστή της κίνηση. Και πράγμα παράδοξο, ακόμα κι άνθρωποι που τύχαινε να έχουν στραμμένη αλλού την κεφαλή ή ακόμα ήταν κλεισμένοι σε ένα δωμάτιο, νιώθαν τόσο έντονα αυτήν τη συμπυκνωμένη ενέργεια στα μικρά μικρότατα βηματάκια της και τις σχεδόν ανεπαίσθητες κινήσεις της, καθώς περνούσε, που θέλοντας και μη γυρνούσαν να δουν ποιος καλός ή κακός άγγελος τους άγγιξε κατά λάθος με την άκρη της φτερούγας του στο διάβα του.

Οι πιο πολλοί πάντως σκιαζόντουσαν, όταν περνούσε, γιατί τη θεωρούσαν αερικό, ξωθιά με σάρκα και οστά. Και μια ξωθιά ποτέ δεν ξέρεις τι προθέσεις έχει. Να πετάξει μαζί σου φυσώντας σου στο στόμα λίγο από το πάθος της στις πτήσεις ή να σε παρασύρει στην ανήλιαγη σπηλιά της σε μια πτώση στην άβυσσο που έκρυβε μέσα της. Δεν ξεχνούσαν πως τα πιο τρομακτικά παραμύθια των γιαγιάδων δεν ήταν ούτε για δράκους φοβερούς, ούτε για άγρια θεριά. Ήταν για λάμιες. Που κατασπάρασσαν όποιον ανυποψίαστο γητεύαν. Οι γιαγιάδες τους, λάμιες κι οι ίδιες στα νειάτα τους, θέλαν να προστατεύσουν τα σερνικά βυζασταρούδια. Τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους ήταν οι μόνοι άντρες που φείδονταν και συμπονούσαν. Γι’αυτό και τους εμφυσούσαν από μικρά το φόβο για τις λάμιες μπας και δεν τις πλησιάσουν, όταν μεγαλώσουν και σωθούν.

Υπάρχουν και λίγοι, ανυποψίαστοι, πολύ μικροί και άπειροι. Αυτούς, λέγανε οι γιαγιάδες στα παραμύθια τους, οι λάμιες τους ελυπούντο τα μάλα και δεν τους καταβρόχθιζαν, αλλά τους μάρκαραν με πυρακτωμένο φιλί στο μέτωπο και τους άφηναν έπειτα να τριγυρνούν τη λοιπή τους ζήση μισότρελοι να ψάχνουν τη μονάκριβη λάμια τους στον καθρέπτη όποιου θηλυκού τύχαινε στο διάβα τους. Αλλά να μη την βρίσκουν.

Εκείνο που σχεδόν καμιά γιαγιά δεν έλεγε στα παραμύθια της ήταν ότι λίγοι, πολύ λίγοι είναι αλήθεια, με έφεση στις υψηλές πτήσεις και πτώσεις τις πλησίαζαν τις λάμιες με τον πόθο της πτήσης. Αυτοί με μάτια που γυαλίζαν έπεφταν στα δίχτυα τους και πραγματικά πετούσαν μαζί τους, χωρίς να νοιάζονται τελικά αν θα είναι προς τα πάνω ή προς τα κάτω. Ακόμα λιγότεροι σώζονταν από την τελική πρόσκρουση στο χώμα. Η λάμια σωζόταν συνήθως, αλλά ο μαγγανεμένος ξεχνιόταν για πάντα εκεί χάμω να αναπολεί τις αθώες εποχές, τότε, πριν τιμωρηθεί για το θράσσος του να θαρρεί πως θα τα βγάλει πέρα με μια λάμια αρτιμελής. Γιατί στο τέλος περίτρομοι ανακάλυπταν οι εκπεπτωκότες την αναπηρία τους: τα δάχτυλα των χεριών δεν αλλάζαν πια, παρά μέναν αναλλοίωτα θέλοντας να παγώσουν τη μνήμη του αγγίγματός της. Αλλά με τέτοια ανάπηρα χέρια που αρνούνται να εγγράψουν άλλα αγγίγματα, ο νέος έμενε για πάντα μαγγανεμένος στη γοητεία της λάμιας.

Από φόβο λοιπόν για την επώδυνη αναπηρία των χεριών, ένας νέος ξεχωριστός που κατείχε πολλά για το κινητούν ακίνητο και την τέχνη του, μόλις αντιλήφθηκε από ένστικτο τη γυναίκα που περπατούσε σαν να πετούσε και που οι άλλοι την έλεγαν λάμια, τα κάλυψε τα δάκτυλά του, να μη φαίνονται, να τα προστατεύσει. Η λάμια κάλυψε κι εκείνη τα δικά της από σεβασμό για την τέχνη του νέου και τα όμορφα δάχτυλα που μάντευε κάτω από το κάλυμμα των χεριών του. Δεν ήθελε να δει τα χέρια του να παγώνουν στο χρόνο μετά το άγγιγμά της. Χώρια που φοβόταν πως, παρόλο που μόνο ακουστά είχε κάτι τέτοιο, υπήρχαν και απόγονοι του Οδυσσέα, θρυλούμενοι και ικανοί να δαμάσουν μια λάμια και να αφήσουν εκείνοι ανεξίτηλο το σημάδι τους στα μακριά και σαγηνευτικά δάχτυλα της Κίρκης που αγγίζαν.

Ο νέος και η γυναίκα που περπατούσε σαν να πετούσε, με όλες τις προφυλάξεις και τα χέρια κρυμμένα σε λεπτά υφάσματα -που μάλλον αναδείκνυαν τις χάρες των χεριών τους παρά τις έκρυβαν- πλησίασαν ο ένας τον άλλο με εκείνα τα λεπτά λεπτότατα βηματάκια και τις ανεπαίσθητες κινήσεις. Αυτές για τον κώδικά τους ήταν πιο έντονες και εκφραστικές από τους έντονους και ορατούς με την πρώτη ματιά τρόπους. Οι κινήσεις τους στον αέρα χάραζαν αραβουργήματα λεπτά δουλεμένα που τα κορμιά τους τα ακολουθούσαν εξ αποστάσεως. Διότι πρώτιστο μέλημά τους ήταν ο έρωτάς τους να παγώσει στο χρόνο αντί για τα χέρια τους. Ένα αίσθημα που μπορούσαν να σμιλεύσουν με κάθε λεπτομέρεια και λεπτές τεχνικές και έπειτα να απομακρυνθούν και να το θαυμάζουν εξ αποστάσεως αναλλοίωτο στο χρόνο. Τέλειο στην ιδεατότητά του. Και έπειτα, όταν πια η απόσταση θα γινόταν τόσο μεγάλη, ώστε να μην κινδυνεύει ο ένας από τον άλλο, θα ξεσκέπαζαν τα λεπτοδουλεμένα χέρια τους και θα συνέχιζαν. Εκείνη να παγώνει τα χέρια των ανδρών που δεν ήταν απόγονοι του Οδυσσέα, εκείνος τα χέρια των γυναικών που όταν περπατούσαν δεν ήταν σαν να πετάνε.
Περισσότερα...

Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2009

Διάλογος μονολογούντων

ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΠΡΩΤΟΣ

Αφιερωμένο στην Κατερίνα Τσκόϊτζε που μου γνώρισε και μετέφρασε τους στίχους

«Περπατάει απαρατήρητος στο δρόμο και τον θεωρούν νάνο,
ενώ είναι Γολιάθ στην ψυχή.
Από μικρός κουβαλάει κρυμμένα φτερά
Κι οι πολλοί νομίζουν πως είναι καμπούρα»
Shota Nishniahidri, σύγχρονος Γεωργιανός ποιητής
Μετάφραση Eka Tchkoidze (Κατερίνα Τσκόϊτζε)


-ΠΕΡΠΑΤΑΩ ΑΠAΡΑΤΗΡΗΤΟΣ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ. (Δυνατά αλλά άχρωμα σαν ντελάλης που ανακοινώνει κάποιο αδιάφορο σε αυτόν συναισθηματικά νέο.)
-...(Παύση.)
-Κανείς δε γυρνά να με κοιτάξει. Κανένα βλέμμα δε σκαλώνει πάνω μου για λίγα δευτερόλεπτα. Για λίγο. Για τοσοδούλι. Γλιστράνε οι ματιές των διαβατών από πάνω μου. Σαν να είμαι κενό. Σαν να μην υπάρχω. Σαν να είμαι διάφανος και άδειος. Η παρουσία μου είναι ι-σο-δύ-να-μη με την απουσία μου. Για αυτούς. Τίποτα αξιόλογο πάνω μου να τους κάνει να κοντοσταθούν. Ένα μπλε μάτι, ένα αλαζονικό ύφος, ένας αέρας κοσμολολίτη, ένα μοδάτο γυαλί. Ένα κούρεμα βρε αδελφέ στυλάτο. Με ακούει κανείς;
- ΚΑΝΕΙΣ, ΚΑνείς, κανείς.
-Μου απαντάει ο αντίλαλος. Είμαι σε ένα άδειο δωμάτιο. Με τόσους ανθρώπους μέσα. Τι κρίμα. Τέτοιος συνωστισμός κι όμως το δωμάτιο να είναι τόσο άδειο, που μόνο ο αντίλαλος μου μού απαντάει.
-Ξέρω γιατί δε χαλαλίζετε ούτε ένα βλέμμα για μένα. Είναι που...

-ΜΕ ΘΕΩΡΕΙΤΕ ΝΑΝΟ! (Η ένταση της φωνής του από σιγανή και μονότονη γίνεται ξάφνου ουρλιαχτό θυμωμένο και κοφτό.)
-ΝΑΝΟ, ΝΑνο, νάνο.
-Καταραμένε αντίλαλε. Πάψε να με χλευάζεις. Χάσου από το μυαλό μου. ( Σπαθίζει απέλπιδα με τα χέρια του τον αέρα, ώσπου στο τέλος χτυπάει το ίδιο του το κεφάλι).
- (Χαμηλόφωνα παραιτημένος με τα χέρια να κρέμονται). Αλλά ραπίζω τη σκέψη μου, τα σωθικά μου, τη μοναξιά μου, το εγώ μου. Κι αυτό πονάει πιο πολύ από το χλευασμό σου αντίλαλε. Πώς να σε πολεμήσω; Είναι σα να πολεμάω τον εαυτό μου. Κι η μάχη τού μέσα και του έξω μου άνιση.

-ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΝΑΝΟΣ. ( Κοφτά και αποφασιστικά με όλη του την ενέργεια μαζεμένη στη ματιά του. Οι ώμοι πεσμένοι, το σώμα καταβεβλημμένο.)
Τι κι αν είμαι μαζεμένος. Ναι, τα χάνω μπροστά σε μια ωραία γυναίκα. Ναι, τα βλέφαρά μου πεταρίζουν από άγχος και φόβο μπροστά σε άνετους, και κοινωνικούς που ξέρουν να πλασάρουν σε καλοσχεδιασμένη βιτρίνα το εμπόρευμά τους. Σκάρτο ή διαμάντι, αδιάφορο. Ξέρουν όμως πώς να αιχμαλωτίζουν το βλέμμα των περαστικών. Αυτό είναι που μετράει. Η μόστρα. Η βιτρίνα ντε.

-Ε, λοιπόν εγώ δεν ξέρω. Δεν την κατέχω την τέχνη της γοητείας στο παιγνίδι που παίζουν οι πολλοί. Δεν τους καταλαβαίνω, δε με καταλαβαίνουν.
Πώς, όταν ακούμε κάποιους να μιλάνε σε γλώσσα που δεν κατέχουμε, στην αρχή γυρνάμε παραξενεμένοι το κεφάλι, έπειτα όμως αδιαφορούμε γιατί όλες οι λέξεις τους ακούγονται σαν μουσική ακατανόητη ή συχνότερα σαν βουητό; Έτσι και με μένα. Στην αρχή οι άνθρωποι με κοίταζαν παράξενα. Τους φαινόταν αλλόκοτη η ανυπαρξία μου. Νάνος καμπούρης. Δύσμορφος ατάλαντος χωρίς ίχνος γοητείας, χωρίς πολύχρωμες χάντρες να στολίζουν το κρέας μου. Χωρίς τη γοητεία του φύλου μου. Αδύνατο σήμα, λέει, εκπέμπω, στην καλύτερη περίπτωση. Μετά η ματιά τους έμαθε να με προσπερνάει. Έμεινα α-πα-ρα-τή-ρη-τος στα α-ζή-τη-τα. Να αφουγκράζομαι μόνος τα πρωτοβρόχια αργά το βράδυ δίχως την ήρεμη ανάσα του συντρόφου όταν κοιμάται στο κρεβάτι πλάι μου. Λειψή βροχή. Λειψή μορφή. Η μορφή μου. Η δύσμορφη.
-Όμως εμένα δε με νοιάζει, γιατί…(Παρατεταμένη παύση από αυτές που προμηνύουν το οριστικό τέλος ή τη νέα θυελλώδη αρχή.)…

-ΕΙΜΑΙ ΓΟΛΙΑΘ ΣΤΗΝ ΨΥΧΗ! (Ζητωκραυγάζοντας με πάθος, κάτι σαν επώδυνη κραυγή ελευθερίας.)
-Νυχθημερόν ανοίγω σήραγγες να ανακαλύψω θησαυρούς του πνεύματος, της ψυχής, βρώμικος, ιδρωμένος, κατάκοπος, με ασπρουλιάρικο ημιδιάφανο δέρμα σαν εκείνα τα πλάσματα στα βάθη των ωκεανών που ποτέ δεν τα είδε ο ήλιος. Αντίθετα, εσείς, οι ωραίοι, γοητευτικοί και άνετοι που πίνετε με άνεση το ποτό σας στο μπαρ και το μαυρισμένο δέρμα σας εκπέμπει υγιεία, ανεμελιά, αθωότητα. Και βλακεία. Κάνετε εύκολα παρέες, αλλάζετε όπως το φίδι τα πουκάμισά του τους ερωτικούς συντρόφους, τις συζύγους, τους φίλους. Η γοητεία σας, η κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας. Όμως.

-ΟΜΩΣ. (Η λέξη ακούγεται σα σφύριγμα λαιμητόμου.)
Κάτω από το γοητευτικό σας μαύρισμα (στο σολάριουμ κατά προτίμηση), τη μαυρισμένη άνεση με το ακριβό γυαλί και τη γλοιώδη οικειότητα που αναπτύσσετε προς όλες τις κατευθύνσεις, κρύβεται ένας, μαντέψτε τι!
-Νάαααα-νος. (Συρτή κοροϊδευτική φωνή και θριαμβευτικό χαμόγελο νικητή.)
Δύσμορφος και καμπούρης με ζαρωμένη και αδύναμη ψυχή να κρύβεται στην καμπούρα του. Πλαστικά φτερά τσαλακωμένα ένα μικρό θλιβερό κουβάρι, στην τσέπη του παιδικού παντελονιού που ποτέ δεν βγάλατε από πάνω σας. Αυτό είστε άνετοι κι ωραίοι μου. Και τυφλοί. Πάνω από όλα. Γιατί ποτέ δεν κατορθώσατε να δείτε, έτσι στραβωμένοι από τις ανακλάσεις της στιλβωμένης επιφάνειας σας που καθρεφτίζεστε διαρκώς ότι...

-ΑΠΟ ΜΙΚΡΟΣ ΚΟΥΒΑΛΑΩ ΚΡΥΜΜΕΝΑ ΦΤΕΡΑ! (Γελώντας δυνατά με γέλιο αβίαστο, γάργαρο, απελευθερωμένο. Η μορφή του σταδιακά μεταλλάσσεται, από στεγνή, ζαρωμένη, στερημένη, αγχώδης, ρουφηγμένη σε δυο κατακόκκινα μάγουλα που σφύζουν από υγιεία.)
Ρωμαλέα, κάτασπρα σαν αρχαίας Νίκης. Καμωμένα για υψηλές πτήσεις. Όταν ήμουν παιδί, ένιωσα ξάφνου πόνους ανάμεσα στις ωμοπλάτες. Ο γιατρός μίλησε για γρήγορη ανάπτυξη του σώματος. Έκανε λάθος. Γρήγορα μεγάλωσε το μέσα μου. Τότε ήταν που φύτρωσαν τα φτερά. Φάνταζαν αλλόκοτα, γι'αυό κι εγώ τα δίπλωνα προσεκτικά και τα έκρυβα στην καμπούρα μου, όταν δεν ήμουν μόνος μου. Το σώμα μου σταδιακά ξέμεινε πίσω. Δεν ξέρω τι προηγήθηκε. Τα φτερά που μεγάλωναν ρουφώντας τη δύναμη από τη ζωώδη σάρκα μου ή η αδυναμία της σαρκός μου που άφησε τα φτερά μου να φυτρώσουν; Έβλεπα μέρα τη μέρα το πρόσωπό μου να ασχημαίνει, τα δάχτυλά μου να γίνονται δύσκαμπτα, τις κινήσεις μου ασταθείς, το νέο σώμα μου να αποκτά αύρα γηρατειών, πρόωρο γήρας να με καταπίνει. Με έβλεπα να στεγνώνω. Μα εγώ δεν έσκαγα δα από τη στενοχώρια μου, γιατί ήξερα πως μπορώ κρυφά να ξεδιπλώσω τα εξαίσια φτερά μου, για να πετάξω,ουουου, εκεί που φτάνουν οι αετοί. Και τα πιο τρελά όνειρα των φυλακισμένων. Ήταν υπέροχα.

-ΟΜΩΣ. (Απότομη παύση. Το βλέμμα σταθερό στο κενό σαν να βλέπει να προβάλλονται στο άπειρο ολοζώντανες σκηνές του παρελθόντος.Το σώμα στητό και αγέρωχο, αλλά με ακινησία αγάλματος που αιχμαλώτισε στο διηνεκές του χρόνου μία σημαντική στιγμή.)
Ποτέ δεν συνάντησα εκεί πάνω κανέναν. Κι αν έβλεπα αραιά και πού κάποιον να χαρχαλεύει τα όνειρα των φυλακισμένων και να δοκιμάζει φτερά αετού, αυτός γρήγορα με εγκατέλειπε, για να σταθεί στην ουρά. Περίμενε υπομονετικά να τον μεταμορφώσει η Κίρκη σε γουρούνι και να φορέσει κατάσαρκα τη γλύκα της απτής σάρκας.
Σκέφτηκα να αφήσω τις υψηλές πτήσεις και να αφεθώ στη φροντίδα της Κίρκης. Όμως τα φτερά μου αρνούνται να με κατεβάσουν. Κι όσο θεριεύουν, τόσο μου ρουφάνε τη σάρκινή μου υπόσταση. Και τόσο πιο πολύ ποθώ να αγκαλιάσω και να αγκαλιαστώ. Προδοσία! Παγίδα! Τα φτερά μου με παγίδευσαν και δεν με υπακούουν πια! Χαλάλι τους. Είναι πολύ όμορφα και πολύ δυνατά. Μόνο που...

-ΟΙ ΠΟΛΛΟΙ ΝΟΜΙΖΟΥΝ ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΜΠΟΥΡΑ. (Κρύβει με τα χέρια του το πρόσωπό του. Τον συνταρράσσουν αναφιλητά. Καταρρέει στο χώμα. Παύση σχεδόν τελεσίδικη. Ξάφνου αρχίζει να κινείται. Αργά-αργά σέρνεται σαν φίδι που αλλάζει δέρμα. Με μόχθο και αγώνα. Σηκώνεται και ορθώνει το ανάστημα του. Αργά και όλο και λιγότερο φοβισμένα στέκεται στις μύτες των ποδιών, τεντώνει τα χέρια του όσο ψηλότερα γίνεται. Φωτοβολάει ολόκληρος. Ξεκολλάει από το χώμα και πετάει, ενώ ακούγονται να πλαταγίζουν τα κάτασπρα δυσανάλογα μεγάλα για το δέμας του φτερά του. Ρίχνει μια τελευταία ματιά στους περαστικούς που αδιάφοροι πλημμυρίζουν το έδαφος κάτωθε του. Τους χαμογελάει για στερνή φορά χωρίς φόβο και πάθος. Τώρα όσο πάει και ξεμακραίνει στον ουρανό αποφασισμένος να κατακάψει τα εξαίσια φτερά του και τη μαραμένη του σάρκα στον ήλιο. Γαία πυρί μειχθήτω.


ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ

«Ολοι οι πικραμένοι, δυστυχισμένοι, μοναχικοί άνθρωποι που αισθάνονται εξαπατημένοι, που αισθάνονται προδομένοι από τις δυνάμεις, κατηγορούν τη ζωή, κατηγορούν τις περιστάσεις, κατηγορούν τους άλλους ενώ στην πραγματικότητα αυτοί είναι εντελώς άνοστοι, ευσυνείδητα κοινότοποι, αυτοί είναι δειλοί και ατάραχοι, βυθισμένοι στην αυτολύπηση, τίποτε σωστό δεν έχουν κάνει, νιώθουν όμως αδικημένοι, κατακλύζουν τη γη με τα παράπονά τους, με το μίσος· επαναλαμβάνουν μέρα τη μέρα και νύχτα τη νύχτα τις ευνουχισμένες κινήσεις τους. Πληγώνει τη γη ολόκληρη, πληγώνει τα πάντα τούτη η σπατάλη· η φρίκη όλης αυτής της σπατάλης».
Τσαρλς Μπουκόφσκι, 70 χρόνια φαγούρα, μετάφραση Χαρ. Γιαννακόπουλος, εκδόσεις Ηλέκτρα

-Ο Δεύτερος Μονόλογος με εφόρμηση το κείμενο του Μπουκόφσκι θα απαντά-διαλέγεται με τον Πρώτο μονόλογο.

-Ανοιχτή πρόσκληση σε όποιον επιθυμεί να επινοήσει-γράψει-σχεδιάσει με όποιον εκφραστικό κώδικα θεωρεί καταλληλότερο (διήγημα, ποίημα, σκίτσο, μουσική, φωτογραφία, ταινία, πεζό...) τον Δεύτερο Μονόλογο. Όποιος τυχόν ενδιαφερθεί, ας μην παραλείψει να αφήσει το link του στα σχόλια.
Περισσότερα...