Τετάρτη 22 Απριλίου 2009

Η ταινία Okuribito και η έκθεση Bodies: μια διαφορετική προσέγγιση του θανάτου


Το Okuribito (Departures), μία σύγχρονη εξαιρετική ιαπωνική ταινία (2008), αναφέρεται με ξεχωριστή ευαισθησία σε ένα μουσικό, που με την απόλυσή του από την ορχήστρα που έπαιζε βιολοντσέλο, βλέπει το όνειρο της ζωής του να καταρρέει. Αναζητώντας δουλειά στην επαρχιακή πόλη που μετοικεί με τη γυναίκα του, παγιδεύεται από την υψηλή αμοιβή που του προσφέρει ιδιοκτήτης γραφείου κηδειών. Η απέχθεια του για τα πτώματα και η κοινωνική του απαξίωση προοδευτικά μεταλλάσσονται σε μία βαθύτερη αντίληψη του θανάτου που περνά μέσα από το σεβασμό του νεκρού. Αντίληψη πως ο νεκρός κάποτε ήταν ζωντανός και το όλο τελετεργικό του μακιγιαρίσματος είναι ζωτικής σημασίας για τους συγγενείς. Αλλά και για τον ίδιο, που πλέον αντιλαμβάνεται πως το αρχικά φρικώδες επάγγελμα είναι τελικά λειτούργημα. Βεβαίως στην πορεία θα έχει την ευκαιρία να προετοιμάσει το εξώδιο ταξίδι και για δικούς του ανθρώπους, με τους οποίους επικοινωνεί από τη θέση αυτή καλύτερα και ουσιαστικότερα από όταν ήταν ζωντανοί.

Το όλο θέμα πολύ βαθύτερα ανεπτυγμένο στην ιαπωνική αυτή ταινία, θυμίζει μία μικρή σκηνή από ένα άλλο έργο, του Τιμ Μπάρτον, τη «Νύφη». Όταν οι σκελετοί έρχονται από την κατοικία τους να συναντήσουν τους ζωντανούς, οι τελευταίοι φρίττουν και τρομοκρατούνται κατά τα γνωστά πρότυπα των θρίλερ. Μόνο ένα παιδάκι κάνει ένα βήμα μπρος και κραυγάζοντας από χαρά τρέχει και πέφτει στην αγκαλιά του παππού του, που αναγνώρισε ανάμεσα στους σκελετούς. Και φυσικά ο παππούς ανταποδίδει. Στο Okuribito ο θάνατος δεν είναι μία απλή φυσική κατάληξη, ένα ιατρικό γεγονός, ο τρόμος του αγνώστου, η απέχθεια προς το πτώμα που σήπεται. Είναι το αναπόφευκτο που στολίζεται από τους ζωντανούς με τελετουργίες όχι περιττές, ούτε αδιάφορες ή τυπικές, αλλά γεμάτες με σεβασμό για τον άνθρωπο που αναχώρησε. Κάτι σαν τελευταίο χάδι φευγαλέο στην ψυχή που σάλπαρε ήδη. Κάτι σαν τελευταία απέλπιδη προσπάθεια των ζώντων να επικοινωνήσουν με τον αγαπημένο τους.

Και κάτι ακόμα. Πολύ σημαντικό. Το μακιγιάζ που τελετουργικά και επιμελημένα κάνει ο ήρωας σαν ιδιότυπος καλλιτέχνης στον εκάστοτε νεκρό, αφήνει μία τελευταία εικόνα ανθρώπου όμορφου και ακτινοβόλου σα ζωντανού. Επιτρέπει με άλλα λόγια την ψευδαίσθηση πως ο νεκρός είναι όχι μόνο ζωντανός, αλλά και σε κάποιου είδους ακμή. Ο νεκρός λοιπόν θα συνεχίσει να ζει στη μνήμη των ανθρώπων όχι ως ένα μακάβριο πτώμα, όχι ως κάτι ξένο και άψυχο και απωθητικό, αλλά ως κάτι δικό, γνωστό, αγαπημένο. Αυτήν την τελευταία εικόνα, ακριβώς επειδή η ώρα του αποχαρετισμού είναι σκληρή, γεμάτη θλίψη, και συναισθηματικά βαρύνουσα, την κλείνουν οι εναπομείναντες τόσο έντονα και χρωματισμένα στη μνήμη τους που η ζήση του νεκρού και οι όμορφες στιγμές της ξεθωριάζουν. Κάθε φορά που πάνε οι ζωντανοί να φέρουν στο νου τους τα χίλια μύρια όμορφα που περάσανε στο παρελθόν με τον άνθρωπο που τώρα αποχαιρετούν, αυτά καλύπτονται από το μαύρο του πανιασμένου πτώματος. Αυτή η τελευταία κακή εικόνα φεύγει δύσκολα και με πολύ αγώνα από τη μνήμη, τόσο που τελικά αλλοιώνει την πραγματική εικόνα, αυτή που έχτισε ο άνθρωπος ζώντας, σε βαθμό να θαμπώνει ολάκερη τη θύμηση της ζήσης του. Υπάρχει κανείς που να έχει θρηνήσει δικούς και αγαπημένους και να μην τον πλακώνει για πολύ καιρό μετά το φευγιό και την τελετή η κακή εικόνα του τέλους, τόσο που να επικρατεί όλων των άλλων αμαυρώνοντας και ακυρώντας ουσιαστικά τη θύμηση του ανθρώπου;

Το Okuribito ασχολείται με το θάνατο, ναι. Αλλά με τέτοιο τρόπο που αυτός μοιάζει σαν συνέχεια της ζωής. Τον προσεγγίζει ή καλύτερα προσεγγίζει την τελετή που τον συνοδεύει με σεβασμό και ανθρωπιά και ομορφιά.

Με το θάνατο ασχολείται και η έκθεση Bodies που ήρθε εδώ και λίγο καιρό στη χώρα μας. Πόσο διαφορετικά όμως. Ο σεβασμός προς το νεκρό, εδώ δεν υφίσταται. Το σώμα πλαστικοποιείται, τεμαχίζεται ξεγυμνώνεται μέχρι το μεδούλι των κοκκάλων κυριολεκτικά. Τίποτα δε μένει κρυφό. Το πτώμα ή τμήματά του έτσι πλαστικοποιημένο, έχοντας κατακτήσει μια ανεπιθύμητη και απεχθή αθανασία, εκτίθεται σε κοινή θέα. Με πρόσχημα τους ιατρικούς λόγους (τότε γιατί δεν τα μελετούν μόνο γιατροί, φοιτητές ιατρικής ή επιστήμονες που σχετίζονται με την ιατρική) ή τη δυνατότητα κατανόησης των ασθενειών μας ή ακόμα χειρότερα την τέχνη περιφέρονται ανά τον κόσμο τα πτώματα ανθρώπων που επιδεικνύουν τη θνητότητα τους παρά την προβαλλόμενη πλαστική αθανασία τους. Εδώ ο θάνατος δεν αποπνέει δέος, μυστικισμό, θλίψη για το αναπόφευκτο, ελπίδα για μετεμψύχωση, πόνο για τους εναπομείναντες, προβληματισμό για το εφήμερο της ύπαρξης, κυνισμό για τους Διογένηδες. Γιατί ακόμα και στην τελευταία αυτή περίπτωση η φιλοσοφική αδιαφορία του Διογένη για το το σαρκίο του μετά θάνατον μετατρέπεται σε στεγνή και στυγνή τεχνοκρατική αδιαφορία που στερείται πάσης φύσεως φιλοσοφικό υπόβαθρο. Θα μπορούσε βέβαια να ισχυριστεί κανείς ότι η μουμιοποίηση βρίσκει το αντίστοιχό της στην πλαστικοποίηση. Με τη διαφορά ότι ο θανών ευελπιστούσε την επανακατοίκηση του σώματός του από την ψυχή και σίγουρα όχι το ξεγύμνωμα από αδιάκριτα βλέμματα, κάποτε μάλιστα με νοσηρή περιέργεια. Αναρωτιέμαι τι θα σκεπτόταν για την εν λόγω έκθεση και την κυριακάτική μας βόλτα σε αυτήν, εκείνος ο άστεγος Ινδός που θεωρούσε σκοπό ζωής να περισυλλέγει αφιλοκερδώς μέλη ανθρώπων που πετούσαν στα σκουπίδια πλάι από ένα νοσοκομείο, και να τα ενταφιάζει. Και δήλωνε απόλυτα ευτυχισμένος με αυτό που έκανε παρά την εξαθλίωσή του.

Όπως και νά’χει δεν έχω πρόθεση να καταδείξω εκτεταμένα τα αρνητικά της ιδέας να εκτίθενται σε κοινή θέα πλαστικοποιημένα πτώματα. Ας προσθέσω μόνο ότι παρόμοια θλίψη μου φέρνουν και οι αιγυπτιακές μούμιες ή τα κτερίσματα στα μουσεία που με το πρόσχημα της χρονικής και πολιτισμικής απόστασης βεβηλώθηκαν, όχι απλά για να μελετηθεί και να φωτογραφηθεί ο πολιτισμός της εποχής, πράγμα θεμιτό, αλλά και για να εκτεθούν (χώρια βεβαίως τα κτερίσματα από τα οστά που στην καλύτερη περίπτωση στοιβάζονται στις αποθήκες κάποιου μουσείου). Λες και οι αιώνες που διαβήκαν και τα ταφικά έθιμα που μας χωρίζουν δίνουν το δικαίωμα για βεβήλωση των τάφων. Εδώ θέλω μονάχα να μιλήσω για τη έντονη εντύπωση που μου προξένησε η ευαίσθητη και βαθειά ανθρώπινη προσέγγιση του θανάτου από την ιαπωνική ταινία. Και για τη θλίψη που ένιωσα για την ισοπέδωση του θανάτου από την έκθεση Bodies. O θάνατος σε μορφή ποπ κορν για να περνάει η ώρα στο σινεμά της ζωής. Των άλλων.
Περισσότερα...

Τετάρτη 8 Απριλίου 2009

Γιατί η άλλη όψη του «άλλου» είναι «του δικού»

Ο Αλβανός που ήρθε να νοικιάσει το διαμερισματάκι είχε όρεξη για κουβέντα. Ήταν που καθώς είπε αργότερα, χώρισε με την κοπέλα του. Έσκυβε το κεφάλι κάτω να μη φανεί η στενοχώρια του. Σηκώνει με κόπο το βλέμμα και συμπληρώνει, και μη νομίζεις, ήμουνα ερωτευμένος πολύ. Έχω σπίτι, αλλά να, είναι μεγάλο, και τι να το κάνω τώρα εγώ μονάχος, λέει και ξανακατεβάζει τα μάτια. Εμένα που με βλέπεις, πήρε ξάφνου απόφαση να ορθώσει το ανάστημά του, έχω περάσει πολλά. Πέντε φορές έχω κατέβει στην Ελλάδα με τα πόδια. Δεκαπέντε μέρες κάθε φορά περπάταγα. Και δύσκολα, όχι αστεία. Μια φορά περάσαμε ένα ποτάμι και παραλίγο να πνιγούμε όλοι μας. Θαύμα πώς σωθήκαμε. Μια άλλη φορά γύρισα για λίγο στο χωριό, πάνω στο βουνό. Βγήκανε και με αγκαλιάζανε όλοι οι συγχωριανοί και με φιλούσανε και κλαίγανε για ώρα. Και είπα για καλό ήρθα τώρα εγώ, μπα, μάλλον για κακό έτσι που στενοχωριούνται. Δουλεύω όλη μέρα οδηγός. Από τις τεσσεράμισι το πρωί ως αργά το βράδυ. Οργώνω όλη την Αθήνα. Έχω δει και έχω περάσει τα πάντα. Μα η Αθήνα, αδελφάκι μου, είναι πολύ σκληρή πόλη, άμα μείνεις χωρίς δουλειά. Πιο πολύ από το Πακιστάν ή την Αλβανία. Αυτή η εξώπορτα, λέει και σταματάει πάνω της το μάτι του, μ’ανησυχεί. Κάποτε μου την πέσανε να με πιάσουνε για όμηρο να τους δώσω τα λεφτά μου. Φράγκο δεν είχα, αλλά να, ήμουνα πάντα περιποιημένος και καλοντυμένος και με περνούσανε για πλούσιο. Εγώ είμαι από το βορά. Άλλο πράγμα. Οι νότιοι είναι λιγάκι τζαναμπέτηδες. Εμείς δεν πειράζουμε άνθρωπο. Είμαστε ντόμπροι και δεν πάμε να τη φέρουμε κανενός. Κάποτε είχαμε τα καλύτερα μέρη στη θάλασσα. Αλλά μας διώξανε οι Τούρκοι και ανεβήκαμε στα βουνά. Και μετά δώσανε τα μέρη μας που ήτανε τα καλύτερα στους μουσουλμάνους. Εμείς είμαστε καθολικοί. Και απομείναμε στα βουνά. Κάνε μου τη χάρη, κράτα το δυο-τρεις μέρες το διαμέρισμα. Μικρό είναι, αλλά έτσι μονάχος τι να το κάνω το παραπάνω. Ένα κρεβάτι και μπορεί μια τηλεόραση θα βάλω μονάχα. Έπειτα είναι και αυτή η ταράτσα. Βγαίνεις και βλέπεις λίγο ουρανό, παίρνεις λίγο αέρα. Δυο μερούλες μονάχα. Είναι που έδωσα τα χρήματα σε ένα φίλο. Μπήκε λέει, ο αδελφός του φυλακή στην Ιταλία και τρέχει να τον βγάλει. Δυο μερούλες μονάχα, ίσαμε να μου επιστρέψει τα χρήματα.

Άκουγε ο ιδιοκτήτης στωικά. Στην αρχή δεν έμπαιναν στα αυτιά του οι φλυαρίες. Έτρεχε το μυαλό του σε χίλια δυο και προπάντων αναρωτιόταν πώς να ξεμπλέξει γρήγορα να προλάβει ξύπνια τα παιδιά του να τα καληνυχτήσει. Σιγά-σιγά όμως μπήκαν στο πετσί του τα λόγια του άλλου. Άρχισε να τον βλέπει να περπατάει σε βουνά και λαγκάδια μέρες ατέλειωτες. Να αδράχνεται από μια ρίζα, για να μην τον πάρει το ρέμα του ποταμού. Άκουγε τα κλάματα των συγχωριανών του άλλου και έβλεπε στα δάκρυα και την υπερβολή τους τον καϋμό τους για τα ξενιτεμένα τους παιδιά. Αφουγκραζόταν τη συμπόνια του άλλου για τους χωριανούς του, όταν σκεφτόταν πως δεν έπρεπε να γυρίσει στο χωριό γιατί τους ξύνει πληγές. Είδε τους προγόνους του άλλου πρόσφυγες στα βουνά, αυτοί οι θαλασσινοί, οι διωγμένοι από τους Τούρκους. Ένιωσε το δισταγμό του άλλου, όταν ήταν να δανείσει το φίλο του, γιατί το ήξερε πως χωρίς αυτά τα λεφτουδάκια τον έχανε τον ουρανό και τον αέρα της ταράτσας. Ένιωσε τη θυσία του άλλου. Ένιωσε και το νταλκά του για την κοπέλα που τον παράτησε, ακούμπησε και τη μοναξιά του. Τον φαντάστηκε βολεμένο σε ένα ράντζο με μία τηλεορασούλα απέναντι του, αλλά να τη βλέπει, και να τρέχουν μπροστά στα μάτια του τα βουνά της πατρίδας του και οι θάλασσες των προγόνων του. Άργησε να γυρίσει σπίτι του. Τα παιδιά του δεν τα πρόλαβε ξύπνια. Τους έφερνε όμως δώρο σπουδαίο. Τη γνώση πως ο «άλλος», μπορεί να κατοικήσει και μέσα μας. Γιατί η άλλη όψη του «άλλου» είναι «του δικού».
Περισσότερα...

Κυριακή 5 Απριλίου 2009

Το μήλο κάτω από τη μηλιά θα πέσει

Ο λόγος για τη συμπεριφορά και τα ευρύτερα χαρακτηριστικά των παιδιών τουλάχιστον πριν φτάσουν στην εφηβεία. Για να καταλάβει κανείς τον τρόπο που λειτουργεί και συμπεριφέρεται το παιδί του, δεν έχει παρά να κοιτάξει τον εαυτό του. Τα μικρά παιδιά είναι ο καθρέπτης μας. Και αυτό αποτελεί μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία για τους γονείς για ενδοσκόπηση, αφού καθρεπτίζονται στα βλαστάρια τους. Δεν έχει λοιπόν νόημα να παραπονιέται ο γονέας για την α ή β κακή συμπεριφορά ή χαρακτήρα του παιδιού του, αφού αν βυθοσκοπήσει τον εαυτό του έντιμα, θα ανακαλύψει αυτό ακριβώς το χαρακτηριστικό πάνω του. Στο παιδί απλώς προβάλλεται μεγεθυμένο και αδρό.

Κάποια μαμά ένιωθε απογοητευμένη από την έλλειψη κοινωνικότητας του παιδιού της που επιπλέον δε συμμετέχει στις ομαδικές δραστηριότητες, αλλά απλά παρακολουθεί παθητικά και αθόρυβα. Για αλληλεπίδραση με τα άλλα παιδιά δε συζητάμε καθόλου. Για οποιονδήποτε άλλο εκτός από την εν λόγω μαμά ήταν πασιφανές ότι το παιδάκι είχε ενσωματώσει τον τρόπο της μητέρας του, η οποία έμενε συνήθως σε μία δειλή καλησπέρα και έξω από τις κουβέντες των λοιπών γονέων που περίμεναν να τελειώσει το μάθημα. Η ίδια όμως απορούσε. Ή παιδάκι εξαιρετικά ενθουσιώδες και κοινωνικό που όμως με την πρώτη δυσκολία εγκαταλείπει, κλείνεται στον εαυτό του, απορρίπτει συλλήβδην χωρίς δεύτερη προσπάθεια τον περίγυρο αναζητώντας καινούριο, όπου βέβαια θα σπάσει πάλι τα μούρα του και η ιστορία θα επαναληφθεί. Ξαφνικά λοιπόν το παιδί έχει το πρόβλημα, ενώ ουσιαστικά το παιδί αναπαράγει αντίστοιχη συμπεριφορά των γονέων. Μόνο που οι γονείς, δεν αντιλαμβάνονται τις αναλογίες ίσως επειδή έχουν βαφτίσει τις τάσεις φυγής θαρραλέα στάση ζωής. Όμως η λογική «πονάει χέρι, κόψει χέρι» στην μικρή κλίμακα των παιδικών δράσεων καθίσταται ξαφνικά τόσο εμφανώς λανθασμένη που ακόμα και οι ίδιοι οι γονείς το παραδέχονται. Για το παιδί τους όμως, όχι για τον εαυτό τους.

Πολλά άλλα παραδείγματα μπορεί να παραθέσει ο οποιοσδήποτε παρατηρώντας έστω και για λίγες ώρες ένα παιδί. Αυτό έχει πολλαπλές ωφέλειες. Οι μητέρες και οι πατέρες έχουν μία πρώτης τάξεως ευκαιρία να ανακαλύψουν τον ίδιο τους τον εαυτό που προβάλλεται τόσο άμεσα και σε απλοποιημένη μορφή στα παιδιά που μεγαλώνουν. Μέσα από αυτά θα επιβεβαιώσουν ή θα απορρίψουν αξίες και τρόπους που μέχρι τότε δεν είχαν καν ασχοληθεί μαζί τους. Έτσι θα βελτιωθούν οι ίδιοι πρώτα από όλα σαν άνθρωποι, αν υποθέσουμε ότι έχουν τη δύναμη ή τη δυνατότητα για κάτι τέτοιο. Και αν θεωρούν ότι είναι πολύ αργά και το νερό έχει μπεί πια στο αυλάκι, ίσως μπουν στον κόπο της αλλαγής βλέποντας πόσο η συμπεριφορά τους βλάπτει τελικά το παιδί τους που την αντιγράφει ακόμα και διαισθητικά. Αυτή είναι και η δεύτερη ωφέλεια. Η απάλειψη των αρνητικών χαρακτηριστικών από το παιδί. Ο μιμητισμός είναι η βασική μορφή μάθησης και κοινωνικοποίησης στις πολύ μικρές ηλικίες. Πρέπει λοιπόν να εγκρίνουμε τα πρότυπα προς μίμηση που παρέχουμε. Με άλλα λόγια να εγκρίνουμε τους εαυτούς μας. Και για να γίνει αυτό πρέπει να προηγηθεί η αυτογνωσία. Ας μην ξεχνάμε, το μήλο θα πέσει αναπόφευκτα κάτω από τη μηλιά. Αν λοιπόν το δέντρο είναι όμορφα και με τέχνη κλαδεμένο, το μήλο θα είναι υγιές και κατακόκκινο. Και μία τρίτη παράπλευρη ωφέλεια. Βλέποντας τα παιδιά μπορούμε να δια-κρίνουμε τους γονείς τους πολύ πιο εύκολα και γρήγορα. Όσον αφορά κοινωνικές συναναστροφές μπορεί να φανεί ιδιαίτερα χρήσιμο, γιατί ο ενήλικος είναι βέβαια πολύ πιο περίπλοκος από το παιδί και κατά συνέπεια αποκρυπτογραφείται πολύ πιο δύσκολα. Αρκεί λοιπόν μια ματιά στο παιδάκι για να γνωρίσουμε και να κατανοήσουμε τους γονείς.

Περιττό να προσθέσω ότι οι απόψεις αυτές προέκυψαν από προσωπική εμπειρία. Σίγουρα δεν ανακάλυψα τον τροχό, πρόκειται για πράγματα λίγο πολύ γνωστά. Ωστόσο παρά ότι θεωρητικά τα κατέχουμε, σπάνια κάνουμε τον κόπο να τα λάβουμε σοβαρά υπόψιν μας και όταν το κάνουμε εντυπωσιαζόμαστε τόσο από την πρακτική εφαρμογή αυτών των θεωριών που προκύπτουν ανάλογα ποστάκια. Τώρα πια ξέρω καλά ότι δε μαθαίνουν μόνο τα παιδιά μου από μένα. Μαθαίνω κυρίως εγώ από αυτά.
Περισσότερα...