Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2008

Ο ιππόκαμπος και το πετροχελίδονο

Εισαγωγικό
Πιστεύω πως στον κόσμο μας υπάρχει πολλή ομορφιά και πολλή ασχήμια. Όμως συχνά, ούτε την ομορφιά είμαστε σε θέση να αναγνωρίσουμε, ακόμα κι όταν είναι ολοφάνερη, ούτε την ασχήμια μπορούμε να καταλάβουμε, είτε την βλέπουμε, είτε την πράττουμε οι ίδιοι. Τυφλοί λοιπόν και για το ωραίο και για το άσχημο. Αυτά τα παραμύθια φιλοδοξούν να δείξουν τα πράγματα, όπως έχουν. Ούτε ωραιοποιήσεις, ούτε υπερβολές και απαισιοδοξία. Δε θέλουν οι ιστορίες μου να κρύψουν τίποτε από τα παιδιά. Προπάντων θέλουν να τα μάθουν, όσο γίνεται, να βλέπουν το ωραίο και να το αγαπούν και το άσχημο και να το αποφεύγουν. Ή ακόμα καλύτερα να το σταματούν, αν περνάει από το χέρι τους.

Κάποιοι, που ελπίζω να κάνουν τον κόπο να διαβάσουν το παραμύθι ‘Ο ιππόκαμπος και το πετροχελίδονο’, ίσως ενοχληθούν από τη σκληρότητα ορισμένων σκηνών. Όπως αυτή με τον ψαροντουφεκά, που κυνηγάει το πετροχελίδονο ή τον ψαρά που αποδεκατίζει τους ιππόκαμπους. Ή ακόμα χειρότερα με τη σκηνή που περιγράφει το βάναυσο διαμελισμό της μέδουσας από παιδιά. Θα θεωρήσουν ότι παραείναι ‘άγριες’, για να ενταχθούν σε ένα παιδικό παραμύθι. Δυστυχώς και οι τρεις σκηνές είναι πραγματικές. Το παιδάκι που δέχτηκε δώρο τους δύο ιππόκαμπους, υπήρξε μαθητής μου (πόσο οδυνηρό αλήθεια να του μαθαίνεις το ‘λύω, -εις, -ει’, όταν αγνοεί το βασικό μάθημα του σεβασμού προς τη ζωή οποιασδήποτε μορφής και επιπλέον διαπιστώνεις ότι δεν μπορείς να κάνεις τίποτα, για να του το μεταδώσεις στο ελάχιστο...). Η σκηνή με τη μέδουσα διαδραματίστηκε μπροστά στα μάτια μου σε μια παραλία της Αναβύσσου παρουσία των γονέων. Όσο για το επεισόδιο με το πετροχελίδονο που ήθελε να σκοτώσει ο ψαράς, δεν αποτελεί δική μου εμπειρία, αλλά του συντρόφου μου, ο οποίος προσπαθούσε απεγνωσμένα να διώξει το πουλί, για να μην το πετύχει το καμάκι. Η μόνη παρέκκλιση από την πραγματικότητα είναι ότι επρόκειτο για γλάρο και όχι για πετροχελίδονο.




Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας πανέμορφος, πράσινος, τοσοδού- λης ιππόκαμπος, λίγους πόντους μοναχά ψηλός, που κολύμπαγε στη θάλασσα σαν αλογάκι του τσίρκου που τριποδίζει και κάνει το νούμερό του με νάζι. Άπλωνε το βλέμμα του ένα γύρο, καμάρωνε τη θαυμαστή πλάση, κουνούσε την περίφημη ουρά του και προχώραγε παρακάτω. Από πάνω του ακριβώς, στον αέρα, έτυχε να περνά ένα πετροχελίδονο. Ντυμένο στα ασπρόμαυρα το χελιδόνι αυτό της θάλασσας ψαλίδιζε τον αέρα, τιτίβιζε, έχαφτε εντομάκια. Είχε τη φωλιά του στα βράχια και απολάμβανε το τέλος του καλοκαιριού, λίγο πριν φτάσει η εποχή να πετάξει μαζί με τ’ άλλα πετροχελίδονα σε πιο ζεστά μέρη. Ο καθένας τους ζούσε στον κόσμο του. Της θάλασσας ο ιππόκαμπος, του αέρα το πετροχελίδονο. Θάλασσα και αέρας ήταν δίπλα-δίπλα, τα κύματα προσπαθούσαν να αναμειχθούν με τον αέρα και ο αέρας πάλευε να ανακατευτεί, καθώς φυσούσε και σήκωνε φουρτούνες, με τη θάλασσα, αλλά τίποτε δε συνέβαινε. Οι δυο κόσμοι συνέχιζαν να είναι χωριστοί.

Κάποια μέρα το πλάσμα του αέρα, το πετροχελίδονο, είδε από ψηλά, ενώ πετούσε, το πλάσμα της θάλασσας, τον ιππόκαμπο, που κολυμπούσε λικνιστά και ανέμελα και το ορέχτηκε. «Θα σε φάω!» του λέει με κατακόκκινα τιτιβίσματα και η ψιλή γλωσσίτσα του μπαινόβγαινε στο ράμφος του. Ο ιππόκαμπος σταμάτησε να λικνίζεται. Κοίταξε το πετροχελίδονο με τα στρογγυλά του μάτια, όχι δίχως φόβο και του απαντά με την πράσινη βελούδινη φωνή του: «Μη με φας σε παρακαλώ!» «Γιατί όχι;» τον ρωτά απορημένο το πετροχελίδονο και ανοιγόκλεισε τα φτερά του, που στον ιππόκαμπο φάνηκαν κατάμαυρα. «Γιατί, αν μ’αφήσεις να ζήσω, μπορούμε να γίνουμε φίλοι και να ταξιδέψουμε μαζί», είπε ο ιππόκαμπος και πρασίνισε η θάλασσα απ’τα λόγια του. «Ωραίο μου ακούγεται, αλλά πώς θα γίνει να σε αφήσω, αφού είναι στη φύση μου να τρώω έντομα και μικρά πλάσματα σαν εσένα;» «Ξεπέρασε την λοιπόν!» «Κι εσύ πώς θα ταξιδέψεις μαζί μου, αφού είναι στη δική σου φύση να με φοβάσαι, για να κρύβεσαι και να σώζεσαι;» «Τότε πρέπει να ξεπεράσω κι εγώ τη φύση μου», είπε ο ιππόκαμπος και για να το αποδείξει σταμάτησε στη στιγμή να τρέμει από το φόβο του και ξανάρχισε να λικνίζεται στο καταπράσινο από τα λόγια του νερό. Το πετροχελίδονο παύει κι αυτό να μπαινοβγάζει ορεξάτο τη γλωσσίτσα του στο ράμφος του, ζυγίζει με το βλέμμα του το αλογάκι της θάλασσας, του χαμογελάει και του λέει με ώριμα, κόκκινα, ζουμερά λόγια: «Πού θα πάμε;»

Ο ιππόκαμπος και το πετροχελίδονο ξεκίνησαν την περιπλάνησή τους πλάι-πλάι, ο καθένας στον κόσμο του. Στη θάλασσά του το αλλόκοτο αλογάκι, στον αέρα το πουλί. Κάποτε βρέθηκαν μπροστά σε ένα παράξενο θέαμα. Μια ολάκερη πολιτεία απλωνόταν κάτωθέ τους στο βυθό της θάλασσας. Μοναχά που είχαν απομείνει πια μόνο μια σειρά πέτρες από τους τοίχους των σπιτιών και το πλακόστρωτο των δρόμων. Όλα σπαρμένα με φύκια, ανεμώνες και άλλα λουλούδια της θάλασσας, στρείδια, αχιβάδες και τεράστια γυαλιστερά, ασημιά κοχύλια. Κι όλα ξαπλωμένα πάνω σε ατέλειωτους κάμπους από θαλασσινό τριφύλλι που κυμάτιζε, όπου φυσούσαν οι άνεμοι του νερού. Στα σπιτικά μπαινοβγαίναν με άνεση περνώντας μέσα από τους ανύπαρκτους πια τοίχους λογιών-λογιών ψάρια και άλλα πλάσματα της θάλασσας: σπάροι, μπαρμπούνια, κοκοβιοί, κέφαλοι και γατόψαρα, ξιφίες και φώκιες, καλαμάρια και χταπόδια. Ένα τεράστιο μάλιστα χταπόδι είχε φωλιάσει σε ένα ραγισμένο πιθάρι με αυλακιές πάνω του, που σχημάτιζαν όμορφα σχέδια. Ένιωθε σαν αφέντης παντοτινός του πιθαριού και του τόπου ένα γύρο, που όριζε. Τα απομεινάρια της πολιτείας δεν το είχαν διδάξει, φαίνεται, τίποτα ακόμα.

«Τι είναι αυτό;» είπε ο ιππόκαμπος και τα λόγια του κυλήσαν πράσινα ρυάκια στα σοκάκια της βυθισμένης πολιτείας. «Μια αρχαία πόλη κάτω από το νερό!» απαντά το πετροχελίδονο, που έβλεπε τα σπίτια να τρεμοπαίζουν και να έρχονται λίγο πιο κοντά, όταν τα κοίταζε ανάμεσα σε δυο κύματα κι άλλοτε να απομακρύνονται, όταν τα έβλεπε από την κορυφή ενός κύματος. Μια πολιτεία μεθυσμένη, που τρεμόπαιζε σαν να υπήρχε και να μην υπήρχε. «Σκέψου», είπε ο ιππόκαμπος, καθώς λικνιζόταν πάνω από την είσοδο ενός σπιτιού, «ποιοι να έμεναν κάποτε εδώ, πώς να ένιωθαν, τι σκέφτονταν, αγαπούσαν ή αδιαφορούσαν, γεννιούνται και πεθαίναν, ονειρεύονταν, απογοητεύονταν, έλπιζαν, γελούσαν και κλαίγανε, ερωτεύονταν...» Το πετροχελίδονο πέταξε πάνω από τα δωμάτια ενός σπιτιού, που συνέχιζε να τα βλέπει από ψηλά να τρεμοπαίζουν. Πρόσεχε να μην περνά πάνω από τους τοίχους, αλλά μόνο πάνω από τα ανοίγματα, που κάποτε πρέπει να ήταν πόρτες. «...τρώγαν, πίναν και μιλούσαν, κάναν το καλό και το κακό, ονειρεύονταν ότι πετάνε ή στενοχωριόνταν που δε βλέπαν στον ύπνο τους πως έχουν φτερά, σκούπιζαν και καθάριζαν και στόλιζαν το σπιτικό τους. Να τους περνούσε άραγε ποτέ από το μυαλό πως κάποτε στα σπίτια τους, που τόσο φροντίζαν, θα κολυμπούσαν ψάρια και θα φυτρώνανε στο πάτωμα φύκια και στην εστία θα φωλιάζαν σμέρνες;» συνέχισε το πετροχελίδονο, που εξακολουθούσε να πετά από δωμάτιο σε δωμάτιο με προσοχή περνώντας από τις πόρτες. Λες και υπήρχαν ακόμα οι τοίχοι. «Θαρρώ πως βλέπω την εστία αναμμένη, και τη νοικοκυρά να σκουπίζει και τα παιδιά να τρέχουν στην αυλή και να γελάνε και το φαγητό να μοσχοβολάει και τον πατέρα να σκαλίζει τα δέντρα και τον παππού και τη γιαγιά να κρύβουν γλυκίσματα στις φαρδιές τους τσέπες για τα εγγόνια τους», είπε ο ιππόκαμπος, που τα έβλεπε πραγματικά και γέμισε η θάλασσα πράσινες φυσαλίδες. Δεν είχε πει στο πετροχελίδονο, που είχε αρχίσει να γίνεται φίλος του, πως από μικρός είχε δυο τρόπους να βλέπει. Έβλεπε το ‘τώρα’, όπως το βλέπουν όλοι κι έβλεπε με λίγες στιγμές διαφορά να ακολουθεί το ‘άλλοτε’. Το μόνο που δεν μπορούσε να δει, ήταν το ‘μετά’. Τι θα γινόντουσαν άραγε, αναρωτήθηκε, ο ίδιος και το πετροχελίδονο, ο πρώτος του φίλος, μετά, όταν τέλειωνε το ταξίδι τους; «Έχεις δίκιο, τα βλέπω κι εγώ!» απάντησε το πετροχελίδονο, που τα φανταζόταν τόσο καλά σαν πράγματι να τα έβλεπε όλα αυτά. «Πριν πολλούς αιώνες ένας ολόκληρος κόσμος υπήρχε εδώ», συνέχισε, ενώ πετούσε τώρα πάνω από την αυλή προσέχοντας να μη χαλάσει τα λουλούδια, που καμάρωναν μια φορά κι έναν καιρό τα δειλινά οι νοικοκυραίοι. «Και τώρα ζει ένας άλλος κόσμος...» είπε ο ιππόκαμπος και γύριζε γύρω-γύρω το βλέμμα του δείχνοντας με τα στρογγυλά του μάτια τον κόσμο της θάλασσας.

Οι δυο φίλοι, ο ιππόκαμπος κολυμπώντας και το πετροχελίδονο πετώντας από κοντά, περιπλανήθηκαν για ώρα στα σοκάκια της αρχαίας βυθισμένης πολιτείας. Μπήκαν απρόσκλητοι σε πολλά σπιτικά, σταθήκαν σε αυλές που φαντάζονταν πως μοσχοβολούσαν λεμονανθούς και γιασεμιά. Κοιτάχτηκαν με νόημα και σκάσανε στα γέλια. Ξέραν πως δεν υπήρχαν τότε εκεί λεμονιές, ούτε γιασεμιά, αλλά έτσι ήθελαν να φαντάζονται πως μύριζαν οι αυλές των αρχαίων αυτών σπιτιών. «Πειράζει πολύ;» μουρμούρισαν σχεδόν ταυτόχρονα και χαμογέλασαν πονηρά και συνένοχα ο ένας στον άλλο. «Για δες», σκεφτόταν το πετροχελίδονο με τις σκέψεις του κόκκινα συννεφάκια να αιωρούνται από πάνω του, καθώς πια απομακρύνονταν από την αρχαία βυθισμένη πολιτεία, «γίναμε φίλοι με τον ιππόκαμπο. Και εγώ που ήθελα να τον φάω!» Το αλογάκι της θάλασσας είδε τα κόκκινα συννεφάκια και κατάλαβε τις σκέψεις του. Πήρε ένα ζωηρό, χαρούμενο, πράσινο χρώμα και έκλεισε φιλικά το μάτι στο όμορφο ασπρόμαυρο πουλί, ενώ συνέχισε να λικνίζεται με χάρη στο νερό.

«Κοίτα, κοίτα», του φώναξε ξάφνου ο νέος του φίλος, «ένας άνθρωπος, φυλάξου!» Μια μαύρη φιγούρα μέσα στη στολή του δύτη με βατραχοπέδιλα και ένα απειλητικό ψαροντούφεκο στο χέρι, είχε στήσει καρτέρι πίσω από ένα βράχο. «Μα οι ψαροντουφεκάδες κυνηγάνε ψάρια, όχι πουλιά, που μάλιστα δεν τρώγονται! Τι να με κάνει εμένα;» Δεν πρόλαβε να αποσώσει την κουβέντα του και ένα καμάκι σφύριξε δίπλα από το ένα του φτερό. «Μα γιατί», ρωτούσε το τρομαγμένο και απορημένο βλέμμα του πετροχελίδονου τη στιγμή που μεσολάβησε, πριν τινάξει δυνατά τις φτερούγες του, για να φύγει μακριά. «Για τον ίδιο λόγο, που ένας άλλος άνθρωπος με μάσκα και βατραχοπέδιλα μάζεψε όλη μου την οικογένεια και την ξέρανε στον ήλιο για τη συλλογή του!» φώναξε με όλη του τη δύναμη ο ιππόκαμπος, για να τον ακούσει το πετροχελίδονο που απομακρυνόταν να σωθεί.

Πολύ μετά, όταν πια ο άνθρωπος είχε φύγει, οι δυο φίλοι ξανασμίξανε. «Μόνο εγώ σώθηκα», συνέχισε ο ιππόκαμπος. «Φαίνεται πως συχνά οι άνθρωποι, ό,τι θεωρούν ωραίο, θέλουν να το σκοτώνουν, για να το κάνουν δικό τους, λες και δεν ξέρουν ότι έτσι θα χαθεί η ομορφιά του για πάντα». «Ή απλά αφαιρούν ζωές για παιγνίδι», αναστέναξε το πετροχελίδονο, που ακόμα βούιζε στα αυτιά του το σφύριγμα το καμακιού. «Έμαθα μάλιστα», συνέχισε βουρκωμένος ο ιππόκαμπος, που έμοιαζε τώρα εύθραστος όσο ποτέ, πως δυο μου αδέλφια αυτός ο ψαράς τα χάρισε σε ένα παιδάκι, που ενθουσιάστηκε με το δώρο. «Τώρα περιμένω να μεγαλώσει αυτό το παιδί και να πιάσει και μένα». «Και θα του φαίνεται φυσική κι ωραία η πράξη του και θα νιώθει και περήφανος από πάνω», συνέχισε το πετροχελίδονο και το ασπρόμαυρο φτέρωμά του κρεμόταν πάνω του σαν μαραμένο.

Ωστόσο οι δυο φίλοι το γνώριζαν από πριν πως το ταξίδι τους θα έχει και όμορφες και άσχημες στιγμές, όπως κάθε ταξίδι. Γι’αυτό ο ιππόκαμπος βρήκε το κουράγιο και είπε στον μαραμένο από την απογοήτευση φίλο του με λόγια σε έντονο τρυφερό πράσινο, σχεδόν σμαραγδί: «Έλα, πάμε παρακάτω, έτσι είναι τα ταξίδια, έχουν απ’όλα. Μη στενοχωριέσαι». Θα ήθελε να τον αγγίξει, για να του δώσει κουράγιο, αλλά ήξερε ότι αυτό δεν γινόταν, αφού ανήκαν σε κόσμους διαφορετικούς. Οι δυο φίλοι αναθάρρησαν νιώθοντας ο ένας την αγάπη του άλλου. Απαλό αεράκι ρυτίδωνε τη θάλασσα και κουνούσε τα πιο μικρά πούπουλα του πετροχελίδονου. Τόση μόνο δύναμη είχε. Γαλήνη και μέσα στο νερό. Τα φύκια κουνιόνταν πέρα-δώθε όλα μαζί ήρεμα και ρυθμικά. Ο ιππόκαμπος είχε αφεθεί στο ήσυχο ρεύμα της θάλασσας, που τον παρέσυρε προς τα μπρος. Ακολουθούσε αργά-αργά τη σκιά του πετροχελίδονου, που προβαλλόταν στο βυθό.

Κάποτε ανοίχτηκε μπροστά τους ένα ξέφωτο. Εδώ οι αγροί με τα φύκια κόβονταν απότομα και ανοιγόταν μια αμμουδιά με ψιλή χρυσή άμμο γεμάτη ρυτίδες. Το πετροχελίδονο έβλεπε από ψηλά τις ασημιές λάμψεις που άφηνε ξοπίσω του ένα κοπάδι ψάρια και το αλογάκι της θάλασσας ένιωθε να σπάει πάνω του το νερό που τίναζαν οι ψαρίσιες ουρές που απομακρύνονταν. Το πετροχελίδονο το είδε πρώτο. Και πριν καλοκαταλάβει τι είναι αυτό που αντικρύζει, ακούει να του φωνάζει ο ιππόκαμπος: «Δες, ένα αρχαίο ναυάγιο!» «Και πού το κατάλαβες;» τον ρωτά ο φίλος του. «Δεν είναι η πρώτη φορά που βλέπω. Γεμάτος ο βυθός. Να, βλέπεις αυτή τη γραμμή από πολλές στρογγυλεμένες πέτρες;» «Τη βλέπω», λέει το φτερωτό πλάσμα και έσταξαν κόκκινα γραμματάκια από το ράμφος του. «Γέμιζαν με τέτοιες πέτρες τον πάτο του καραβιού, όταν ταξίδευε χωρίς εμπόρευμα ή με λίγο βάρος, για να μην μπατάρει από το κύμα. Τόσους αιώνες μετά, μόνο αυτές οι πέτρες μείναν να δούμε και κομμάτια από αγγεία που μετέφερε το καράβι, σφηνωμένα ανάμεσά τους. Όλα τα ξύλινα μέρη σάπισαν και χαθήκαν με τον καιρό».

Ο ιππόκαμπος έπαψε να μιλάει. Τα μάτια του είχαν γεμίσει με σκηνές από το άλλοτε, που είχε το χάρισμα να βλέπει. Ένα όμορφο σκαρί με δυο σειρές κουπιά και τα πανιά του ανοιχτά αρμένιζε στη θάλασσα γεμάτο αμφορείς με λάδι, που πήγαιναν να πουλήσουν στη Συρία. Ο καπετάνιος καθόταν παρέκει σιωπηλός. Τον τύλιξε μια ξαφνική ψύχρα και ο χιτώνας του ήταν ελαφρύς. Χάιδεψε το γκρίζο του γένι, καθώς ατένιζε τον ορίζοντα. Αυτά τα μαύρα σύννεφα πέρα μακριά δεν του αρέσαν. Ας είναι. Πίσω δρόμο δεν έχει. Όπως τα κατάφεραν τις άλλες φορές, έτσι θα τα καταφέρουν και τώρα. Ο ιππόκαμπος έπαψε να κοιτάζει το άλλοτε. Ήξερε ποια θα είναι η συνέχεια. Κοιτούσε τις λαβές, τους λαιμούς, τα κομμάτια απ’το σώμα των σπασμένων αμφορέων, που έχυσαν το πολύτιμο περιεχόμενό τους στη θάλασσα αιώνες πριν. «Πόσα καράβια έχουν περάσει από τότε πάνω από τούτο το ναυάγιο και ούτε που κατάλαβαν ότι ο βυθός κρύβει ένα πλεούμενο σαν και το δικό τους, μονάχα πιο παλιό, που ταξιδεύει πια όχι στο δικό μου κόσμο πάνω από το νερό, αλλά στο δικό σου μέσα στη θάλασσα», ακούστηκε να λέει το πετροχελίδονο, που πέταγε γύρω-γύρω και τα λόγια του έκαναν σαν κι αυτό κόκκινους κύκλους γύρω από το ναυάγιο, ώσπου λίγο-λίγο βγήκαν από το ξέφωτο.

Με τη σκέψη τους ακόμα στα απομεινάρια του αρχαίου πλοίου άκουσαν να έρχονται από μακριά φωνές. «Ακούω παιδιά ή με ξεγελάνε τα αυτιά μου;» αναρωτήθηκε το αλογάκι της θάλασσας, που κολύμπαγε πάνω σε ένα πράσινο συννεφάκι. «Στάσου, να ρίξω μια ματιά», απάντησε το πετροχελίδονο και πέταξε προς τα κει, για να δει τι συμβαίνει, αφήνοντας πίσω του μια πλατιά κόκκινη γραμμή. Άκουγε τις φωνές όλο και πιο κοντά, ώσπου βλέπει μια ακτή γεμάτη ομπρέλες και ξαπλώστρες. Όσο πλησίαζε, έβλεπε τη θάλασσα λεία και γυαλιστερή. Μια μυρωδιά καρύδας όλο και του χτυπούσε πιο έντονα τα ρουθούνια. Δεν του έκανε εντύπωση. Ήξερε πια πως τα καλοκαίρια, που γέμιζαν οι παραλίες κόσμο, έτσι ήταν. Κοίταζε καλά-καλά τη θάλασσα. Σχεδόν κανείς δεν κολυμπούσε. Οι άνθρωποι ίσα που βρέχονταν κι έπειτα ξαπλώνανε στην αμμουδιά αλειμμένοι με αντιηλιακό λάδι, όσο δεν είχε ξεπλυθεί στη θάλασσα. Έτσι εξηγιόταν η γεμάτη λάδια, λεία επιφάνεια του νερού και η περίεργη μυρωδιά. «Καλά που δεν ήρθε μαζί μου ο φίλος μου, ο ιππόκαμπος», σκέφτηκε το πετροχελίδονο ανοιγοκλείνοντας τα ασπρόμαυρα φτερά του. «Θα είχε γεμίσει λάδια ο καϋμένος!» Τις σκέψεις του διέκοψαν οι παιδικές φωνές που γίνονταν όλο και πιο τσιριχτές και επίμονες. Πλησίασε κατά κει με προφύλαξη, γιατί θυμόταν ακόμα τον άνθρωπο με το ψαροντούφεκο.

Το θέαμα που αντίκρισε τον έκανε να βγάλει μια δυνατή κραυγή κατακόκκινη σαν αίμα. Μια μεγάλη μέδουσα στη μέση μισοζώντανη και γύρω-γύρω παιδιά που διασκέδαζαν να την χτυπάνε με τα ξυλάκια που κρατούσαν. Σε κάθε χτύπημα το πετροχελίδονο βογγούσε. Σε κάθε χτύπημα τα παιδιά κραυγάζαν και γελούσαν. «Μα πώς γίνεται αυτό, τόσο μικρά παιδιά και να μη λυπούνται το δύστυχο πλάσμα;» ξαναβόγγηξε το πετροχελίδονο και οι βόγγοι του έσκισαν σαν βεγγαλικά τον ουρανό και ύστερα έπεσαν στην άμμο όμοιοι με σταγόνες από αίμα. Τα φτερά του πέσαν πάλι μαραμένα. Αρνιούνταν να σηκώσουν το βάρος της λύπης του. Έπεφτε... έπεφτε... έπεφτε... έβλεπε όλο και πιο κοντά τα παιδιά, έβλεπε όλο και πιο κοντά τη μέδουσα. «Ένα χελιδόνι, ένα χελιδόνι!» ούρλιαξαν τα παιδιά, που ξέχασαν για λίγο τη μέδουσα και άπλωσαν τα χέρια τους να πιάσουν το πετροχελίδονο. Τα φτερά του μαράθηκαν ακόμα περισσότερο. Έπεφτε όλο και πιο χαμηλά. Ασήκωτο το βάρος της λύπης του.

Ώσπου... βλέπει ένα κοριτσάκι με μια πράσινη λάμψη, ίδια με του φίλου του τού ιππόκαμπου, στα μάτια, να βρίσκει την ευκαιρία και να τρέχει να αρπάξει την ετοιμοθάνατη μέδουσα. Γρήγορα-γρήγορα, χωρίς καν να νοιάζεται αν θα του τσιμπήσει τα χεράκια, τη ρίχνει πίσω στη θάλασσα. Κι αυτή, που κατάλαβε πως σώθηκε ανέλπιστα, έτρεξε να φύγει και να διαλαλήσει παντού πως υπάρχουν κι άνθρωποι. Το πετροχελίδονο ξύπνησε σαν από λήθαργο. Τίναξε με δύναμη από πάνω του τη λύπη που το βάραινε και το έκανε να πέφτει. Και αυτή έγινε χρυσόσκονη και την πήρε ο αέρας. Έπειτα ανοιγόκλεισε τα φτερά του, που δεν ήταν πια μαραμένα, μια, δυο και πήρε ύψος! Ίσα που ξέφυγε από τα παιδικά χεράκια, που είχαν απλωθεί, για να το πιάσουν. Και πέταγε όλο και πιο ψηλά, τόσο ψηλά που οι άνθρωποι στην παραλία τού φαίνονταν μικρές τελείες, όμοιοι κόκκοι άμμου. Τόσο μικροί. Εκτός από το κοριτσάκι που έσωσε τη μέδουσα και το έβλεπε να γεμίζει όλο τον ουρανό.

Μα... για στάσου, τι γίνεται εδώ; Βλέπει κι ένα αγοράκι, που στεκόταν ακίνητο σαν καρφωμένο κι από κουκίδα που φαινόταν, όλο και μεγάλωνε. Αυτό σηκώνει το κεφαλάκι του ψηλά και βλέπει το πετροχελίδονο. Έπειτα κοιτά μια το κορίτσι, μια το νερό που έκρυβε τη μέδουσα. Ανοίγει τότε τα δαχτυλάκια του κι αφήνει να του πέσει το ξυλάκι που κρατούσε. Έκανε σαν να τον έκαιγε. Τώρα πια το πετροχελίδονο έβλεπε το μουτράκι του αγοριού τόσο καθαρά, όσο και του κοριτσιού, παρόλο που πέταγε τόσο ψηλά, που σχεδόν άγγιζε το φεγγάρι. Πράγμα παράξενο αλήθεια, μέρα μεσημέρι είχε φανεί το φεγγάρι πλάι-πλάι με τον ήλιο! Από εκεί ψηλά έβλεπε πεντακάθαρα τα δυο παιδιά σαν να υπήρχαν μονάχα αυτά. Είδε το αγόρι να τρέχει προς το κορίτσι, που μέχρι τότε στεκόταν παράμερα μονάχο, αλλά ευτυχισμένο που σώθηκε η μέδουσα. Είδε έπειτα τα δυο παιδιά να πιάνονται χέρι-χέρι και να γελάνε.

«Μα ναι, υπάρχει ελπίδα! Τρέχω να το πω στο φίλο μου,τον ιππόκαμπο...» μονολόγησε και όρμησε προς τα κύματα αφήνοντας πίσω του στον ουρανό μια κόκκινη γραμμή σαν αστέρι που πέφτει. Βρήκε εύκολα το φίλο του. Στεκόταν στο κέντρο μιας πράσινης κηλίδας που φωσφόριζε. Τον περίμενε με αγωνία. Είδε το πετροχελίδονο με μια τεράστια κόκκινη ουρά ξωπίσω του, να κατεβαίνει από το φεγγάρι με τα ασπρόμαυρα φτερά του να γυαλίζουν στον ήλιο και του φωνάζει από μακριά: «Άγγελε τ’ουρανού, είναι καλά τα νέα που φέρνεις;» «Είναι γεμάτα χρώματα κι ελπίδες που ανθίζουν όμοια αγριολούλουδα στα μάτια ενός κοριτσιού κι ενός αγοριού», αντιλάλησε η απάντηση σε όλη την πλάση. Ο ιππόκαμπος δε ρώτησε τίποτε άλλο. Ήταν πρώτη φορά που έβλεπε το μέλλον. Καταπράσινο με κόκκινες ουρές από αστέρια που πέφτουν και δυο παιδιά πιασμένα χέρι-χέρι. Το ένα με το χεράκι του να πονάει ακόμα από το τσίμπημα μιας μέδουσας. Το άλλο παιδί με το δικό του χέρι να καίει ακόμα από το ξυλάκι που κρατούσε. Και παντού ένα γύρω να κολυμπάνε πετροχελίδονα και να πετούν ιππόκαμποι. Οι δυο φίλοι χαμογέλασαν και άστραψαν κόκκινες και πράσινες λάμψεις στον ουρανό και τη θάλασσα και γέμισε ο κόσμος πράσινα και κόκκινα μπαλόνια παραφουσκωμένα ελπίδα.

Μια βροντή και κάμποσες αστραπές δεν έκαναν το χαμόγελό τους να σβύσει. Όλα πια τους φαίνονταν όμορφα. «Πλησιάζει ο καιρός να φύγω», είπε το πετροχελίδονο, ενώ ο ιππόκαμπος έβλεπε πάνω από το κεφάλι του μικρές μπαλίτσες τις πρώτες σταγόνες της βροχής να εισβάλλουν με φόρα στο θαλασσινό του κόσμο. «Ναι, έρχεται φθινόπωρο», ακούστηκε ο ιππόκαμπος και φαντάστηκε σμήνη από χελιδόνια και άλλα αποδημητικά πουλιά, όπως κάθε χρόνο, να μαζεύονται, για να μεταναστεύσουν σε πιο ζεστά μέρη. Είδε κιόλας, γιατί είχε αποκτήσει πια το χάρισμα να βλέπει πού και πού το μέλλον, τον εαυτό του να αναζητά ανάμεσα στα χιλιάδες πουλιά, που περνούσαν πάνωθέ του, το φίλο του, το πετροχελίδονο. «Θα ήθελα να μείνω εδώ μαζί σου», ψέλλισε το πετροχελίδονο, που είχε πλημμυρίσει από κατακόκκινη αγάπη για το φίλο του. «Αν μείνεις, θα σε χάσω για πάντα. Έχει κρύο το χειμώνα στα μέρη μας», ψέλλισε με τη σειρά του ο ιππόκαμπος και μια καταπράσινη απαλή αγάπη σαν μαλακιά, μάλλινη, μωρουδιακή κουβέρτα τύλιξε το φτερωτό του φίλο. «Νιώθεις κι εσύ ένα φούσκωμα σαν έτοιμος να σκάσεις από ευτυχία;» ρώτησε με σιγανή φωνή ο ιππόκαμπος. «Ναι, γιατί, αν και λυπάμαι που πρέπει να σε αφήσω, ξέρω όμως πως το άλλο καλοκαίρι θα είμαι πάλι εδώ να συνεχίσουμε το ταξίδι μας!» φώναξε με μια περίεργη ζεστασιά στη φωνή του το πετροχελίδονο. «Έτσι είναι. Δεν είναι δα και τόσο μεγάλος ο χειμώνας!» του χαμογέλασε ο ιππόκαμπος και ξάφνου μια πράσινη μπόρα άνοιξε χιλιάδες τρυπούλες στην επιφάνεια της θάλασσας.

Το πετροχελίδονο διέγραψε στον αέρα το περίγραμμα του φίλου του, που μετά από λίγο έγινε κόκκινη βροχούλα και ράντισε τη θάλασσα πάνω από κει που στεκόταν ο ιππόκαμπος. Έπειτα πέταξε μακριά ακολουθώντας ένα περαστικό σμήνος από χελιδόνια. Ο ιππόκαμπος κοίταζε από τη θάλασσσα το φίλο του να φεύγει. Ήξερε ότι το επόμενο καλοκαίρι το πετροχελίδονο μάταια θα τον αναζητούσε. Δεν ήθελε όμως να του το πει. Δεν ήξερε το όμορφο πουλί ότι το παιδί, που δέχτηκε για δώρο τα δυο του αδέρφια, τώρα είχε μεγαλώσει και σε λίγο θα έπιανε κι αυτόν, για να συμπληρώσει τη συλλογή του. «Και τι μ’αυτό;» αναρωτήθηκε το αλογάκι της θάλασσας κουνώντας με νάζι την ουρά του. «Εγώ είμαι χαρούμενος που προλάβαμε και γίναμε φίλοι με το πετροχελίδονο, ταξιδέψαμε μαζί και μάθαμε τόσα πράγματα», είπε στον εαυτό του και συνέχισε να κολυμπάει αφήνοντας πίσω του μια πράσινη γραμμή που φωσφόριζε. Ζωγράφιζε κι αυτός με τη σειρά του, αλλά στο νερό, το σχήμα του πετροχελίδονου. Ήξερε ότι ο φίλος του από κει ψηλά που πετούσε, θα το έβλεπε και θα χαιρόταν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: