Δευτέρα 23 Μαρτίου 2009

Σε λυπάμαι, γιατί ο Θεός σου κάνει ό,τι θέλει

Άτιτλο, αγνώστου ζωγράφου, περί το 1930, ιδιωτική συλλογή

Σε λυπάμαι, γιατί ο Θεός σου κάνει ό,τι θέλει. Άθυρμα στα χέρια του σε πλάθει από λάσπη και σε πετά ένα τόσο δα σβολαράκι χώμα στη γη με σωρό άλλους σβόλους κάτωθε σου, που τα απόνερα της βροχής τους διέλυσαν και τους ξαναέκαναν χώμα.

Σε λυπάμαι, γιατί ο Θεός σου κάνει ό,τι θέλει. Στέλνει ακρίδες τα βάσανα και τις χαρές να σου κατατρώνε το φτωχό σου σαρκίο, βροχούλα να σε ποτίζει ρανίδες ζωής, τόσο που πάντα να διψάς και για άλλο, μπόρες να σε λούζουν με τις βρωμιές της θλίψης, σεισμούς να σε καταβαραθρώνουν σε άπατες αβύσσους, ιλίγγους να σε μετεωρίζουν πάνω από μαύρες τρύπες, αμφιβολίες να σου ξεσκίζουν τα σωθικά, θεωρίες να σε παρασύρουν σε ουτοπίες, ελπίδες να σε ξυπνάνε από τον ύπνο του δικαίου, αισιοδοξίες να φουσκώνουν τα μυαλά σου αέρα που βρωμοκοπάει φτηνό πατσουλί, απογοητεύσεις να τα ξεφουσκώνουν σα μπαλόνι που ξερνάει τον αέρα από μέσα του και σφυρίζει τρελά στην τυχαία πτήση του μέχρι να στεγνώσει από κάθε ίχνος πνοής.

Σε λυπάμαι, γιατί ο Θεός σου κάνει ό,τι θέλει. Στέλνει κολάσεις που τις θαρρείς παραδείσους μέχρι που οι φωτιές που σε γλύφουν στοργικά σε αποτεφρώνουν πριν το πάρεις χαμπάρι. Στέλνει κούφιες ιδέες που σε κουφώνουν μέχρι που έτσι κούφιος που έγινες υποχωρείς έως ότου να καταπιείς τον ίδιο σου τον εαυτό και να γυρίσει το μέσα έξω να φαίνονται τα σάπια σου εντόσθια που δεν μπορείς να ανεχτείς την αποφορά τους. Στέλνει φανταστικούς εχθρούς, φαντάσματα μαύρα κίτρινα πορτοκαλιά κόκκινα που θαρρείς πως σε βάλλουν και ραπίζεις τον αέρα δίπλα σου να τα διώξεις, να τα εξαφανίσεις, αλλά αυτά δεν φεύγουν, γίνονται όλο πιο πολλά όλο πιο πολύχρωμα όλο και πιο ανύπαρκτα. Αλλά εσύ δεν ξέρεις πια τίποτα άλλο να κάνεις από το να κουνάς τα χέρια σου σα νευρόσπαστο στα χέρια του Θεού σου, για να τα αποδιώξεις. Μέχρι που λιώνεις από τις τυχαίες κινήσεις εναντίον τυχαίων εχθρών, υπαρκτών, ανύπαρκτων, δεν έχει πια σημασία, εσύ έλιωσες σε αυτό τον ξέφρενο μάταιο αγώνα. Χωρίς να προλάβεις να ζήσεις.

Σε λυπάμαι, γιατί ο Θεός σου κάνει ό,τι θέλει. Σου δίνει την ευκαιρία να πλάσεις με τα χέρια σου ένα νέο σβολαράκι χώμα, μικρό μικρούτσικο αγαπημένο, λατρευτό, σπλάχνο των σπλάχνων σου, σαρξ εκ της σαρκός σου, ψυχή εκ της ψυχής σου, πνοή εκ της πνοής σου. Και πάνω που νιώθεις εσύ ένας μικρός θεός δημιουργός -νάτο δα το νέο σβολαράκι που έπλασες μόνος σου, να είδες μπορείς και να δημιουργείς, όχι μόνο να καταστρέφεις-, πάνω που μαλακώνεις από την ελάχιστη δύναμη της αγάπης που νόμιζες πως είχες, σου το αρπάζει ο Θεός σου το σβολαράκι σου, σε τιμωρεί για την αλαζονεία σου, σου κάνει σκόνη μπρος στα μάτια σου το πήλινο ανθρωπάκι που έπλασες με το χώμα και το αίμα σου. Και απομένεις με το νιαούρισμα της γάτας που της έπνιξε η ξαφνική μπόρα του καλοκαιριού τα γατιά, μα εκείνη δε θέλει να το πιστέψει και στα φέρνει νεκρά στο παραθύρι να τα ζωντανέψεις. Και εσύ τη λυπόσουν γιατί ακόμα δεν ήξερες ότι σε τίποτα δε διαφέρεις από τη γάτα. Ότι και εσύ θα κάνεις το ίδιο. Ότι όφειλες να λυπηθείς μαζί και τον εαυτό σου. Γιατί είσαι εσύ η γάτα εκείνη.

Σε λυπάμαι, γιατί ο Θεός σου κάνει ό,τι θέλει. Πλάθεις το σβόλο σου με κόπο να του δώσεις μορφή, να του δώσεις υπόσταση, να τον κάνεις άγαλμα έξοχο με τη λεία επιδερμίδα του Ερμή του Πραξιτέλους. Με τους βόστρυχους της κόρης του Ευθυδίκου. Τον πλάθεις σε όλη σου τη ζωή με τον ιδρώτα να τρέχει ποτάμι από την αγωνία και τον κάματο. Τον πλάθεις από μέσα και απ’έξω. Και ξεχνάς πως πήλινο είναι το άγαλμα σου. Aποξεχάστηκες με την έπαρση που σε δέρνει και για λίγο πίστεψες πως το σμιλεύεις σε μάρμαρο προορισμένο να ζει εις τους αιώνες των αιώνων. Και βλέπεις τον άψητο πηλό σου, βλέπεις το υπέροχο άγαλμα σου να διαλύεται σε κόκκους σκόνης από τους τυχάρπαστους αέρηδες. Και απλώνεις τα χέρια να τους αρπάξεις, να τους περισώσεις και βλέπεις πως δεν έχεις χέρια, πως σκόνη γινήκανε κι αυτά. Και απομένεις άλαλος να θρηνείς την εφήμερή σου ύπαρξη και να καταριέσαι την ματαιότητα του αγώνα και της αγωνίας σου. Να κοιτάς τη φωτογραφία σου την καλοδουλεμένη και γυαλιστερή και να τη φαντάζεσαι ανελέητα φθαρμένη και ξεσκισμένη από το χρόνο. Να τη φαντάζεσαι παλιόχαρτο βαρκούλα να ταξιδεύει μισολυωμένη στους υπονόμους και τον πηλό σου σκόνη που αιωρείται στο παντού και στο πουθενά. Τετέλεσται.

Σε λυπάμαι, γιατί ο Θεός σου κάνει ό,τι θέλει. Παίζεις, γελάς, τραγουδάς, ονειρεύεσαι, ερωτεύεσαι, αγαπάς, ψελλίζεις, πέφτεις, σηκώνεσαι, δημιουργείς, φαντάζεσαι, δίνεις, παίρνεις, κανακεύεις, νταντεύεις, νιώθεις, φυτεύεις, κόβεις τους καρπούς, αγναντεύεις, αδράχνεις, αποδιώχνεις κόκκο-κόκκο τις βρωμιές από πάνω σου. Και όλο σου κολλάνε καινούργιες. Και όλο σου φαίνονται λίγα όλα τούτα. Και όλο σπαταλάς τη ζήση σου στο βουρκάδι της μιζέριας, της οργής, του πόνου, της αλαζονείας, του μίσους, της μικρότητας, του πόθου για επιβολή, του τίποτα και της ουτοπίας. Και έρχονται αστραπές ξαφνικές που φωτίζουν την αχάριστή σου ύπαρξη και τότε απορείς πώς έγινε και δεν το κατάλαβες πρωτύτερα πως η ζήση σου είναι άθροισμα στιγμών πολύτιμων μοναδικών και λιγοστών. Πως αυτές είναι ο θησαυρός σου. Πως τα διαμάντια που βρέθηκαν στο διάβα σου τα κλότσησες, γιατί σου φανήκανε λίγα ή μαυρισμένα από την καρβουνόσκονη που είχαν κυλιστεί. Πως τώρα το σεντούκι σου είναι άδειο, αλλά είναι πια αργά. Γιατί είσαι από λάσπη φτιαγμένος –το ξέχασες εν τω μεταξύ- και τα δάχτυλά σου λιώσανε, δεν βαστούν πια τίποτα, τίποτα δεν μπορούν να πιάσουν, ούτε τα διαμάντια που βλέπουν να λαμπυρίζουν εκτυφλωτικά παντού ολούθε σου. Η αστραπή σού φώτισε τους θησαυρούς αλλά δε δύνασαι πια έτσι νερουλή λάσπη που κατέληξες να τους κρατήσεις μέσα σου. Τέλος χρόνου.

Σε λυπάμαι, γιατί ο Θεός σου κάνει ότι θέλει. Γιατί δεν είχες καταλάβει αυτό που ένα κοριτσάκι δυόμισι χρονώ, που δεν έχει ακόμα τυφλωθεί σαν εσένα, κατάλαβε. Αυτό που υποψιασμένο σου πέταξε με οίκτο και περιφρόνηση, όταν εσύ του ψέλλιζες ανυποψίαστη α μπε μπα μπλομ: «Σε λυπάμαι, γιατί ο Θεός σου σε κάνει ό,τι θέλει». Και πρόσθεσες εσύ του κίθε μπλομ, γιατί αυτή ήταν η μόνη απάντηση που είχες.

2 σχόλια:

O Σχολιαστής είπε...

Πάνω στην τελευταία παράγραφο έχω να σου πω ότι ο Μπουκόφσκι έλεγε ότι οι άνθρωποι γεννιούνται μεγαλοφυΐες και πεθαίνουν ηλίθιοι...

Κλεοπάτρα και Μινγκ είπε...

@Σχολιαστή, καίρια και αληθής όσο δεν πάει η ρήση του Μπουκόφσκι. Όσο μεγαλώνει κανείς το αντιλαμβάνεται, αν δεν είναι αιώνιο παιδί. Υπό αυτήν την έννοια, μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι.