Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2008

Ο κυνηγός

Με κουράζουν. Πολύ. Όχι ότι δεν τους αγαπάω. Η Μαρία μου. Ανάθεμα αν την έχω πει ποτέ έτσι. Όσο κι αν προσπάθησα ένα βαρύ Μαρία μού ’βγαινε από το στόμα. Νάτη τώρα. Σερβίρει τον καφέ. Βαρύς γλυκός για μένα. Το ξέρει. Δε χρειάζεται να της το πω. Αχ, γέρασες μωρή Μαριώ. Μπαμπάκι τα μαλλιά σου. Αμ, εγώ; Είναι και τούτος ο σφάκτης στα πλευρά. Το σπίτι μου. Ο θρόνος μου. Σάματις σηκώνομαι όλη μέρα απ’ την πολυθρόνα; Ο γιος μου. Με πλησιάζει. Θα με κοιτάξει άραγε καθόλου με βλέμμα γιου; Και πότε ρε Διαμαντή τον κοίταξες εσύ με βλέμμα πατέρα; Τα εγγόνια μου. Η μικρή φτυστή η μάνα μου η μακαρίτισσα. Ο μεγάλος βαρύς σαν και μένα. Θεός φυλάξει. Και τι κατάλαβα που δεν έδειξα ποτέ την αγάπη μου; Μην την πάρουν λέει για αδυναμία. Τώρα πια συνήθισα, με συνήθισαν κι αυτοί. Μοναχά που όλο και πιο συχνά τους βλέπω τριγύρω μου σαν να βλέπω τηλεόραση δίχως φωνή. Λες να αποδήμησα εις Κύριον και να μην πήρα χαμπάρι; Είναι και το άλλο. Σαν να μας βλέπω όλους από ψηλά και την αφεντιά μου μαζί, με απλωμένη την αρίδα της στο θρόνο. Να, όπως τώρα. « Πατέρα, είστε καλά;» Η νύφη μου. Καλό κορίτσι. Αυτήν έβαλα να ξεκρεμάσει τη φωτογραφία. Δεν άντεχα να τη βλέπω φάτσα κάθε μέρα. Τους άλλους τους ντρεπόμουνα. Μη τυχόν καταλάβουν πως μετάνιωσα για τόσα και τόσα. Στη γυναίκα του γιου μου είπα πως δεν αντέχω πια να βλέπω πόσο γέρασα. Με πίστεψε. Είναι ξένη και δεν ξέρει. Με πλάκωνε να με βλέπω με τις αρμαθιές τα πουλιά και εγώ με τα ρούχα του κυνηγίου να καμαρώνω σα γύφτικο σκεπάρνι. Με πλάκωνε πολύ. Τώρα απόμεινε το σημάδι από την κορνίζα στον τοίχο. Σα στοματάρα που θέλει να με καταπιεί. Εκεί δα, απέναντι από το θρόνο μου. Να παραγγείλω της Μαρίας να βρει άνθρωπο να το βάψει. Να τελειώνει αυτή η ιστορία.

Η Μαρία. Σαράντα χρόνια γάμου. Τη χτίκιασα τη δύστυχη. Σάμπως δε το καταλαβαίνω; Τσιμουδιά δεν έβγανε. Τα μάτια χαμηλά όποτε χτύπαγα το χέρι στο τραπέζι. Μοναχά μια φορά σήκωσε το βλέμμα της πάνω μου. Τότε, στα νειάτα μας, πάνε και τριάντα χρόνια. Είχα πάρει το σκουπόξυλο και χάλναγα κείνη τη ρημάδα τη χελιδονοφωλιά στο μπαλκόνι. Είχε μικρά. Δίχως πούπουλα σα γυμνοσάλιαγγες. Τσιρίζαν καθώς πέφταν. Γύρισε και με κοίταξε, όι μάνα μου, σα νά ’ταν εκείνη η χελιδόνα. Τρόμαξα και πισωπάτησα. Μού ’πεσε το σκουπόξυλο από τα χέρια. Μπήκα γρήγορα μέσα να μη δει την ταραχή μου. Έφυγα και βρόντηξα την πόρτα πίσω μου. Είχα θυμώσει. Με μένα. Τι μου φταίγαν τα χελιδόνια; Ήπια δυο τσικουδιές στον καφενέ να στυλωθώ. Ήπιαν κι οι άλλοι. «Καλώς το Διαμαντή. Πότε θα πάμε για κανά τρυγόνι;» Την ξέχασα τη Μαρία τη χελιδόνα.

Πήρα και το γιο μαζί. Ήτανε δεν ήτανε τότες δέκα χρονώ. Πουλί πετάμενο μπροστά μας. Μόνο μια κουκουβάγια μισοκοιμισμένη σε ένα σύδεντρο. Τη σημαδεύω. Άλλαξα γνώμη. Πετάω την καραμπίνα στο Δημητράκη. Λυγίσαν τα ποδαράκια του από το βάρος. Παραλίγο να πέσει. Βάρα. Να γίνεις άντρας. Σαν τον πατέρα σου. Η καρδιά του χτύπαγε τόσο δυνατά. Αυτή μοναχά ακουγόταν κι ένα κοτσύφι πέρα μακριά. Το λυπήθηκα τον κακομοίρη. Παιδί ήταν ακόμα. Αλλά δεν μπορούσα να κάνω πίσω. Βάρα δειλέ. Βάρεσε. Το πουλί λαβώθηκε στη φτερούγα. Έπεσε κειδά στα πόδια μας και χαροπάλευε. Αποτέλειωσε το. Χτύπα του το κεφάλι στην πέτρα. Χτύπα το σου είπα. Δεν τόλμησα να τον ξαναπώ δειλό. Το χτύπησε. Πολλές φορές. Λυσσασμένα. Ένα κουβάρι φτερά και αίμα απόμεινε στα πόδια μας. Από τότε με κοιτάζει αλλιώτικα, μέχρι σήμερα. Σαν να είμαι εγώ εκείνο το καταραμένο πουλί τη στιγμή που το βαράει. Για μια στιγμή μονάχα και μετά το κρύβει το αλλόκοτο τούτο βλέμμα.

Κοίταξε τον τώρα. Κανονίζει να βγεί για κυνήγι το Σαββατοκύριακο. Δεν αντέχω, δεν αντέχω Θε μου, να ακούω χαράματα τη μηχανή να ανάβει. Δεν αντέχω να νιώθω πως φορτώνει το όπλο και τ’άλλα συμπράκαλα. Δεν αντέχω να τον αντικρίσω μ’άλλες αρμαθιές νεκρά πουλιά στα χέρια. Να του μιλήσω. Να του πω τι τώρα. Για τους εφιάλτες που βλέπω στο κρεβάτι κάτι μαύρες νύχτες, πως πυροβολάω λέει τα μικρά χελιδόνια και την κουκουβάγια εκείνη και αυτά τα άτιμα δεν πέφτουν κάτω; Πάλι και πάλι. Σα νά’ναι από αέρα τα σκάγια. Και γω μανιασμένος ορμάω να τα γραπώσω κι αυτά πετούν αμέριμνα μέσα από το σώμα μου. Φάντασμα έγινα μαθές; Ξυπνάω από τα ουρλιαχτά μου. Κι εκεί στο μισοξύπνιο μου βλέπω δίπλα μου τη Μαρία τρομαγμένη. Τη Μαρία με φτερά χελιδόνας. "Ξύπνα Διαμαντή. Μπα σε καλό σου χριστιανέ μου, είσαι καλά;" Μα τα φτερά δε φεύγουν. Μόνο κατά τα χαράματα πια. Να του πω τι. Ότι από τότε κοιμάμαι στην πολυθρόνα, ότι δεν τολμώ να ξαπλώσω στο κρεβάτι δίπλα από τη μάνα του; Να του πω τι; Πως περπατάω και τρέμουν πια τα ποδάρια μου, αλλά εγώ βλέπω στη θέση τους δυο αδύνατα αγορίστικα κανιά που τρέμουν από το βάρος του όπλου; Συγχώρα με Δημητρό μου, συγχώρα με Μαριώ μου, συγχώρα με Θεέ μου.

Ποιος με σκουντάει; Γιατί κουνά τα χείλη του και δε βγαίνει φωνή; Τι μου λένε; Αφήστε με. Δεν ακούτε, δεν ακούτε αυτό το κρώξιμο που ξεκουφαίνει; Βοήθεια. Στόμα έχω, νάτο, το ψαχουλεύω, μα μιλιά δε βγαίνει. Δε μ’ακούτε; Κι αυτό το καναρίνι στο κλουβί μου τρυπάει τα τύμπανα. Πάψε. Σε παρακαλώ. Λυπήσου με. Τι μου λένε, τι μου λένε, δεν ακούω. Κι αυτός ο ήχος των σπουργιτιών στο μπαλκόνι. Με τρελαίνει. Τόσα χρόνια κυνηγός, ποτέ μου δεν πρόσεξα πόσο δυνατά ακούγονται τα φτερουγίσματα των πουλιών. Πόσο δυνατά. Και πόσο όμορφα. Γιατί δεν το είχα καταλάβει; Κουφός ήμουν; Μα γιατί πέσαν όλοι πάνω μου; Μαρία μου, νά ’ξερες πόσο αστεία φαίνεσαι έτσι που ανοιγοκλείνεις το στόμα χωρίς να βγαίνει φωνή. Θυμάσαι, θυμάσαι τότε στο πρώτο μας ραντεβού που σε πήγα σινεμά; Μια φορά όλη κι όλη. Δε σε ξαναπήγα. Θυμάσαι που οι ηθοποιοί μιλούσαν μα φωνή δεν είχε; Στάσου. Θυμήθηκα. Βωβός κινηματογράφος λεγόταν. Έτσι είσαι και συ τώρα. Άκου, άκου, τα τιτιβίσματα στις φυλλωσιές. Κοίτα, αυτό το κοπάδι, χελιδόνια θαρρώ, φεύγουν. Φρρρρρ. Άκουσες; Δημητρό μου. Έλα να σε χαιδέψω. Ποτέ δεν τό ’κανα. Θα σε πάρω το βράδυ να ακούσουμε κουκουβάγιες που φυλάνε καρτέρι. Έχεις ακούσει ποτέ; Ούτε κι εγώ. Αυτά τα πουλιά, θαρρείς κι ειναι μόνο μάτια. Παιδί μου, τι έγινε, κι εσύ παρέα με τη μάνα σου, ηθοποιός του, πώς τον είπαμε, βωβός κινηματογράφος; Τι με κοιτάτε όλοι σας παράξενα που χαμογελώ; Ναι, χαμογελώ. Με ακούτε;

«Τα μάθατε για τον Διαμαντή; Πιάσε μια τσικουδιά. Για όλους. Κερνάω εγώ. Πάει καλιά του. Βρε, τέτοιο θηρίο, έτσι ξαφνικά. Χτες βρήκα μια παλιά φωτογραφία. Από τότε ντε, που οργώναμε τα βουνά και κυνηγούσαμε. Ήταν και του λόγου του. Πρώτος και καλύτερος. Θυμάστε; Πουλί πετάμενο δεν άφηνε. Κρίμα, τέτοιος κυνηγός. Και τι σύζυγος, τι πατέρας. Άντρας σωστός. Σπανίζουν τέτοιοι τη σήμερον ημέρα. Βρε, που καταντάει ο άνθρωπος. Ματαιότης ματαιοτήτων. Παιδί, ακόμα η τσικουδιά;»

Αφιερωμένο στο Διαμαντή από το Λαύριο

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Δεν έχω λόγια. Καταπληκτικό.

Ρίτσα είπε...

ME ΣΥΓΚΙΝΗΣΕ ΗΤΑΝ ΠΟΛΥ ΠΟΛΥ ΚΑΛΟ