Πέμπτη 30 Ιουλίου 2009

Επειδή δεν πιστεύουμε στη φύση που υπάρχει μέσα μας

Ο Καθρέπτης, 1975 Αndrei Tarkovsky Σκηνή: 8:20-11:15 min από εδώ

(Ο Άντρας επιχειρεί να κάτσει στο ξύλινο φράχτη δίπλα από τη Γυναίκα. Σπάει και πέφτει κάτω. Γελάει και ξαφνικά σοβαρεύει)

Άντρας: Έπεσα και βρήκα ρίζες, θάμνους...
Σκέφτηκες ποτέ ότι και τα φυτά νιώθουν, καταλαβαίνουν;
Αυτή η καρυδιά...
Γυναίκα: Συμήδα είναι.
Άντρας: Δεν έχει σημασία. Δεν πάνε πουθενά. Όπως εμείς που τρέχουμε συνεχώς, αισχρολογούμε...
Επειδή δεν πιστεύουμε στη φύση που υπάρχει μέσα μας
Δυσπιστούμε, βιαζόμαστε
Δε σκεφτόμαστε
...
Έλα στο Τόμσινο, περνάμε καλά εκεί.
(Φεύγει)
Γυναίκα: Αίμα.
Άντρας: Πού;
Γυναίκα: Πίσω από το αυτί σου.

(Ξαφνικό δυνατό κύμα αέρα που μοιάζει να σπρώχνει τον Άντρα πίσω προς τη γυναίκα. Ο Άντρας κοντοστέκεται. Γυρνάει και κοιτάει πίσω. Συνεχίζει το δρόμο του.

Δεύτερο κύμα αέρα. Ο Άντρας κοντοστέκεται πάλι και ξανακοιτάει πίσω του. Στρέφεται μπροστά και συνεχίζει οριστικά το δρόμο του)

-----------------------------------------------------------------------------

Η παραλία στο νησί νωρίς το πρωί. Σχεδόν έρημη με βοτσαλάκια χίλια μύρια χρώματα να λαμπυρίζουν πάνω σε μαύρη ψιλή άμμο. Νερά διάφανα να αντιφεγγίζουν το λυκαυγές. Η ζέστα να χαράζει. Το βουνό θεόρατο να γέρνει από πάνω, εραστής που κρατάει ακόμα για λίγο στη σκιά τα μυστικά του. Ο ήλιος σκάει. Το μαϊστράλι ακροπατά ίσα να ψαύει το κορμί. Τα μάτια μισόκλειστα να μη θαμπωθούν από την πολλή ομορφιά. Αρώματα από ρίγανες, λυγαριές, φύκια με τυλίγουν. Εμβαπτίζομαι. Θαρρώ πως λούζομαι στη Στύγα. Βγαίνω και μένω να μετεωρίζομαι στ’ανάμεσο στεριάς και θάλασσας να αναλογίζομαι την κληρονομιά του θνητού. Την αχίλλειο πτέρνα μου.

Χίλιοι μύριοι οι καθάριοι ήχοι της φύσης από εδώ. Μα ένας μπαίνει μέσα μου από κάθε πόρο και με κυριεύει με την ήρεμη επαναληπτικότητά του, τόσο που να θαρρώ πως οι κτύποι της καρδιά μου εναρμονίστηκαν μαζί του. Φλοισβ, φλοισβ. Τικ, τακ. Ο φλοίσβος. Λέξη που κλείνει μέσα της αυτούσιο το χαρχάλεμα που κάνουν τα κύματα στα βότσαλα με τα πέρα-δώθε τους. Φλοισβ, φλοισβ. Τόση εντύπωση είχε κάνει στους ανθρώπους το χαρχάλεμα αυτό, που το φυλάκισαν σε μία λέξη να το κουβαλούν μαζί τους όταν ξεμακραίνουν από τη θάλασσα και δε τ’ακούν. Φλοισβ, φλοισβ και πάλι και πάλι και πάλι. Νανουρίζει ή αφυπνίζει τις κοιμισμένες αισθήσεις μου;


Η αρμονία μέσα από την επανάληψη του φλοίσβου. Εδώ είναι όλα σε αυτή την ερημιά. Οι απαντήσεις στα ερωτήματα. Τα ερωτήματα τα ίδια. Αρκεί να έχω τα μάτια ανοιχτά. Τις κόρες διεσταλμένες να ρουφούν κατάστηθα. Ο έχων ώτα ακουέτω. Το Φλοίσβο. Ψιθυρίζει με την ήρεμη επανάληψή του πως υπάρχει τάξη, πως υπάρχει αρμονία, πως υπάρχει κάτι που κοντράρει στα ίσα το τυχαίο. Πως μπορεί και να μην κρέμομαι από μια κλωστούλα του με τους σπασμούς του κρεμασμένου να τινάζουν τα σώψυχα και ξώψυχά μου, κάθε που το τυχαίο χορεύει το χορό της Σαλώμης. Πως μπορεί να μη δω το κεφάλι μου στο πιάτο για το καπρίτσιο της πόρνης τύχης. Ναι, ο Φλοίσβος μου επαναλαμβάνει διαρκώς. Υπάρχει ρυθμός, τάξη, αρμονία. Ρυθμός τάξη, αρμονία. Μπορεί και να μην είναι το ανθρωπάκι που τα χέρια του κουνώ και το μυαλό του, το ανθρωπάκι μου, ο απόλυτα τυχαίος συνδυασμός ωαρίου και σπερματοζωαρίου στον εντελώς συμπτωματικό χωροχρόνο. Με την τυχαία γέννηση και τον τυχαίο θάνατο. Με την τυχαία ζωή, με τις τυχαίες σπασμωδικές δράσεις και αντιδράσεις. Με τους τυχαίους ανθρώπους δίπλα του, και αυτό το ίδιο τυχαίο για αυτούς. Και εγώ ο ίδιος τυχαίος για αυτούς. Στις τυχαίες ουτοπίες να παραδέρνω και στους φαύλους κύκλους να περπατώ με αυστηρή προσήλωση. Μην ξεφύγω από το περίγραμμά τους και διασαλέψω τη φαυλότητά τους.


Αυτή η σιγουριά πως το ένα φλοισβ διαδέχεται το άλλο επ’άπειρον είναι βάλσαμο. Ογκόλιθος να πατήσω. Να σταθώ όρθιος σταθερά χωρίς τρεκλίσματα μεθυσμένου, που αλλού υπολόγιζε πως πατά το ποδάρι του κι αλλού τον πάνε τα παραπατήματα. Πού να το φανταζόμουν πως το μόνο σίγουρο μέρος να πατήσω να μην γκρεμιστώ είναι ο αφρός των κυμάτων. Μεγάλη η παραμυθία σου Φλοίσβε. Να κάθομαι ώρες ατέλειωτες να σε αφουγκράζομαι, να μου ξορκίζεις το φόβο, να με γαληνεύεις κομμάτι το δόλιο, τον αλλοπαρμένο, που άλλο από το να γυρνά αλαλιασμένος από το καμουτσίκι της Τύχης δεν ξέρει. Και πιο πριν χειρότερα. Γύρναγα ο δόλιος, ο καψερός, στητός και ντούρος με τα γαλόνια και τα παράσημα στη μόστρα να μπερδεύω τα τσαλίμια και τα τσακίσματα της Τύχης με την «ιδίαν βούλησιν». Δε βαριέσαι ο άνθρωπος δε μαθαίνει. Τι κοτζάμ Οιδίποδες τρανταχτοί φάγανε τα μούτρα τους και ξεροκατάπιαν την περίφημη βούλησή τους, αυτός εκεί. Βούληση να σου κοπανάει ξανά και ξανά. Και άντε από το ένα άκρο στο άλλο, όταν αυτή ξεπέφτει. Τύχη σου λέει μετά, όχι βούληση.


Κάνω τη σκέψη να κοντοσταθεί. Δε μου χρειάζεται. Μου αρκεί που αφουγκράζομαι το Φλοίσβο. Τι είναι αυτό; Κι άλλοι ήχοι ξεδιαλύνονται. Ο άνεμος πόσο διαφορετικά ακούγεται όταν βαδίζει στο νερό και πόσο όταν περπατά στην άμμο. Άκου τον τώρα δα θροίζει στα ξερόκλαδα του σκίνου. Τόσες ριπές ανέμου κι όλες διαφορετικές, ένας κόσμος ολόκληρος! Πού κρυβόταν και δεν τον άκουγα; Πίσω από το θόρυβο του αυτοκινήτου μου. Πίσω από το θόρυβο της σκέψης μου. Πίσω από το θόρυβο της έριδας. Πίσω από την πιλάλα στον ξύπνιο και τον ύπνο μου. Η τυχαία κίνηση των τυχαίων μορίων ενός τυχαίου αερίου που συγκρούονται τυχαία. Α, ήμουν συνεπής στην τυχαία μου κίνηση. Δε σταμάτησα λεπτό ως τώρα να κινούμαι. Και αν έπεφτε η θερμοκρασία του αερίου μου, και επιβραδυνόταν η κίνησή μου, αποπροσανατολιζόμουν, εγώ, το μόριο το καταδικασμένο να κινούμαι διαρκώς, να κινούμαι άσκοπα. Δεν μπορούσα να σταματήσω για λίγο να θεαθώ εκτός και εντός. Κάθε επιβράδυνση με έκανε να καπνίζω πιο πολύ, να σκέφτομαι πιο πολύ, να ερωτεύομαι πιο πολύ, να γελάω πιο πολύ, να κλαίω πιο πολύ, να πίνω πιο πολύ, να δημιουργώ πιο πολύ, να καταστρέφω πιο πολύ. Να αναπληρώσω την κινητική ενέργεια.


Τώρα σταμάτησα. Σταματώ. Με έκανε ο Φλοίσβος να σταματήσω. Αφουγκράζομαι το Φλοίσβο μέσα μου. Τώρα που δεν ακούω θόρυβο, εδώ στην έρημη νησιώτικη παραλία, κανέναν, ούτε εκτός ούτε εντός. Τώρα γαληνεύω. Δε θέλω άλλο τίποτα. Τίποτα δεν ποθώ. Για τίποτα δε χρειάζεται να τρέχω δαιμονισμένα. Για τίποτα δε χρειάζεται να φοβάμαι. Ούτε και το τέλος. Η φύση γύρω μου κι ο Φλοίσβος ήρεμα διαλαλούν πως κι ο θάνατος ακόμα έχει τη θέση του στην τάξη των πραγμάτων είναι μέρος της αρμονίας. Δίχως αυτόν η πλάστιγγα γέρνει. Προς τη δυσαρμονία. Κάθε τέλος το διαδέχεται μία αρχή. Κάθε αρχή έχει ανάγκη ένα τέλος. Ο αέναος κύκλος της φύσης. Ο αέναος κύκλος μέσα μου. Εμένα του ανθρώπου. Που άφησα για μια χαραμάδα της ύπαρξής μου το Φλοίσβο να με διδάξει. Ότι η αχίλλειος πτέρνα μου δεν είναι η θνητότητά μου. Είναι που δεν πίστευα στη φύση που υπάρχει μέσα μου.

Περισσότερα...

Πέμπτη 23 Ιουλίου 2009

Μάσκα και Ψυχή

.
The Scream (1893), E. Munch

Όταν πέφτουν οι πρώτες μάσκες σαν το φλοιό δέντρου και όταν αναλαμβάνουν ποιητές.

Από σχόλιο του Ψουξ στην ανάρτηση του παρόντος ιστολογίου "Η μάσκα"-Ποιητική ανασύνθεση των σχολίων του Tyler Durden, του ιδίου του Ψουξ και του κειμένου "Η μάσκα"


Βιάσου.

Ψάξε στην ντουλάπα το κατάλληλο κουστούμι.

Μην ξεχάσεις την μάσκα.

Αυτή είναι ό,τι πρέπει.

Έχει ελαφρύ ερωτικό μενεξεδί γελάκι

Ύφος γαλήνης

και τόνο Επιδοκιμασίας για τη μάσκα των άλλων.

Στάσου.

Ζωγράφισε τον πιο έντονο

τον θαυμασμό για τους άλλους.

Τον έχουν ανάγκη για να συνεχίσουν

να υπάρχουν.

Έτσι μπράβο

Ελα τώρα να πάρεις

Κοινωνική αποδοχή με μπόλικη ζάχαρη άχνη.

Επ, τι πας να κάνεις; Φόρα αμέσως τη μάσκα σου!

Έτσι μπράβο..Κοινωνικοποίηση.

Τώρα και οι δυο μαζι…

«Ε-κκοι-ννω-νι-σμός Ε-κκοι-ννω-νι-σμός».

Μην ξεχνάς, να κρύβεσαι.

Έτσι θα τα έχεις καλά με

«φίλους, συναδέλφους και συγγενείς,

-μπακάλη, χασάπη και σύντροφο!»

Νάνι, νάνι το ανθρωπάκι

Μην λες αυτό που σκέπτεσαι και νιώθεις.

Νάνι, νάνι το ανθρωπάκι,

Κανείς δε νιώθει φόβο για τον «άλλο»

τον κρυμμένο πίσω από τη μάσκα.

Νάνι, νάνι το ανθρωπάκι

Πίσω από τη μάσκα είσαι ολομόναχη με τις σκέψεις και τα συναισθήματά σου

Σαν θεατής στην αίθουσα θεάτρου όταν σβήσουν τα φώτα της Πλατείας.

και τη μάσκα να βγάλεις πάλι μόνος μένεις.

Η διαφορά είναι πως με τη μάσκα δεν χρειάζεσαι κουκούλα

Έλα φτάνουν τα επαναστατικά

Στάσου - βγάλε λίγο ρουζ

Δεν κάνει να φαίνονται. Δεν προβλέπονται.

Πάρε θάρρος

Πάρε τύχη.

……………………………………………………………………….

Την μάσκα την φοράς πάνω από την άλλη μάσκα

αυτή που φοράς για τα οικεία πρόσωπα –

έχοντας επίγνωση

πως πίσω από αυτήν το χάος

ο Αέρας

Μπορεί αυτό να είναι η ψυχή

κάτι που χρωματίζεται με τα εκάστοτε Ατέλειωτα

όμως δικό μας και υπαρκτό.

Η ψυχή μας.

Ναι, σου πετάω το γάντι

Δεν αστειεύομαι

……………………………………………………………………………….

Το να δημιουργείς με την επίγνωση του χάους και του τίποτα,

είναι εξίσου ωραίο με το να πιστεύεις ότι υπάρχει κάτι το πιο

αληθινό και συγκροτημένο πίσω από όλα αυτά.
Άλλωστε το τίποτα δεν σημαίνει μη ύπαρξη, αλλά κάτι το πέραν

της ανθρώπινης δυνατότητας για κατανόησή του.



Αυτό που μπορούμε να κατανοήσουμε ως ανθρώπινα όντα είναι

η κοινωνική και υποκειμενική "σμίλευση" αυτού του τίποτα,

δηλαδή η δημιουργία μιας εικόνας, μιας μάσκας και κάτι τέτοιο

πιστεύω πως είναι και η έννοια της ψυχής όπως την

φανταζόμαστε ως μιας αυτοτελούς οντότητας, έστω και αιθέριας.



Το ανάπτυγμα της ύπαρξης μου, μια Μάσκα Ζωντανή με

χαρακτηριστικά Πεθαμένου
ή Αντιστρόφως


Περισσότερα...

Σάββατο 18 Ιουλίου 2009

Η μάσκα


Modern masks

Εννιά η ώρα. Βιάσου. Σε λίγο καταφθάνουν οι καλεσμένοι. Ψάξε στην ντουλάπα το κατάλληλο κουστούμι. Προς θεού, μην ξεχάσεις το κυριότερο. Τη μάσκα. Αυτή εδώ είναι για σήμερα το βράδυ ό,τι πρέπει. Αυτοκόλλητο μόνιμα φιλικού και ελαφρώς ερωτικού χαμόγελου από χείλη βαμμένα μενεξεδιά. Μάτια ζωγραφισμένα με ύφος γαλήνιας ηλιθιότητας, υπέρμετρης ευτυχίας και έναν τόνο κατανόησης και επιδοκιμασίας για τη μάσκα των άλλων. Στάσου. Ζωφράφισε με το eye liner πιο έντονο το θαυμασμό για τους άλλους. Την έχουν ανάγκη την ψευδοεπιβεβαίωση για να συνεχίσουν να υπάρχουν. Επιρρεπείς στην κολακεία. Έτσι μπράβο, τέλεια. Καλό κορίτσι. Άργησες, αλλά έμαθες να επιλέγεις την σωστή μάσκα ανάλογα με την περίσταση. Έλα τώρα να πάρεις το λουκουμάκι σου. Κοινωνική αποδοχή πασπαλισμένη με μπόλικη ζάχαρη άχνη. Κούνα και λίγο την ουρά σου. Σήκω και στα μπροστινά ποδαράκια σου. Βρε πώς το έχαψε... Χε, χε. Πολύ καλά. Σωστά εκπαιδευμένη. Όλοι τώρα θα είναι ευχαριστημένοι μαζί σου. Κανείς δεν κοιτάει με εμπάθεια, φθόνο ή έχθρα, απορία, αιδώ και όνειδος μαζί για την ύπαρξή του, θυμό και ευθιξία, επειδή λες αυτό που σκέπτεσαι και νιώθεις, επειδή βαρέθηκες τα προσχήματα, έβγαλες τη μάσκα και έκανες λίγο μπουου. Κανείς δε νιώθει απειλούμενος και τρομαγμένος, όταν φοράς μάσκα. Άκου, δε σου γρυλλίζουν πια οι άνθρωποι από φόβο ότι θα αναγκαστούν να πετάξουν κι αυτοί τις μάσκες τους. Ή από θυμό, γιατί δεν βλέπουν πια την ευγενέστατη κολακεία που τους τύλιγε και τους υπνώτιζε και τους νανούριζε γλυκά-γλυκά. Νάνι, νάνι το ανθρωπάκι, για δες το ομορφούλι που είναι κι αυτό. Όταν φοράει τη μάσκα του. Όπως κι εσύ.

Επ, τι πας να κάνεις; Φόρα αμέσως τη μάσκα σου! Αμέσως είπα! Θέλεις πάλι να ξυπνήσει απότομα το ανθρωπάκι και να σκούζει και να σε δαγκώσει; Ή να αρχίσεις να δαγκώνεις και συ μέχρι να αλληλοσπαραχθείτε; Ανόητο κορίτσι, ακόμα να μάθεις. Πάλι στη γωνιά θα καταλήξεις μόνο σου να γλύφεις τα τραύματά σου και να αλυχτάς τη νύχτα, καθώς οι μασκοφόροι θα ανοίγουν τα παντζούρια ενοχλημένοι να σου πετάξουν κατακέφαλα ό,τι βρουν μπροστά τους, να σκάσεις επιτέλους, να πάψεις τα γυμνά σου αλυχτίσματα τα γεμάτα νόστο. Για τον «άλλο», τον κρυμμένο πίσω από τη μάσκα. Έτσι μπράβο. Αργείς αλλά μαθαίνεις. Κοι-νω-νι-κο-ποί-η-ση. Έλα να το πούμε και μαζί τα δυο μας: «κοι-νω-νι-κο-ποί-η-ση». Εύγε, λίγες επαναλήψεις χρειάζεσαι και θα γίνεις ξεφτέρι. Η καλύτερη ηθοποιός στο θέατρο του παραλόγου. Και μην ξεχνάς, το παν είναι η μάσκα. Το παν είναι να κρύβεσαι. Έτσι θα τα έχεις καλά με όλους, σύντροφο, φίλους, συναδέλφους, συγγενείς, γείτονες, τον μπακάλη, το χασάπη, κ.τ.λ., κ.τ.λ...

Πώς είπες; Τι ψιθυρίζεις; Πώς πίσω από τη μάσκα είσαι ολομόναχη με τις σκέψεις και τα συναισθήματά σου που με κανέναν δεν μπορείς να τα μοιραστείς; Ναι, ναι, το ξέρω. Καϋμένο κορίτσι. Αχ, κι εγώ στα νειάτα μου τις ίδιες σκέψεις έκανα. Δε βαριέσαι και τη μάσκα να βγάλεις πάλι μόνος μένεις. Και τη μάσκα να φοράς, πάλι μονάχος. Η διαφορά είναι πως με τη μάσκα σε λένε ευγενικό, διακριτικό, φιλικό, κοι-νω-νι-κο-ποι-η-μέ-νο. Έλα κοριτσάκι μου, φτάνουν πια οι αμφιβολίες και τα επαναστατικά. Δέκα η ώρα. Χτυπάει το κουδούνι. Ήρθαν οι πρώτοι καλεσμένοι. Στάσου να βάλω λίγο ρουζ, να καλύψει τη θλίψη. Δεν κάνει να φαίνεται. Δεν την προβλέπει το σαβουάρ βιβρ. Τώρα μοιάζεις χαρούμενη. Έτοιμη για τη μεγαλειώδη έξοδό σου στη σκηνή. Πάρε θάρρος. Ίσως στο τέλος ακούσεις και χειροκρότημα, αν κρατήσει βέβαια η μάσκα σου μέχρι το τέλος. Αν δεν ξεβάψει να τρέχουν οι λυωμένες μπογιές από έξω. Και από μέσα τα δάκρυα. Καλή σου τύχη.
Περισσότερα...

Πέμπτη 9 Ιουλίου 2009

Της νύχτας τα καμώματα

Starry night, Vincent Van Gogh

Από τη μάνα μου πήρα την αγάπη για τη μάθηση. Από τον πατέρα μου τις σταθερές αξίες. Ένα βράδυ αργά μισοξύπνησα και είδα τους γονιούς μου σε χίλιες δυο στιγμές τους καθαρά. Τότε ήταν που το κατάλαβα. Έτσι ξαφνικά λουσμένη στον ιδρώτα της καλοκαιριάτικης ζέστης είδα για πρώτη φορά αληθινά τους γεννήτορές μου. Μέχρι τώρα στον ξύπνιο μου έβλεπα θολά. Όλο αρνητικά. Όλο δυσφορία. Ήταν κι αυτή η ερώτηση η τυχαία που μου κάνανε, να πω ένα καλό που έχω να θυμάμαι τη μάνα μου κι εγώ δεν έβρισκα τίποτα, ούτε το είχα σκεφτεί μέχρι τότε. Εντυπωσιάστηκα, μα γρήγορα το ξέχασα. Χρόνια μετά, φαίνεται πως με έτρωγε το μαράζι, το αίνιγμα, και μιας που εγώ στο συνειδητό μου δε μπόρεσα να βρω απάντηση, ανέλαβε το υποσυνείδητο.

Τις πιο καθαρές σκέψεις τις έχω κάνει χωρίς να τις προκαλέσω, σε μια κατάσταση λήθαργου εξωτερικού, μα εσωτερικής εγρήγορσης, μισοκοιμισμένη να αιωρούμαι σε μέρη που έζησα, να ξαναβλέπω ανθρώπους και καταστάσεις που έζησα, όχι όμως μέσα από τα μάτια μου και την κρίση μου, αλλά απ’έξω σαν ξένος που παρατηρεί και γι’αυτό, μιας και δεν εμπλέκεται, κρίνει καλύτερα. Έχω δει τον ίδιο μου τον εαυτό να μιλάει να σκέφτεται να νιώθει να δρα, και ταυτόχρονα και τους άλλους από μέσα και απ’έξω. Μια ταινία που φαίνονται σκέψεις, κινήσεις, λόγια, συναισθήματα, συνειρμοί, προθέσεις, βαθύτερα κίνητρα και αίτια, αφορμές, φόβοι και ανασφάλειες, η ψυχή ολάκερη εκείνης της στιγμής. Και τότε κατανοώ απόλυτα το γιατί και το πώς ολονών μας, πρώτα των άλλων και μετά του εαυτού μου. Βλέπω πια τις συνδέσεις και τους συνδυασμούς και τις παρεξηγήσεις ολονών προς όλους, βλέπω τις άστοχες κρίσεις και την έλλειψη κατανόησης όλου αυτού του πλέγματος που απαρτίζει τον καθένα μας και που αποτυγχάνουμε να το δούμε ή έστω να είμαστε επιφυλακτικοί, πριν εξαπολύσουμε καταδίκες ή διθυράμβους. Επειδή τον πραγματικό χρόνο που βιώναμε όλοι μας τη στιγμή, μας έλειπε εκείνη η εσωτερική θέαση.

Λες κι ο θεός την έκανε λειψή τη δουλειά και μας έδωσε μισή την όραση να βλέπουμε μόνον τα απ’έξω. Λίγο το λοιπόν. Πολύ λίγο και ανεπαρκές. Και έρχεται σαν να καταλαβαίνει το τραγικό του λάθος να μας μοιράσει μια-δυο φορές στη ζήση μας άλλο ένα ζευγάρι μάτια που τρυπάνε το τσόφλι και βλέπουν αληθινά. Και έρχεται τότε η αγαλλίαση και η πληρότητα, παύουμε να νιώθουμε ξένους τους εαυτούς μας, παύουμε να νιώθουμε ξένους τους άλλους, βλέπουμε πια με τα νέα μάτια μαχαίρια βαθιά σε τομή πως όλοι της ίδιας ουσίας μετέχουμε, πως όλοι οι άνθρωποι με τα ίδια εργαλεία δουλεύουμε, μονάχα, να, δεν το ξέραμε μέχρι τώρα, θαρρούσαμε πως είμασταν διαφορετικοί, ανώτεροι ή κατώτεροι, ενώ απλά μας λείπανε τα μάτια τα καλά, για να καταλάβουμε πως είμαστε ίδιοι. Από παρεξήγηση το λοιπόν λόγω ελλειπούς εξοπλισμού οι καβγάδες, η απομάκρυνση, η αντιπάθεια, οι κλίκες, οι τάξεις, ο ρατσισμός, η έχθρα. Ο πόλεμος σε όλη την ιστορία του ανθρώπου. Του Κάιν και του Άβελ. Του Λάιου και του Οιδίποδα. Του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας. Των Αχαιών και των Τρώων. Των θεών και των ανθρώπων.

Είναι όμως και μερικοί άνθρωποι που ποιος ξέρει πώς, πήρανε πεσκέσι και τα δυο ζευγάρια μάτια και τα έχουν για να βλέπουν πραγματικά όλη την ώρα. Και υπάρχουν στ’αλήθεια τέτοιοι. Μπορεί να τύχει να συναντήσουμε έναν στη ζωή μας, μπορεί και κανέναν. Οι θρησκείες πού και πού μας προμηθεύουν κανά τέτοιο να έχουμε να ελπίζουμε. Ένα Χριστό ή ένα Βούδα. Έστω και ξεθωριασμένους. Αλλά άμα τύχει και δούμε μπροστά μας κανέναν με τα μάτια τα καλά, πράγμα παράξενο, όλοι το καταλαβαίνουμε και τον σεβόμαστε. Χωρίς να το συνειδητοποιούμε, αλλά έτσι από ένστικτο. Τότε κάνουμε όλοι, και ας είμαστε αλλιώτικοι σε όλα τα ορατά με τη μία γνωρίσματα, στη μπάντα κύκλο γύρω του να χορέψει μόνος το βαρύ ηπειρώτικο στο σκοτεινό ξέφωτο με τις βελανιδιές δίπλα από το ξωκλήσσι. Τελετουργία το λοιπόν και όχι κοινό γλέντι. Με τα αδύναμα μάτια μας να τον τρώνε και να ελπίζουν. Με την τύφλα μας να αντικρύζει τη λάμψη του και να αγάλλεται. Τότε όλοι μας σιωπούμε και το συναισθανόμαστε. Και όλοι μας νιώθουμε μέσω αυτού του ένα που βλέπει στ’άλήθεια, πως έχουμε κάτι κοινό. Και πέφτουν προς στιγμή τα τείχη. Και πέφτουν τα λόγια κουρέλια. Μένει μόνο η σκοτεινιά και η αστραπή του βλέποντος που τη σκίζει.

Και μετά κλείνουν πάλι οι ουρανοί, και συνεχίζουμε να ψαχουλεύουμε στα τυφλά και να σκουντουφλάμε στα αναχώματα που οι ίδιοι υψώσαμε και να πέφτουμε στους λάκκους που οι ίδιοι σκάψαμε. Και να κουταλάμε αναμεταξύ μας σα τα ζαβά κριάρια που άλλο δε φτάνουν παρά αυτό να κάνουν. Χρόνια είχα να σε θυμηθώ Λεωνίδα εσένα τον αγράμματο, τον απλό από την Αιανή Κοζάνης με τα κοφτερά αλλά αγαθά σου μάτια, ένα φεγγάρι που δούλευα στο μουσείο του χωριού σου. Τότε που αρχαιολόγοι, συντηρητές, εργάτες ανασκαφής και ντόποιοι ξεχνούσαμε τα βράδυα τις διαφορές, τις ίντριγκες και τα καπελώματα και γλεντούσαμε όλοι μαζί. Και τα ξεχνούσαμε ακόμα πιο πολύ, όταν σε βλέπαμε με έναν μαγικό τρόπο να μας αντιμετωπίζεις με εμπάθεια καμμιά όλους ίσους από την ίδια μαγιά φτιαγμένους. Είναι άραγε τυχαίο ότι, όταν επέστρεψα από την Αιανή, «επιστήμων» με διασυνδέσεις και ζωσμένος με την πλήρη εξάρτυση του σύγχρονου τρόπου επιβίωσης και ανόδου, το πρώτο και μόνο πράγμα που με ρώτησε είναι τι κάνει ο Λεωνίδας; Ακόμα και οι πιο τυφλοί συναισθάνθηκαν. Ώρα για ηρωποιήσεις και ωραιοποιήσεις σίγουρα δεν είναι. Η εποχή των ηρώων και των θεών είναι για τους πολύ νέους ή τους πολύ ηλικιωμένους. Στην ψυχή εννοώ. Μόνο να, σε θυμήθηκα απόψε για μια στιγμή Λεωνίδα, τα ξημερώματα που μου χαρίστηκε η όραση. Κι απόμεινα τώρα που έγινε μέρα να συσκοτίζει τα πράγματα να αναπολώ κι εσένα και τη σοφή απλότητά σου.
Περισσότερα...

Πέμπτη 2 Ιουλίου 2009

Το βουνό

Dark mountain sky, Kirstie Cohen

Βάρος μεγάλο την πλάκωνε. Της έλιωνε το στήθος. Αν δεν ντρεπόταν θα άφηνε τη δύσπνοια να φανεί. Στεκόταν ακίνητη δίπλα του. Στη θέση του συνοδηγού. Τον ένιωθε ακίνητο δίπλα της να ξεφυσά με τη θανατερή του ανάσα. Στη θέση του οδηγού. Θα τον αφήνει μια ζωή να οδηγεί; Χαμογέλασε που είχε ακόμα διάθεση για ποιητικές αλληγορίες. Της έκανε καλό. Το βάρος αλάφρυνε λιγάκι. Πάλι τσακωμένοι. Καλοκαιράκι με πανσέληνο ανάμεσα στη θάλασσα και τα βουνά. Το αυτοκίνητο να τρέχει με τα παράθυρα ολάνοιχτα να μπουκάρει το σεληνόφως. Φωτεινό από την πλευρά της θάλασσας. Σκοτεινό από τον όγκο των βουνών. Όπως στα παραμύθια. Το έμαθε πια πως δεν πρέπει να πιστεύει στα παραμύθια. Είναι μια απώλεια αυτό. Σκληρή. Τον κοίταξε με την άκρη του ματιού της. Φαινομενικά ακίνητη. Το ίδιο θα έπαθε και εκείνος. Έπαψε να πιστεύει στα παραμύθια. Να και κάτι κοινό. Τον συμπόνεσε σαν τον εαυτό της. Τι διάολο. Ακόμα και οι κολασμένοι πονάνε ο ένας τον άλλο. Το μόνο που τους έμενε να κάνουν. Είναι κάτι και αυτό. Το θηρίο δίπλα της φρούμαξε σιωπηλά. Το μεγαλύτερό του όπλο. Έβαλε πάλι την πανοπλία της. Και τότε το άκουσε. Το θηρίο μέσα της. Ποιον να πρωτοπολεμήσει. Ο γαλάζιος πρίγκηπάς της ξέβαφε με τον καιρό μέχρι που έγινε σταχτής δράκος. Η ευαίσθητη πριγκήπισσά της σκλήρυνε με τον καιρό μέχρι που έγινε κακιά μάγισσα. Έχουν μια αλήθεια τα παραμύθια τελικά για όποιον ξέρει να τα διαβάζει. Χαμογέλασε ξανά. Αλάφρυνε κι άλλο. Ατέλειωτη η επιστροφή με τους νέους τους ρόλους.

Κι είναι τόσο όμορφα έξω. Γιατί δεν είναι έξω; Κι οι δυο τους. Ο σώσων εαυτόν σωθήτω. Να ανοίξει την πόρτα να κατέβει. Να πάει πού. Στην ερημία. Σάμπως έρημη δεν είναι τώρα; Και τότε είδε τη μάγισσα να ανοίγει και να βγαίνει από μέσα άλλη μπαμπούσκα και άλλη και άλλη μέχρι που έμεινε η τελευταία. Πριγκήπισσα λιτή, γυμνή από ξόμπλια να τη βουλιάζουν, ελαφριά σαν αερικό. Βάρος κανένα δεν την κράταγε αλυσοδεμένη με τη μούρη στο χώμα να γεύεται την πικρή του γεύση. Πέταξε ολόγυμνη, ούτε καν τη βούληση δε ζώστηκε να κρύψει την ύπαρξή της. Η μεγάλη μπαμπούσκα που την έκλεινε την αγνάντεψε λεύτερη στα βουνά, ένα με τη σκοτεινιά τους που την απορρόφαγε εκείνη, τη γυμνή πριγκήπισσα λίγο-λίγο και αχόρταγα σαν άμμος ξεραμένη που δροσίζεται από το νερό που την ποτίζει με το κουβαδάκι του μικρό παιδί . Κι εκείνη άπλωνε και θέριευε και γινόταν ένα με το βουνό και όσο αυτό τη ρουφούσε, έτσι βαρύ κι ακίνητο και αιώνιο, τόσο ετούτη ξόδευε κάθε ανάσα της να ενωθεί μαζί του. Δίχως φόβο για τη σκοτεινιά του. Δίχως φόβο για τη μοναξιά του την εις τους αιώνας των αιώνων. Δίχως φόβο για την ακινησία και τον τεράστιο όγκο του. Ξεκόλλαγε από τις σάρκες της τους τελευταίους Κύκλωπες και Λαιστρυγόνες που της ρουφούσαν σα βδέλλες την αθανασία και τους γκρέμιζε στη θάλασσα κάτωθε της να λουφάζουν τρομαγμένοι και θνητοί και περαστικοί στα σπήλαιά της. Ας ασχοληθεί η κακιά μάγισσα με δαύτους που απόμεινε πίσω της να αλαλάζει από τον τρόμο του εφήμερου και χαμερπού. Το κακό της γέλιο αντήχησε λιγάκι στις βουνουπλαγιές αλλά δεν την πρόφθασε. Είχε γίνει πια ένα με το απέραντο πανήψυλο, αιώνιο βουνό. Και τα βουνά είναι τυφλά τα τε ώτα τον τε νουν τα τ’όμματα. Μετέχουν της φύσης του θεού. Κι ας κόπτεται ο Τειρεσίας για το αντίθετο.

Τι είναι τούτο πάλι; Πού πήγε η ευτυχία της; Πού πήγε το βουνό; Πού πήγε η αυτάρκεια της αθανασίας της; Γιατί ένιωσε το θανατερό δάγκωμα του φόβου; Η ερημία να της χτίζει λίθο λίθο κελί δίχως παράθυρο και πόρτα και αέρα να ανασάνει. Η ταινία προβάλλεται από την ανάποδη. Είδε τους Κύκλωπες και τους Λαιστρυγόνες να αναγεννιώνται από τις στάχτες τους, να ξεπηδάν από τα Τάρταρά τους και να ξανακολλούν στις μαλακές της σάρκες. Δεν ήταν πια ένα με το βουνό. Δεν ήταν βράχος άτρωτος και σκοτεινιά γαλήνια. Ήταν αίμα και σάρκα και πάθη και εφήμερο. Το πλάκωμα στο στήθος γη στα χέρια του Άτλαντα που λύγισε από το βάρος και σκορπάει χάμω χίλια κομμάτια και αυτός και η γη του. Το γέλιο της μέγαιρας στα αυτιά της. Την προφταίνει, την πρόφθασε. Η μεγάλη μπαμπούσκα καταπίνει τη γυμνή πριγκήπισσα. Τα ξόμπλια καρφώθηκαν στη γυμνή της σάρκα. Δεν πειράζει, τα βογγητά της δεν ακούγονται. Είναι η γριά μάγισσα που τα σκεπάζει. Με συναίσθηση της αδυναμίας της όμως τώρα πια. Η φυλακισμένη πριγκήπισσα έμαθε να δραπετεύει. Και το ξέρουν και οι δυο.

Το αυτοκίνητο συνέχιζε να διασχίζει στεγνές πια θάλασσες και άλαλα παγωμένα βουνά μες στο κατακαλόκαιρο. Φτάσανε επιτέλους. Κατέβηκε. Eξουθενωμένη. Και μαλακωμένη. Άφησε στο χωλ εκείνο το βράδυ μαζί με τα παπούτσια της τη μπαμπούσκα της κακιάς μάγισσας. Έβγαλε κι ένα-ένα τα ξόμπλια με πόνο, μέχρι που η πριγκήπισσα έμεινε γυμνή. Με φροντίδα έξυσε με τα νύχια της το σταχτή δράκο από πάνω του. Εκείνο το βράδυ τον αγκάλιασε με πάθος πρωτόγνωρο και ζωώδες μέχρι να λάμψει το γαλάζιο χρώμα του πρίγκηπά της. Κι άρχισε να γράφει παραμύθια.


Περισσότερα...