Τρίτη 31 Μαρτίου 2009

Για την καθημερινότητα

Κλικ πρώτο. Καμιά δεκαριά άτομα στο μαγαζί με τα γαλακτοκομικά, ένα μισάωρο ήδη να περιμένω, τέλος χρόνου, πρέπει οπωσδήποτε να πληρώσω ένα πραγματάκι που ήδη κρατάω και να φύγω με την ψυχή στο στόμα. Παρακαλώ την μπροστινή μου κυρία, αν έχει πολλά πράγματα να ψωνίσει, να με αφήσει να πληρώσω και να φύγω. Εμφανώς αγχωμένη. Για να λάβω την απάντηση πως ο καθείς και η σειρά του και, και...θιγμένη και σε τόνο επιθετικό. Ζητάω συγγνώμη και περιμένω να παραγγείλει η κυρία. «Θέλω λίγη από αυτή τη φέτα, όχι, όχι, από την άλλη και μισό κιλό κασέρι και, και...» καμμιά δεκαριά το σύνολο πράγματα, τουτέστιν ένα εικοσάλεπτο ακόμα να περιμένω τη στιγμή που χρειαζόμουν κάπου είκοσι δευτερόλεπτα να πληρώσω και να φύγω. Η δε κυρία όσο έκανε την παραγγελία της με κοίταζε με ύφος θριαμβευτικό έως σαδιστικό σε βαθμό που υποψιάστηκα ότι επίτηδες παράγγελνε τόσα πολλά, για να βιώσει καλύτερα την περίτρανη νίκη της και να επιβάλλει έτσι την τάξη. Έκανα μεταβολή και έφυγα απογοητευμένη για τα πεδία που πολλοί άνθρωποι επιλέγουν να δώσουν τις μάχες τους και για αυτή την εχθρική περιρρέουσα ατμόσφαιρα ακόμα και σε ένα μπακάλικο.

Κλικ δεύτερο. Μαμά με την οποία ανταλλάσσω μόνον μία καλησπέρα στη σχολή χορού του τετράχρονου παιδιού μου, μου στέλνει μήνυμα με έτερη μαμά φίλη μου: «Πες στη φίλη σου να μαζεύει κότσο τα μαλλιά της κόρης της γιατί το μπαλέτο είναι ένα όραμα, μία ιδέα. Σε τελευταία ανάλυση αν δε το σέβεται, ας πάει το παιδί της κάπου αλλού, ας κάνει κάτι άλλο». Άνθρωπος που δε με γνωρίζει στο ελάχιστο, ούτε ξέρει τι σχέση μπορεί να έχω με το μπαλέτο, θεώρησε καθήκον του να με βάλει στο σωστό δρόμο με επιτιμιτικό τρόπο υποδεικνύοντας μου τι να κάνω. Φαντάζομαι ότι ξεπέφτω στο επίπεδο του κουτσομπολιού, αν συμπληρώσω ότι η εν λόγω κυρία περιαυτολογεί με κάθε ευκαιρία, κάνει επίδειξη μόδας και βαμμένου νυχιού με τον τρόπο ανθρώπου που δεν τον ενδιαφέρει ακριβώς η αισθητική, αλλά η αίσθηση ανωτερότητας που θα νιώσει έναντι των υπολοίπων γυναικών που δεν ασχολούνται τόσο με την εμφάνισή τους και επιπλέον φροντίζει να δηλώσει με τρόπο ώστε να την ακούνε όλοι, ότι το Πάσχα δεν σουβλίζουν βέβαια αρνί αλλά ψήνουν φιλετάκια. Και άλλα πολλά.

Κλικ τρίτο. Γραμματέας στην ίδια σχολή χορού με ρωτάει αν ο αναπτήρας που μου δείχνει είναι δικός μου. Κι όταν απαντάω, ναι, ευχαριστώ, με μομφή μου δηλώνει να προσέχω που μου πέφτουν οι αναπτήρες μου, γιατί τα δικά μου παιδιά θα καούν και ότι δεν είναι πράγματα αυτά. Σημειωτέον πως ο χώρος που αλλάζουν τα παιδάκια ρούχα είναι τόσο μικρός που κάθε φορά παλεύουμε να βολέψουμε στριμωγμένοι τις τσάντες σε βαθμό καταπίεσης μεγάλης. Τη τσάντα μου από την οποία έπεσε ο αναπτήρας την κρατούσα εναγωνίως πάνω από το κεφάλι μου γιατί δε χωρούσε κρεμασμένη στον ώμο μου.

Θα μπορούσα να συνεχίσω με πολλά ακόμα κλικ από την επαφή με την καθημερινότητα. Όπως φαντάζομαι, όλοι μας έχουμε κάτι να προσθέσουμε από την προσωπική μας εμπειρία από την περιπλάνηση σε έναν κόσμο εχθρικό. Κατά το ήμισυ τουλάχιστον. Γιατί την ευγενική και φιλική συμπεριφορά των άλλων τη θεωρούμε δεδομένη και την προσπερνάμε, αν και σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις στεκόμαστε. Πώς να μην σταθείς στο χαμογελαστό σερβιτόρο που νιώθεις ότι η ευγένειά του είναι στάση ζωής και όχι επαγγελματική προσποίηση. Βεβαίως αυτά συμβαίνουν σπάνια, αλλά όσο νά’ναι γαντζώνεται κανείς από τέτοια περιστατικά, όπως ναυαγός από τη σανίδα.

Αναρωτιέμαι λοιπόν τι νόημα έχουν τα πάσης φύσεως προσόντα, αν δεν υπάρχει ανθρώπινη, καταδεκτική, ευγενική, φιλική συμπεριφορά. Όπως θέλετε πέστε το. Αν ο άλλος φαντάζεται παντού δυνητικούς εχθρούς που θα τον προσπεράσουν στη σειρά και θα του φάνε τη θέση. Αν φαντασιώνεται ότι είναι ανώτερος και θέλει με κάθε τρόπο να το δείξει. Με την αλαζονική υπόδειξη περί κότσου της μπαλαρίνας, με το χώνεται μπροστά σου στο φανάρι την ώρα που εσύ και δεκάδες άλλοι περιμένετε υπομονετικά τη σειρά σας, με το να συστήνεται στην άτυχη υπάλληλο ταξιδιωτικού γραφείου ως σύζυγος του ιατρού τάδε-παύση, ώστε η υπάλληλος να προλάβει να βιώσει σε όλο της το μέγεθος την ανωτερότητα της κυρίας με την οποία συνομιλεί-, και πολλά άλλα ων ουκ έστι αριθμός.

Γι’αυτό λοιπόν και εγώ πέρασα στον αντίποδα. Παραχωρώ τη σειρά μου στο σούπερ μάρκετ, ακόμα και όταν δεν πρόκειται για κάποιον με λιγότερα ψώνια από μένα ή κάποια ταλαίπωρη μαμά που προσπαθεί να συμμαζέψει τα πιτσιρίκια της. Την παραχωρώ στον επόμενο που βλέπω αγχωμένο και ας αργήσω, μόνο και μόνο για επέλθει κάποια ισορροπία στην πλάστιγγα που γέρνει επικινδύνως προς την πλευρά των εχθρικών. Προσπαθώ να κρύψω τον οίκτο που νιώθω για την αντάρα και την αλαζονεία στην ψυχή της νεόπλουτης κυρίας που λίγο έλειψε να μου συστήσει να ξεκουμπιστώ από τη σχολή μπαλέτου, ως ασεβής που δεν μαζεύει κότσο τα μαλλιά του παιδιού της. Και της χαμογελάω φιλικά. Χαμογελώ πραγματικά με τα μάτια και όχι με μια ξερή σύσπαση του προσώπου τον υπάλληλο των διοδίων που με κοιτάζει πρωινιάτικο σαν να είμαι ο μεγαλύτερος εχθρός του ή με βαθειά περιφρόνηση. Παλεύω να βγάλω στην καθημερινότητα τον καλύτερό μου εαυτό, έστω κι αν δεν τα καταφέρνω πάντα καλά. Έστω κι αν κάποτε με παρασύρει στη λαίλαπά της η αγένεια, η κακοκεφιά, η εχθρότητα, η περιφρόνηση, η τάση επιβολής, η επίδειξη δύναμης. Είναι το μοναδικό όπλο που μας κάνει να νιώσουμε άνθρωποι. Το μοναδικό πράγμα που πραγματικά μας καταξιώνει. Η καταδεκτικότητα και η ανεπιτήδευτη ευγένεια. Όλα τα άλλα έρχονται δεύτερα και καταϊδρωμένα.
Περισσότερα...

Δευτέρα 23 Μαρτίου 2009

Σε λυπάμαι, γιατί ο Θεός σου κάνει ό,τι θέλει

Άτιτλο, αγνώστου ζωγράφου, περί το 1930, ιδιωτική συλλογή

Σε λυπάμαι, γιατί ο Θεός σου κάνει ό,τι θέλει. Άθυρμα στα χέρια του σε πλάθει από λάσπη και σε πετά ένα τόσο δα σβολαράκι χώμα στη γη με σωρό άλλους σβόλους κάτωθε σου, που τα απόνερα της βροχής τους διέλυσαν και τους ξαναέκαναν χώμα.

Σε λυπάμαι, γιατί ο Θεός σου κάνει ό,τι θέλει. Στέλνει ακρίδες τα βάσανα και τις χαρές να σου κατατρώνε το φτωχό σου σαρκίο, βροχούλα να σε ποτίζει ρανίδες ζωής, τόσο που πάντα να διψάς και για άλλο, μπόρες να σε λούζουν με τις βρωμιές της θλίψης, σεισμούς να σε καταβαραθρώνουν σε άπατες αβύσσους, ιλίγγους να σε μετεωρίζουν πάνω από μαύρες τρύπες, αμφιβολίες να σου ξεσκίζουν τα σωθικά, θεωρίες να σε παρασύρουν σε ουτοπίες, ελπίδες να σε ξυπνάνε από τον ύπνο του δικαίου, αισιοδοξίες να φουσκώνουν τα μυαλά σου αέρα που βρωμοκοπάει φτηνό πατσουλί, απογοητεύσεις να τα ξεφουσκώνουν σα μπαλόνι που ξερνάει τον αέρα από μέσα του και σφυρίζει τρελά στην τυχαία πτήση του μέχρι να στεγνώσει από κάθε ίχνος πνοής.

Σε λυπάμαι, γιατί ο Θεός σου κάνει ό,τι θέλει. Στέλνει κολάσεις που τις θαρρείς παραδείσους μέχρι που οι φωτιές που σε γλύφουν στοργικά σε αποτεφρώνουν πριν το πάρεις χαμπάρι. Στέλνει κούφιες ιδέες που σε κουφώνουν μέχρι που έτσι κούφιος που έγινες υποχωρείς έως ότου να καταπιείς τον ίδιο σου τον εαυτό και να γυρίσει το μέσα έξω να φαίνονται τα σάπια σου εντόσθια που δεν μπορείς να ανεχτείς την αποφορά τους. Στέλνει φανταστικούς εχθρούς, φαντάσματα μαύρα κίτρινα πορτοκαλιά κόκκινα που θαρρείς πως σε βάλλουν και ραπίζεις τον αέρα δίπλα σου να τα διώξεις, να τα εξαφανίσεις, αλλά αυτά δεν φεύγουν, γίνονται όλο πιο πολλά όλο πιο πολύχρωμα όλο και πιο ανύπαρκτα. Αλλά εσύ δεν ξέρεις πια τίποτα άλλο να κάνεις από το να κουνάς τα χέρια σου σα νευρόσπαστο στα χέρια του Θεού σου, για να τα αποδιώξεις. Μέχρι που λιώνεις από τις τυχαίες κινήσεις εναντίον τυχαίων εχθρών, υπαρκτών, ανύπαρκτων, δεν έχει πια σημασία, εσύ έλιωσες σε αυτό τον ξέφρενο μάταιο αγώνα. Χωρίς να προλάβεις να ζήσεις.

Σε λυπάμαι, γιατί ο Θεός σου κάνει ό,τι θέλει. Σου δίνει την ευκαιρία να πλάσεις με τα χέρια σου ένα νέο σβολαράκι χώμα, μικρό μικρούτσικο αγαπημένο, λατρευτό, σπλάχνο των σπλάχνων σου, σαρξ εκ της σαρκός σου, ψυχή εκ της ψυχής σου, πνοή εκ της πνοής σου. Και πάνω που νιώθεις εσύ ένας μικρός θεός δημιουργός -νάτο δα το νέο σβολαράκι που έπλασες μόνος σου, να είδες μπορείς και να δημιουργείς, όχι μόνο να καταστρέφεις-, πάνω που μαλακώνεις από την ελάχιστη δύναμη της αγάπης που νόμιζες πως είχες, σου το αρπάζει ο Θεός σου το σβολαράκι σου, σε τιμωρεί για την αλαζονεία σου, σου κάνει σκόνη μπρος στα μάτια σου το πήλινο ανθρωπάκι που έπλασες με το χώμα και το αίμα σου. Και απομένεις με το νιαούρισμα της γάτας που της έπνιξε η ξαφνική μπόρα του καλοκαιριού τα γατιά, μα εκείνη δε θέλει να το πιστέψει και στα φέρνει νεκρά στο παραθύρι να τα ζωντανέψεις. Και εσύ τη λυπόσουν γιατί ακόμα δεν ήξερες ότι σε τίποτα δε διαφέρεις από τη γάτα. Ότι και εσύ θα κάνεις το ίδιο. Ότι όφειλες να λυπηθείς μαζί και τον εαυτό σου. Γιατί είσαι εσύ η γάτα εκείνη.

Σε λυπάμαι, γιατί ο Θεός σου κάνει ό,τι θέλει. Πλάθεις το σβόλο σου με κόπο να του δώσεις μορφή, να του δώσεις υπόσταση, να τον κάνεις άγαλμα έξοχο με τη λεία επιδερμίδα του Ερμή του Πραξιτέλους. Με τους βόστρυχους της κόρης του Ευθυδίκου. Τον πλάθεις σε όλη σου τη ζωή με τον ιδρώτα να τρέχει ποτάμι από την αγωνία και τον κάματο. Τον πλάθεις από μέσα και απ’έξω. Και ξεχνάς πως πήλινο είναι το άγαλμα σου. Aποξεχάστηκες με την έπαρση που σε δέρνει και για λίγο πίστεψες πως το σμιλεύεις σε μάρμαρο προορισμένο να ζει εις τους αιώνες των αιώνων. Και βλέπεις τον άψητο πηλό σου, βλέπεις το υπέροχο άγαλμα σου να διαλύεται σε κόκκους σκόνης από τους τυχάρπαστους αέρηδες. Και απλώνεις τα χέρια να τους αρπάξεις, να τους περισώσεις και βλέπεις πως δεν έχεις χέρια, πως σκόνη γινήκανε κι αυτά. Και απομένεις άλαλος να θρηνείς την εφήμερή σου ύπαρξη και να καταριέσαι την ματαιότητα του αγώνα και της αγωνίας σου. Να κοιτάς τη φωτογραφία σου την καλοδουλεμένη και γυαλιστερή και να τη φαντάζεσαι ανελέητα φθαρμένη και ξεσκισμένη από το χρόνο. Να τη φαντάζεσαι παλιόχαρτο βαρκούλα να ταξιδεύει μισολυωμένη στους υπονόμους και τον πηλό σου σκόνη που αιωρείται στο παντού και στο πουθενά. Τετέλεσται.

Σε λυπάμαι, γιατί ο Θεός σου κάνει ό,τι θέλει. Παίζεις, γελάς, τραγουδάς, ονειρεύεσαι, ερωτεύεσαι, αγαπάς, ψελλίζεις, πέφτεις, σηκώνεσαι, δημιουργείς, φαντάζεσαι, δίνεις, παίρνεις, κανακεύεις, νταντεύεις, νιώθεις, φυτεύεις, κόβεις τους καρπούς, αγναντεύεις, αδράχνεις, αποδιώχνεις κόκκο-κόκκο τις βρωμιές από πάνω σου. Και όλο σου κολλάνε καινούργιες. Και όλο σου φαίνονται λίγα όλα τούτα. Και όλο σπαταλάς τη ζήση σου στο βουρκάδι της μιζέριας, της οργής, του πόνου, της αλαζονείας, του μίσους, της μικρότητας, του πόθου για επιβολή, του τίποτα και της ουτοπίας. Και έρχονται αστραπές ξαφνικές που φωτίζουν την αχάριστή σου ύπαρξη και τότε απορείς πώς έγινε και δεν το κατάλαβες πρωτύτερα πως η ζήση σου είναι άθροισμα στιγμών πολύτιμων μοναδικών και λιγοστών. Πως αυτές είναι ο θησαυρός σου. Πως τα διαμάντια που βρέθηκαν στο διάβα σου τα κλότσησες, γιατί σου φανήκανε λίγα ή μαυρισμένα από την καρβουνόσκονη που είχαν κυλιστεί. Πως τώρα το σεντούκι σου είναι άδειο, αλλά είναι πια αργά. Γιατί είσαι από λάσπη φτιαγμένος –το ξέχασες εν τω μεταξύ- και τα δάχτυλά σου λιώσανε, δεν βαστούν πια τίποτα, τίποτα δεν μπορούν να πιάσουν, ούτε τα διαμάντια που βλέπουν να λαμπυρίζουν εκτυφλωτικά παντού ολούθε σου. Η αστραπή σού φώτισε τους θησαυρούς αλλά δε δύνασαι πια έτσι νερουλή λάσπη που κατέληξες να τους κρατήσεις μέσα σου. Τέλος χρόνου.

Σε λυπάμαι, γιατί ο Θεός σου κάνει ότι θέλει. Γιατί δεν είχες καταλάβει αυτό που ένα κοριτσάκι δυόμισι χρονώ, που δεν έχει ακόμα τυφλωθεί σαν εσένα, κατάλαβε. Αυτό που υποψιασμένο σου πέταξε με οίκτο και περιφρόνηση, όταν εσύ του ψέλλιζες ανυποψίαστη α μπε μπα μπλομ: «Σε λυπάμαι, γιατί ο Θεός σου σε κάνει ό,τι θέλει». Και πρόσθεσες εσύ του κίθε μπλομ, γιατί αυτή ήταν η μόνη απάντηση που είχες.
Περισσότερα...

Τετάρτη 18 Μαρτίου 2009

Σαν παλιά φωτογραφία

εικ: Στο κέντρο Σπύρος Καλογήρου, αριστερά (;), δεξιά (;)

Είναι μερικές φωτογραφίες που σε ταξιδεύουν χρόνια πίσω πολλά, σε μέρη που δεν πήγες. Που σε κάνουν να συλλαμβάνεις μία στιγμή που εσύ προσωπικά δεν έζησες. Που σου ανοίγουν παράθυρο σε έναν κόσμο που δεν είναι ο δικός σου. Που σε κάνουν να νιώσεις πράγματα που δεν τα περίμενες, γιατί τα συναισθήματα αυτά δεν είναι δικά σου, είναι δανεικά, τα πήρες από τα πρόσωπα της φωτογραφίας.

Που σε κάνουν να σκέφτεσαι πώς θα φαίνεται η ζωή σου, όταν τα δισέγγονα σου ή κάποιος άλλος βάλουν στη σειρά στο πάτωμα τις φωτογραφίες που δείχνουν τη μορφή σου. Όσες έχουν σωθεί. Και τότε αναρωτιέσαι τι θα δείχνει αυτή η ταινία καρέ-καρέ από εικόνες που κάποιος έκανε τον κόπο να τραβήξει και να παγώσει κάποιες στιγμές στο διηνεκές του χρόνου. Και αυτές οι στιγμές τι σήμαιναν για σένα; Πολλά, λίγα, τίποτα; Και όμως αυτές μονάχα σώθηκαν, αυτές είναι το παραθύρι που θα κοιτάξουν κλεφτά τη μισοξεχασμένη και θολή σου ύπαρξη κάποιοι άνθρωποι που μπορεί να έχεις το ίδιο αίμα μαζί τους και που τώρα δα είναι αγέννητοι, αλλά περιμένουν με υπομονή να έρθει η σειρά τους. Ή να μην έρθει. Πάντως η δικιά σου θα έχει περάσει με την αράδα της. Όπως πρέπει. Και πού να το φανταζόσουν τη στιγμή που σε έπιασε ο φακός να γελάς, να κλαις ή να ρίχνεις ζάρια πως αυτό το κομμάτι της ζήσης σου θα επιβιώσει. Καλό κακό, αντιπροσωπευτικό, ψεύτικο, αληθινό, λίγο, ωραίο, άσχημο, τυχαίο, μηδαμινό, δεν έχει σημασία. Αυτό είναι το παράθυρο που θα σε κοιτάξουν και θα σε ψυχανεμιστούν οι επόμενοι. Αν κάπου, κάποτε, κάπως ανασύρουν το ξεχασμένο κουτί με τις φωτογραφίες των προγόνων κιτρινισμένες και ξέθωρες τελευταίο κουρέλι στα γυμνά σου κόκκαλα.

Είναι μερικές φορές την ώρα που ζούμε, που νιώθουμε σαν να συμμετέχουμε σε ταινία. Σαν να μην είμαστε εμείς που τα ζούμε όλα τούτα, αλλά κάποιος άλλος με τη μορφή μας και εμείς παρακολουθούμε από ψηλά τις κινήσεις του, τα λόγια του, την ψυχή του απλοί θεατές. Ηθοποιοί στην ίδια μας τη ζωή. Τότε το ξέρουμε βαθιά μέσα μας πως κάπως έτσι θα θεώνται την ύπαρξή μας οι άνθρωποι μετά από εμάς, ένα κορίτσι με τη ματιά μας, ένα αγόρι με τα μάτια της γιαγιάς μας που πάντα θέλαμε να έχουμε αλλά δε μας έλαχαν. Κάπως έτσι σαν ταινία στο σινεμά, μόνο που τώρα, την ώρα που εκείνο το κορίτσι και το αγόρι από κάποιο παρακλάδι πολύ μακρινό από το δικό μας κλαδάκι θα κοιτούν τις φωτογραφίες μας, εμείς θα είμαστε πράγματι οι ηθοποιοί, αλλά η ταινία παλιά και η φωνή της ψυχής ίσα που θα αποτυπώνεται στο βλέμμα της στιγμής που είχε συλλάβει ο φακός τότε. Η κόπια χαλασμένη, οι θεατές-θα υπάρχει τελικά άραγε κανείς- ανυπόμονοι να ζήσουν τη δική τους ταινία. Αλλά μπορεί και κάποιος με τα μάτια της γιαγιάς μας που δεν αξιωθήκαμε να έχουμε, να κοντοσταθεί και να ταξιδεψει για λίγο μαζί μας.
Περισσότερα...

Τετάρτη 11 Μαρτίου 2009

But the grass is always greener on the other side

Συνέχεια του παιχνιδιού «Πες μου μια ιστορία, δίχως τέλος» από το blog "Blogging outside the frame" στη διεύθυνση http://bloggingoutsidetheframe.blogspot.com/2009/03/blog-post_09.html

Γιατί κάθε μια άνοιξη που έρχεται το ίδιο πράγμα λέει, ο έρωτας πάντα βρίσκεται σ’ ό,τι δεν μας ανήκει.

But the grass is always greener on the other side
The neighbour's got a new car that you wanna drive

Οι νάνοι που ζουν ευτυχισμένοι και ερωτευμένοι μέχρι που βλέπουν τους άλλους και τότε καταλαβαίνουν ότι είναι νάνοι. Και γκρεμίζουν την ευτυχία τους σκάβοντας τη συθέμελα με τα νύχια, γιατί, όχι, δεν τη δικαιούνται από το ύψος τους. Ο δικός τους έρωτας ήταν μια φαντασίωση, δεν μπορεί να υπήρξε. Κοίτα, αγάπη μου, τον έρωτα των άλλων πόσο ανώτερος είναι από τον δικό μας. Εμπρός ας δοκιμάσουμε να ερωτευτούμε έναν γίγαντα που δεν είναι σαν και εμάς κι ούτε πρόκειται ποτέ να μας ανήκει. Αυτός είναι άπιαστος κι έτσι δεν κινδυνεύουμε να τον αλώσουμε και να τον βαρεθούμε. Δεν κινδυνεύουμε να πούμε, πάμε για άλλο φρούριο, αυτό το κατακτήσαμε, ωραία η θέα από εδώ πάνω, αλλά πάντα η ίδια. Τη συνήθισα. Μου ανήκει πια. Κι όπως όλοι ξέρουμε, ο έρωτας πάντα βρίσκεται σε ό,τι δε μας ανήκει.

Τα δυο πράσινα μάτια στο μπαρ της Καζαμπλάνκα. Μέρος μακρινό, ακούγεται εξωτικό, ήταν εξωτικό για το φανταράκι που ήταν μακριά από την πατρίδα του. Αρσενικό νεαρό, συλλέκτης εικόνων γυναικών για το άλμπουμ της ζωής του. Φοβάται πως θα μείνει άδειο, όταν το κοιτά στα γεράματά του, γιατί το ξέρει από τώρα ότι η μελλοντική του συμβία γρήγορα θα του κάνει απογόνους, γρήγορα η νεαρή εικόνα της θα καλυφθεί από στρώματα σοβά σκασμένου που απελπισμένα παλεύει να κρύψει τις ρωγμές του χρόνου στο πρόσωπό της. Το ξέρει ότι ο στόχος πρέπει να είναι ψηλά. Πρέπει να είναι στα σίγουρα ακατόρθωτος. Πρέπει γιατί κάτι χρειάζεται κι αυτός ο δόλιος να έχει πρόχειρο προς έρωτα στο πέρασμα του χρόνου. Κάτι που να μην είναι δικό του. Κάτι που δε γερνά μαζί του. Κάτι που να σηκώνει ψηλά τα χέρια να τ’αρπάξει αλλά να του γλιστρά μέσα από τα δάκτυλα. Για να μπορεί να κάνει ανατάσεις χεριών και επικύψεις, τις τόσο απαραίτητες για τη σωματική, ψυχική και ερωτική μας υγιεία. Για να μπορεί να είναι πάντα ερωτευμένος. Για να βρίσκει έτσι λόγο να ζει. Γι’αυτό και ο έρωτας πάντα βρίσκεται σε ό,τι δεν μας ανήκει. Ιδίως την άνοιξη.

Βαλς με τον Μπασίρ. Ταινία εβραϊκή. Iσραηλινοί στρατιώτες χρόνια μετά τη συμμετοχή τους στον πόλεμο (χρειάζεται να πω αιματηρή;) ανακαλύπτουν έντρομοι ότι δε θυμούνται τι κάνανε. Πού ήτανε. Ποιους σφάξανε. Γιατί αποφάσισαν πως όλα αυτά δε συμβαίνουν στους ίδιους. Δεν μπορεί να συμβαίνουν σ’αυτούς. Όχι, όχι Θεέ μου. Ή, αν θυμούνται, δεν ενοχλούνται γιατί τα μάτια τους κατέγραψαν τη φρίκη που δέχτηκαν και που δημιούργησαν σαν κάμερες. Μια ταινία είναι όλο κι όλο. Δεν είμαι εγώ που σκοτώνω το παιδί. Είναι ένας ηθοποιός. Εγώ βρίσκομαι βουλιαγμένος στα βάθη του καναπέ μου και τα παρακολουθώ. Δε με αφορούν. Κι όταν τελειώσει η ταινία, θα σηκωθώ, θα κλείσω την τηλεόραση, θα βάλω τις παντόφλες μου και θα πέσω για ύπνο. Θα κοιμηθώ σαν πουλάκι. Γιατί η ενοχή πάντα βρίσκεται σε ό,τι δεν μας αφορά. Γιατί αντιστοίχως ο έρωτας πάντα βρίσκεται σε ό,τι δεν μας ανήκει. Κάτι μακρινό και άπιαστο. Κάτι που αφού κρυφτούμε πίσω από την κουρτίνα το παρακολουθούμε και ναι, δικαιούμαστε να ονειρευτούμε πως το θέλουμε, είτε λέγεται απενοχοποίηση, είτε λέγεται έρωτας. Μας βοηθάει να επιβιώσουμε. Ποτέ όμως να το κατακτήσουμε. Γιατί αν περιμένουμε τους βαρβάρους κι αυτοί τελικά έρθουν, τι θα κάνουμε; Οι άνθρωποι αυτοί ήταν μία κάποια λύσις.

Ο έρωτας βρίσκεται σε ό,τι μας ανήκει. Τον κοιτάμε κατάματα. Άντρες στις επάλξεις. Βουτάτε στα βαθειά γιατί πνιγόμαστε.

Και για όποιον ενδιαφέρεται να συμμετάσχει,
Σκοπός και οδηγίες του παιγνιδιού

(Ακολούθησαν άλλοι τέσσερεις γύροι, στα ιστολόγια των Webwalker, Χρονοστοιβάδα, ΚostasLG και Στενήμαχος Αδόκητος, που είναι και ο τελευταίος που παρέλαβε τη σκυτάλη. Στο ιστολόγιό του μπορεί όποιος έχει διάθεση, να συνεχίσει από την καταληκτική του πρόταση.)
Περισσότερα...

Τρίτη 10 Μαρτίου 2009

Η χώρα των λέξεων

Φθινοπωρινά χρώματα ποταμών και βουνών, ανώνυμος Κινέζος καλλιτέχνης,
δυναστεία Song (960–1127 AD)


Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια χώρα αλλιώτικη, η χώρα των Λέξεων. Ήταν γεμάτη με οροσειρές φτιαγμένες από λέξεις. Τα σύνορά της ήταν περιτριγυρισμένα από βουνά γραμμάτων. Τα πιο σπουδαία από αυτά ήταν η οροσειρά της ΑΓΑΠΗΣ, λιγάκι ανατολικότερα το μέγα βουνό της ΟΡΓΉΣ, δυτικά απλώνονταν οι βουνοκορφές της ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, παρακεί το όρος της ΤΕΧΝΗΣ. Βορινά αντίκρυζε κανείς τις ραχούλες της ΦΙΛΟΧΡΗΜΑΤΙΑΣ και στο κέντρο δέσποζε η οροσειρά της ΑΛΑΖΟΝΕΙΑΣ. Ενδιάμεσα, όπου περίσσευε χώρος, τον γέμιζαν τα λοφάκια της ΘΛΙΨΗΣ. Οι κάτοικοι αυτής της χώρας ήταν όλοι ορειβάτες. Με το που γεννιόντουσαν μάθαιναν να σκαρφαλώνουν. Μερικοί δοκίμαζαν να ανέβουν σε δύο-τρία βουνά πριν καταλήξουν σε ένα συγκεκριμένο. Οι περισσότεροι όμως διάλεγαν το βουνό τους και αναρριχώνταν σε αυτό καθημερινά όλο και πιο ψηλά. Κάθε μέρα είχαν να επιδείξουν την κατάκτηση και μιας νέας κορφούλας. Τότε περιχαρείς πέφταν το βράδυ στα μαλακά τους κρεβατάκια και ονειρεύονταν την κατάκτηση της ψηλότερης κορφής του βουνού τους.

Αυτό όμως δεν τους αρκούσε. Δεν ήθελαν μονάχα να κατακτήσουν την ψηλότερη κορφή του βουνού που είχαν διαλέξει. Ήθελαν κιόλας να αποδείξουν σ’όλους τους άλλους ότι το δικό τους το βουνό ήταν το ψηλότερο. Έτσι είχαν χωριστεί σε ομάδες ισάριθμες με τα βουνά της χώρας τους. Ο ορειβατικός σύλλογος των Αγαπώντων φορούσαν ροζ μπότες. Ο σύλλογος των Οργισμένων μπλε σκούφους. Οι Ελεύθεροι γαλάζια φτερά. Οι Καλλιτέχνες πένες, πινέλα ή σμίλες πίσω από το αυτί. Οι Φιλοχρήματοι μπλούζες από ραμμένα μεταξύ τους χαρτονομίσματα. Οι Αλαζονικοί λοφία από πολύχρωμα φτερά. Και τέλος ο ορειβατικός σύλλογος των Θλιμμένων που πάντα περπατούσαν με τους ώμους πεσμένους. Όλοι τους, όταν δεν ορειβατούσαν, φιλονικούσαν μεταξύ τους για το ποιος από τους συλλόγους ήταν ο καλύτερος. Καμμιά φορά πολεμούσαν στ’αλήθεια και εκτόξευαν με τα κανόνια τους, άλλοι λόγια αγάπης, άλλοι ξεφωνητά οργής. Μερικοί πετούσαν με φόρα στους αντιπάλους τους κατακέφαλα επαναστατικά συνθήματα, για να μην πούμε για όσους χρησιμοποιούσαν αιχμηρά βέλη από ποιητικούς στίχους και χρώματα ζωγραφικής. Αξίζει να μνημονεύσουμε τη μεγάλη μάχη στην πεδιάδα των Αξιών όπου οι Φιλοχρήματοι, που είχαν συμμαχήσει με τους Αλαζονικούς, σκέπασαν με σωρούς από κέρματα τους αντιπάλους τους και θα επικρατούσαν, αν οι Θλιμμένοι δεν ξέπλεναν τους σωρούς με τα ποτάμια των δακρύων τους. Πάντως όταν οι κάτοικοι της χώρας των λέξεων δεν πολεμούσαν μεταξύ τους, ήταν απασχολημένοι με την αναρρίχηση.

Οι Αγαπώντες με τις ροζ μπότες ξεκινούσαν από την πιο χαμηλή κορφούλα, την Αγάπη Για Τους Γονείς. Συνέχιζαν ακάθεκτοι μέχρι να κατακτήσουν τη δύσβατη κορφή του Έρωτα.

Ρωμαίος και Ιουλιέτα
Τότε φορούσαν κονκάρδες σε σχήμα καρδιάς με το Ρωμαίο και την Ιουλιέτα αγκαλιασμένους. Πέφταν, ξαναπέφταν, ξανασηκώνονταν, κάποιοι τελικά τα κατάφερναν κι αυτοί βρίσκαν ένα ζευγάρι δυνατά φτερά έπαθλο στην κορυφή, που το φορούσαν σε όλη την υπόλοιπη ζήση τους. Κάποιοι έχαναν τον προσανατολισμό τους και δεν έφταναν ποτέ ούτε στους πρόποδες. Άλλοι ξεγελιόντουσαν και ανέβαιναν αλλού, πιστεύοντας πως αυτό είναι το βουνό του Έρωτα. Οι μισοί από αυτούς ανάκαλυπταν το σφάλμα τους έντρομοι και κατάκοποι, αλλά παρόλα αυτά συνέχιζαν να ψάχνουν το αληθινό βουνό του Έρωτα. Οι άλλοι μισοί δεν το ανακάλυπταν ποτέ ή έκριναν ότι είχαν χάσει πολύ χρόνο και δεν προλαβαίνουν να ξαναπροσπαθήσουν. Αυτοί ξεκαρφίτσωναν τις κονκάρδες με το Ρωμαίο και την Ιουλιέτα και τότε γίνονταν ξαφνικά τόσο αδύναμοι που σέρναν τα πόδια τους. Μετά ανάβαιναν στο βουνό της Αγάπης Των Παιδιών Τους. Η ανάβαση ήταν εύκολη, όμως οι περισσότεροι κάνανε το σφάλμα να ζώνουν με αλυσίδες το βουνό και τότε δυνατοί σεισμοί τους στέλνανε με μια γλιστερή τσουλήθρα από την κορυφή στα ριζά. Η ψηλότερη πάντως κορυφή της οροσειράς της Αγάπης ονομαζόταν Αγάπη Για Τον Άνθρωπο. Αυτήν ελάχιστοι την είχαν πατήσει και γι’αυτό οι υπόλοιποι, που δεν κάνανε καν τον κόπο να προσπαθήσουν, τους θεωρούσαν ή αγίους ή ηλιθίους.

Οι Οργισμένοι ήταν οι πολυπληθέστεροι. Τόσο, που η χώρα των Λέξεων, όταν την έβλεπε κανείς από αεροπλάνο, έμοιαζε μπλέ εξαιτίας των μπλέ σκούφων τους και του ελαφρώς μπλάβου δέρματός τους από το συνεχή θυμό. Σχεδόν όλοι είχαν ξεχάσει πια γιατί ήταν τόσο οργισμένοι. Είχαν όμως τόσο συνηθίσει, που συνέχιζαν να θυμώνουν κάνοντας μάλιστα πρόβες στον καθρέπτη για να δουν αν μπλαβίσαν ακόμα περισσότερο. Θα έλεγε κανείς ότι καμάρωναν με το θυμό τους και λίγο τους ενδιέφερε προς ποιον θα τον ξαμολύσουν. Υπήρχαν όμως μερικοί που ποτέ δεν ξεχνούσαν το λόγο της οργής τους και μήτε που τους άρεσε να θυμώνουν αλλά ξέρανε πως δε γίνεται να κάνουν αλλιώς.

Η τύφλωση του Πολυφήμου από τον Οδυσσέα, Μουσείο Άργους (7ος αι. π.Χ.)
Πάντως όλοι σχεδόν ανεξαιρέτως είχαν από καιρό γίνει άθεοι ή είχαν πια ξεχάσει εκείνο τον παμπάλαιο θεό τους, που τους μάθαινε πώς να συγκρατούν την οργή τους μέχρι να βρουν κατάλληλη ευκαιρία να εκδικηθούν τον Πολύφημό τους. Αλλιώς θα έμεναν για πάντα κλεισμένοι στη σπηλιά του. Πράγμα που είχαν πάθει οι περισσότεροι οργισμένοι και τώρα απορούσαν τι άραγε να σημαίνει η λέξη «τλημοσύνη»(1) που έβλεπαν παντού χαραγμένη στα τοιχώματα της σπηλιάς από κάποιον Οδυσσέα.

Στα βουνά της Ελευθερίας, οι Ελεύθεροι πετούσαν με όμορφα φτερά- αν και μερικά μαδημένα ή ξέθωρα από την πολυκαιρία- φτιαγμένα από γαλάζια συνθήματα. Τα φτερά όμως δεν τους έκαναν να σκαρφαλώνουν γρηγορότερα από τους άλλους, αφού σε κείνα τα μέρη φυσούσαν συνεχώς δυνατοί αέρηδες που παράσερναν τους δύστυχους ορειβάτες σε άλλα βουνά

"H αλληγορία του σπηλαίου του Πλάτωνα", Jan Saenredam, 1604
ή το χειρότερο σε αλλόκοτες σκοτεινές σπηλιές (2) που ήταν αναγκασμένοι να κάθονται σ’όλη τους τη ζωή δεμένοι σε καρέκλες με τις πλάτες γυρισμένες στον ήλιο, τόσο που ούτε που είχαν αντιληφθεί την ύπαρξή του. Όλοι τους, εκτός από τους κλεισμένους στη σπηλιά που τους αρκούσε το φως του κεριού και περνούσαν για τρελό όποιον τους μίλαγε για την ύπαρξη του ήλιου, θέλανε να φτάσουν στην ψηλότερη κορφή για να μπορούν να αντικρύσουν ευκολότερα κατάματα τον ήλιο. Κάποιοι τα κατάφερναν μετά βίας αλλά οι πιο πολλοί γκρεμίζονταν καθ’οδόν σε χαράδρες γεμάτες κοκαλάκια για τα μαλλιά, καλλυντικά, αυτοκινητάκια, χαρτοπετσέτες, οδοντογλυφίδες, ρούχα, παιγνίδια, φελλούς, σπάνια φαγιά, πινέζες, κουκλόσπιτα, αρωματικά κεριά, χαλιά, βίδες σπιρτόκουτα, οθόνες και θάβονταν εκεί για πάντα. Οι περισσότεροι πάντως ξεχνούσαν σπίτι τα ειδικά γυαλιά που τους επέτρεπαν να βλέπουν μέσα τους και γι’αυτό δε βλέπανε πού είναι η ψηλότερη κορφή της οροσειράς τους. Μάταια την αναζητούσαν έξω τους.

Οι ορειβάτες-Καλλιτέχνες ήταν οι πιο αλλόκοτοι απ’όλους. Τουλάχιστον έτσι πίστευαν οι υπόλοιποι, που δεν μπορούσαν να καταλάβουν ούτε τι έκαναν, ούτε γιατί. Κάποιος ποιητής (3) σαν πρόκες κάρφωνε τις λέξεις να μην τις παίρνει ο άνεμος. Έναν άλλο τον κοροϊδεύανε ποιητή της Κυριακής (4), επειδή κοιτούσε συνεχώς κατάματα τον ήλιο τον ηλιάτορα, και σχεδόν ποτέ τα σκοτάδια, όμως πράγμα περίεργο, όχι μόνο δεν τυφλώθηκε από το δυνατό φως, αλλά έγινε κι ο ίδιος ένας δεύτερος ήλιος.

H Κόρη του Ευθυδίκου (π. 490 π.Χ.)
Άλλος έβγαλε από την ψυχή του ένα κομμάτι μάρμαρο και σμίλευε πάνω του κόρες και κούρους. Ένας τρίτος άγγιξε με το ακροδάκτυλό του το Θεό και τον Αδάμ και τους έδωσε πνοή (5).

Άποψη του Τολέδο, Ελ Γκρέκο
Κάποιος ζωγράφισε ένα συννεφιασμένο ουρανό κι από τότε τα σύννεφα αντιγράφουν τον πίνακά του για να μοιάζουν αληθινά (6). Ένας άλλος άνοιγε το κεμέρι με τις νότες και ύφαινε μ’αυτές στις καρδιές των τριγύρω του ανεξίτηλα το αρχοντόπουλο, τον Κεμάλ (7). Υπήρχαν κι άλλοι όμως καλλιτέχνες-ορειβάτες που τα μάτια τους ήταν σκεπασμένα με δυο φλουριά, γι’αυτό και δε βλέπανε ούτε τα χρώματα ούτε τα λόγια που τους ψιθύριζε η ψυχή τους, μόνο πασάλειβαν τα χαρτιά τους με ορνιθοσκαλίσματα ή τραγουδούσαν με την άψογη φωνή τους αλλά δεν ακουγόταν παρά ένας άψυχος μεταλλικός κρότος τρομερά παράφωνος μέσα στην τελειότητά του.

Οι Φιλοχρήματοι ήταν ανεπαρκώς εφοδιασμένοι για ορειβασία. Οι μπλούζες τους οι φτιαγμένες από χαρτονομίσματα σκίζονταν κάθε τόσο και έπρεπε να ράβουν άλλες, αλλά ακόμα και έτσι η καρδιά τους ξεπάγιαζε σε τέτοια υψόμετρα.
Ο Μίδας, James Gillray (1757-1815)

Ο καθένας τους σκαρφάλωνε ολομόναχος μέσα σε μια κάψουλα που δε χωρούσε άλλον κανένα. Συχνά-πυκνά παραμόνευαν στις κακοτοπιές τους φτωχούς περαστικούς να τους αρπάξουν το υστέρημα και την αξιοπρέπειά τους. Τότε η κάψουλά τους μίκραινε και αναγκάζονταν για να χωρέσουν να πετάξουν ένα κομμάτι του εαυτού τους: τη συνείδησή τους που έκτοτε τριγύρναγε σα μαύρο φάντασμα ανέστιο να στοιχειώνει εκείνα τα βουνά. Παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν ήταν όλοι τους εξαιρετικά επίμονοι. Αλλά οι δυστυχείς δεν έβλεπαν κάτι που ήξεραν όλοι οι άλλοι κάτοικοι της χώρας που αγνάντευαν από μακριά: ότι το όρος της ΦΙΛΟΧΡΗΜΑΤΙΑΣ δεν έχει ψηλότερη κορφή που να μπορεί να κατακτηθεί. Γιατί πάνω που νόμιζε κάποιος πως την πάτησε και ήρθε η ώρα να αναπαυθεί, θάμα μεγάλο συνέβαινε, αυτή ψήλωνε κι άλλο. Ήταν άπιαστη. Κι όπως κάθε τι το άπιαστο άφηνε στους ορειβάτες το αίσθημα του ανικανοποίητου. Τότε ήταν στιγμές που θέλανε ένα γλυκό λόγο παρηγόριας, μα ήταν η κάψουλά τους μικρή, πολύ μικρή και δε χώραγε κανέναν για να τους τον ψιθυρίσει. Ούτε καν τη συνείδησή τους.

Οι Αλαζόνες είχαν δημοφιλή σύλλογο με πολλά μέλη. Κυκλοφορούσαν πάντα με λοφία με πολύχρωμα φτερά, για να ξεχωρίζουν από τους άλλους. Τα φτερά συχνά μαδούσαν αλλά εκείνοι συνέχιζαν να καμαρώνουν, γιατί δε βλέπανε πέρα από τη μύτη τους ώστε να το αντιληφθούν. Και αυτό ήταν αναμενόμενο, αφού η μύτη τους ήταν τόσο μεγάλη και διαρκώς στραμμένη προς τα πάνω, που τους έκρυβε τη θέα των μαδημένων γελοίων φτερών τους. Έτσι έπαθε για παράδειγμα μία σύζυγος ιατρού που κράτησε καρέκλα δίπλα της για την τσάντα της διώχνοντας όποιον πήγαινε να καθήσει. Η τσάντα της ήταν σπουδαίο πρόσωπο και δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Ένας άλλος, στρατηγός, βημάτιζε πάνω-κάτω με τη μεγάλη του στολή και μάζευε βόμβες να αφανίσει τις μυρμηγκοφωλιές κάτωθε του. Μία συγγραφέας δεν ήξερε τι άλλο να πει για τον εαυτό της κι όλο επανάλαμβανε μονότονα ότι είχε γράψει εικοσιπέντε βιβλία, εικοσιπέντε βιβλία, εικοσιπέντε βιβλία. Όλοι τους είχαν από έναν μαγικό καθρέπτη που ανελλιπώς ρωτούσανε:

Ο άρχοντας Farquaad από την ταινία Σρεκ
«Καθρέπτη καθρεπτάκι μου, ποιος στον κόσμο αυτό είναι ο πιο δυνατός;» αυτό ήταν το πιο συχνό ερώτημα, αλλά πολλοί ρωτούσαν επίσης ποιος είναι ο πιο μορφωμένος ή ο πιο ωραίος ή ποιος έχει τα περισσότερα πτυχία ή τη μεγαλύτερη εξουσία, ή την καλύτερη δουλειά ή το πιο πράσινο δέρμα (ξέχασα να πω ότι στη χώρα αυτή όσο πιο πράσινος ήταν κανείς τόσο πιο πολύ παιρνιόταν για σπουδαίος. Τα άλλα χρώματα θεωρούνταν κατώτερα). Ο καθένας τους είχε από ένα καλάμι, που δεν το ξεκαβαλίκευε ούτε στον ύπνο του και που στα μάτια του φάνταζε περήφανο άτι με πλούσια χάμουρα και χρυσοκέντητη σέλα. Κι όταν δε θέτανε κάποιο ερώτημα στο μαγικό τους καθρέπτη, κάνανε βόλτες καβάλα στο καλάμι τους γύρω από το εγώ τους που είχε φύγει από πάνω τους και είχε θρονιαστεί στο κέντρο του παντός τους.

Τριγύρω από αυτά τα βουνά ζούσανε οι Θλιμμένοι σε χαμηλά λοφάκια. Συχνά κρύβανε θησαυρούς μέσα τους, αλλά όταν πήγαιναν να τους ανασύρουν συνήθως μπερδεύονταν τόσο στους ιστούς της θλίψης, που κατέληγαν να μένουν κλεισμένοι στο κουκούλι τους κι αυτοί κι οι θησαυροί τους.

Γέρος άντρας βουτηγμένος στη θλίψη, Vincent van Gogh

Μερικοί ξεμείναν στους λόφους αυτούς, επειδή η ορειβασία τους φαινόταν πολύ δύσκολη ή άνευ ενδιαφέροντος. Κάποιοι άλλοι είχαν απογοητευτεί από τις μάταιες προσπάθειες να ανέβουν σε κάποια από τις ψηλές βουνοκορφές που τους τριγύριζαν ή παραπάτησαν και γκρεμίστηκαν από αυτές. Άλλοι πάλι χάσαν τους αγαπημένους τους και η ζωή τους φαινόταν δυσβάστακτη χωρίς αυτούς. Ή γεννήθηκαν θλιμμένοι και δεν ξέραν το γιατί. Τα δάκρυά όλων τους σχημάτιζαν ποτάμια ορμητικά που ξέπλεναν την ψυχή τους, αν και κάποιοι από αυτούς τα χρησιμοποιούσαν για να πλατσουρίζουν και να μουλιάζουν μέσα τους ηδονικά. Στους λόφους αυτούς είχε πάντα συννεφιά που έκρυβε τον ήλιο και το γέλιο. Κι αν ποτέ ξεμύταγε καμμιά ηλιαχτίδα κλεφτά από καμμιά χαραμάδα, οι Θλιμμένοι κάναν ομπρέλλα τους πεσμένους ώμους τους να μη βραχούν από το φως.

Από την περίεργη αυτή χώρα των φανατικών ορειβατών είχαν περάσει πλήθος πλασμάτων στη διάρκεια της πολύχρονης ιστορίας της. Βασιλιάδες και νάνοι, κυκλαδίτικα ειδώλια και κούροι, ιππότες και ιπποκόμοι, πειρατές και εξερευνητές, σκλάβοι και αφέντες, αναγεννησιακές μαντόνες και δεσποινίδες της Αβινιόν, άνθρωποι και ποντίκια, Καραμαζώφ και θύματα του Σολάρις, Μάκβεθ και Οιδίποδες, Οφηλίες και Κλυταιμνήστρες, ποιητές και πολιτικάντηδες Χαρχούδες, Αντιγόνες και Πιπινέζες, μουσικοί και μουσικάντηδες, πόκεμον και Κεραυνοί Μακ Κουήν, ανθρακωρύχοι και αστροναύτες. Και συνέχιζαν να ζουν στην περίφημη αυτή χώρα κάθε λογής πλάσματα, αλλόκοτα και παράξενα πολύ για μας τους ανθρώπους. Όλοι μα όλοι όμως ένα κοινό πάθος είχαν, την ορειβασία. Μέχρι σήμερα πάντως δεν αποφάσισαν πoιο είναι το ψηλότερο βουνό της χώρας τους. Ερίζουν ακόμα.

Σημειώσεις
(1) τλημοσύνη: Πρόκειται για την οδυσσειακή εκείνη αρετή που σπάνια ο Δίας χαρίζει στους ανθρώπους και αναφέρεται στην συγκράτηση των συναισθημάτων και ιδίως της οργής μέχρι την κατάλληλη στιγμή. Αν για παράδειγμα ο Οδυσσέας άφηνε να τον κατακλύσει η οργή του για το θάνατο των συντρόφων του και τύφλωνε αμέσως τον Πολύφημο, τότε θα εγκλωβιζόταν δια παντός στη σπηλιά, αφού την είσοδο της είχε κλείσει ο κύκλωπας με έναν τεράστιο βράχο.

(2) Πρόκειται για την αλληγορία του σπηλαίου του Πλάτωνα. Η περικοπή από την Πολιτεία στο πρωτότυπο και μεταφρασμένη εδώ.

(3) "Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις/ Να μην τις παίρνει ο άνεμος", Μανόλης Αναγνωστάκης, Ποιητική από τη συλλογή Ο Στόχος.

(4) Ποιητής της Κυριακής απεκαλείτο ο Οδυσσέας Ελύτης για τη θεματολογία του που έχει κέντρο τον ήλιο, το φως , τη φύση, τη χαρά, τον έρωτα και πολύ λιγότερο τα καθημερινά υπαρκτά προβλήματα.

(5) Αναφορά στη σκηνή κατά την οποία ο θεός αγγίζει τον Αδάμ και του δίνει πνοή από το έργο του Μικελάντζελο στην Καπέλα Σιξτίνα.

(6) Αναφορά στον Ελ Γκρέκο.

(7) Πρόκειται βέβαια για τον Κεμάλ του Μάνου Χατζιδάκη.
Περισσότερα...

Πέμπτη 5 Μαρτίου 2009

Πώς να διαβάζετε παραμύθια στα παιδιά

Ο τρόπος ανάγνωσης ενός βιβλίου σε παιδιά, που ακόμα δε διαβάζουν από μόνα τους, φαίνεται πως είναι εξίσου σημαντικός -για να μην πω περισσότερο- με το είδος και την ποιότητα του αναγνώσματος. Μία ξερή, άχρωμη ή βιαστική ανάγνωση ενός ενδιαφέροντος βιβλίου μπορεί να κάνει το παιδί να πλήξει και ως εκ τούτου να μην αγαπήσει το διάβασμα, ενώ μια διαφορετική προσέγγιση στην ανάγνωση ενός βιβλίου πολύ κατώτερου είναι ικανή να ενθουσιάσει τους λιλιπούτιους ακροατές.

Να λοιπόν μερικοί τρόποι που αν αξιοποιηθούν μπορούν να βελτιώσουν αισθητά την αναγνωστική εμπειρία τόσο για τον γονέα όσο και για το παιδί. Κοντά σε αυτά και κάποιες παρατηρήσεις για τα είδη των αναγνωσμάτων και τις ηλικίες που αυτά απευθύνονται.

1. Οποιοδήποτε παιδικό εικονογραφημένο βιβλίο μπορεί να αποδειχτεί κατάλληλο όχι μόνο για τις ηλικιακές ομάδες που απευθύνεται αλλά και για πολύ μικρότερα παιδιά. Τι θα λέγατε για Αστερίξ σε δίχρονο; Ή για διασκευή έργων του Σαίξπηρ για παιδιά οκτώ με δέκα ετών σε τρίχρονο; Κι όμως θα εκπλαγείτε πόσο καλά ανταποκρίνονται ακόμα και τόσο μικρά παιδιά. Προϋπόθεση για το εγχείρημα να έχει διαβάσει πρώτα ο γονιός όλο το παραμύθι, ώστε να είναι σε θέση να το αφηγηθεί απλοποιώντας το λεξιλόγιο ή παραλείποντας σημεία της πλοκής, όπου αυτά δε συνάδουν με το ηλικιακό ή το γνωστικό επίπεδο του παιδιού. Κάθε δε φορά που ξαναδιαβάζουμε το ίδιο βιβλίο αυξάνουμε τη δυσκολία στο λεξιλόγιο, έως ότου φτάσει η στιγμή να το διαβάσουμε αυτολεξεί. Με τον τρόπο αυτό και το παιδί συλλαμβάνει την πλοκή και τη σχέση των χαρακτήρων και πλουτίζει το λεξιλόγιό του. Σημαντικό να εξηγείτε κάθε νέα λέξη επαρκώς με γνωστά συνώνυμα ή περιφράσεις. Σταδιακή προσέγγιση λοιπόν.

2. Άλλη προϋπόθεση είναι βέβαια η ύπαρξη εικονογράφησης. Και μάλιστα όσο πιο αισθητικά ανεβασμένη και πλούσια είναι αυτή, τόσο καλύτερα. Τα παιδιά λειτουργούν ασφαλώς με εικόνες. Ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, μια καλή εικονογράφηση βοηθά τη φαντασία τους να ενδύσει τη διήγηση μας. Πώς όμως αξιοποιούμε την εικόνα; Τη χρησιμοποιούμε σαφώς για να ενθαρρύνουμε το παιδί να μας δείξει αυτά που διηγούμαστε ή που το ρωτάμε. Τότε το παιδί νιώθει ότι συμμετέχει (και πράγματι αυτός είναι ένας τρόπος για να συμμετέχει) ενεργητικά και όχι ότι κάθεται παθητικά και απλώς να ακούει. Μην ξεχνάτε ότι το βιβλίο δε διαθέτει κινούμενη εικόνα όπως η τηλεόραση και άρα δεν κρατάει το ενδιαφέρον για ώρα, αν το παιδί δε νιώσει ότι αλληλεπιδρά κατά κάποιο τρόπο.

3. Ήδη λοιπόν ανέφερα κάτι άλλο πολύ σημαντικό. Διαρκώς δίνουμε ευκαιρίες στο παιδί να μιλήσει και επ’ουδενί δεν το εξαναγκάζουμε σε παθητική ακρόαση. Για παράδειγμα ρωτάμε να μας δείξει στο συγκεκριμένο καρέ του Αστερίξ πού είναι ο Κακοφωνίξ και γιατί νομίζει ότι είναι δεμένος ή τι κάνει πάνω στο δενδρόσπιτό του. Εννοείτε ότι έχουμε φροντίσει λίγο πριν ή από προηγούμενες αναγνώσεις να καταλάβει και ποιος είναι ο Κακοφωνίξ και ό,τι τον αφορά. Και φυσικά δεν παραλείπουμε να προτρέψουμε να μιμηθεί τον παράφωνο βάρδο, κάτι που, θα διαπιστώσετε, πως θα κάνει το παιδάκι με μεγάλη του χαρά προς δυστυχία των ώτων σας. Η ωφέλεια είναι διπλή. Διατηρούμε απτόητο το ενδιαφέρον του παιδιού, και παράλληλα το εθίζουμε σε έναν διαλεκτικό τρόπο με την έννοια ότι πολύ σύντομα θα μάθει να απορεί και το σημαντικότερο, να εκφράζει τις απορίες του για ό,τι δεν καταλαβαίνει. Είναι πολύ σπουδαίο να μάθουν τα παιδιά να ρωτάνε.

4. Αν λοιπόν τα ρωτάμε από το πού βλέπεις στην εικόνα τον Κακοφωνίξ μέχρι το γιατί είναι δεμένος (προσέξτε, περνάμε από το πού στο γιατί) και παράλληλα έχουμε σαφώς τοποθετηθεί λεκτικά ή με την ευρύτερη στάση μας ότι μπορούν να εκφράζουν τις απορίες τους, είναι σίγουρο ότι σε μικρό χρονικό διάστημα θα ρωτήσουν και τα ίδια θεωρώντας δεδομένη την αναγκαιότητα της ερώτησης και χωρίς να ντρέπονται, επειδή δεν κατανόησαν εξ αρχής ποιος είναι ο Κακοφωνίξ, ή παραπέρα γιατί τα σπίτια των Γαλατών είναι καλύβες και των Ρωμαίων επαύλεις. Η αρχή της γνώσης: μαθαίνω πρώτα να παρατηρώ και μετά να ρωτάω. Φυσικά υπάρχουν και άλλα είδη ερωτήσεων από πλευράς των γονέων εξίσου σημαντικά, που ενθαρρύνουν όχι τόσο τη γνώση, όσο τη φαντασία, του τύπου: τι νομίζεις ότι θα γίνει μετά ή πού θα πάνε τώρα. Μπορούμε για λίγο να παρακάμψουμε το συγγραφέα και να αφήσουμε το παιδί να δώσει τη δική του εκδοχή στην εξέλιξη του μύθου.

5. Όλα αυτά όμως δεν αρκούν, αν παραβλέψουμε την ανάγκη του παιδιού για κίνηση και έκφραση μέσα από αυτήν. Δεν μπορούμε να έχουμε απαίτηση από ένα μικρό παιδί να καθήσει για ώρα αρκετή δίπλα μας ακίνητο για να του διαβάσουμε. Πρέπει να βρούμε τρόπο να εκτονώσουμε αυτήν του την ανάγκη χωρίς να διασπαστεί η προσοχή του. Λύση είναι η περιοδική θεατρικοποίηση της ιστορίας. «Πώς έπιασε ο Οβελίξ το αγριογούρουνο; Δείξε μου» (το αγριογούρουνο μπορείτε να το υποδυθείτε εσείς...). Ή «πώς περπατούσε ο Ιούλιος Καίσαρας;» (Ή η Κλεοπάτρα. Τα κοριτσάκια μάλλον θα το εκτιμήσουν περισσότερο. Σε αυτήν την περίπτωση εσείς μπορείτε να υποδυθείτε το σκλάβο της βασίλισσας που της κάνει αέρα, αν και το πιτσιρίκι είναι βέβαιο ότι θα ζητήσει και άλλα πράγματα από εσάς το σκλάβο...). Η προσωπική σας συμμετοχή στη θεατρικοποίηση είτε στο ρόλο του αγριογούρουνου είτε του σκλάβου εκτός από το ότι θα προκαλέσει ενθουσιασμό και θα κάνει εσάς να νιώσετε όμορφα, θα σταθεί υπόδειγμα για τα παιδιά, που κατά κανόνα αρνούνται να κάνουν ό,τι δεν υλοποιούμε εμείς ως τρόπο έκφρασης.

6. Υπάρχουν πολλά ακόμα που μπορεί να κάνει ο γονιός για να προσελκύσει και να διατηρήσει το ενδιαφέρον. Πλαισιώστε τη διήγηση (όχι κατ’ανάγκη τη στιγμή της διήγησης του παραμυθιού αλλά αργότερα, για να μη διασπαστεί η πλοκή) με γεωγραφικές, ιστορικές ή πολιτισμικές πληροφορίες, όπου αυτό είναι δυνατόν. Δείξτε στο χάρτη πού είναι η Γαλατία. Πείτε ότι σήμερα λέγεται Γαλλία. Μιλήστε τους για το Παρίσι και τον πύργο του Άιφελ. Δείξτε τους εικόνα του πύργου του Άιφελ από τότε που είχατε εσείς επισκεφθεί το Παρίσι, από κάποιο βιβλίο ή από το διαδίκτυο. Αφήστε τους το βιβλίο με την εικόνα στο τραπέζι για λίγες μέρες ώστε να μπορούν να το ξεφυλλίσουν και από μόνα τους (ναι, ο κίνδυνος να βρείτε σκισμένη κάποια σελίδα από το αγαπημένο σας φωτογραφικό λεύκωμα είναι υπαρκτός, αλλά σκεφτείτε πότε ήταν η τελευταία φορά που το κοιτάξατε και ότι δίχως την αφορμή των παιδιών μάλλον θα το έτρωγε η σκόνη). Σε δεύτερο επίπεδο μιλήστε τους για την αρχαία Ρώμη. Δείξτε τους μνημεία και αγάλματα. Δώστε κάποια ιστορική πληροφορία για τον Ιούλιο Καίσαρα. Ότι χωρίς να είναι αυτοκράτορας φορούσε την κόκκινη αυτοκρατορική τήβεννο. Ή κάποια από τις διάσημες ρήσεις του. Και πάει λέγοντας. Έτσι τα παιδιά θα κατανοήσουν ακόμα καλύτερα το μύθο, αφού θα έχουν μάθει να τον εντάσσουν σε ένα ευρύτερο πλαίσιο. Γενικότερα οι προεκτάσεις του είδους (ή οι αναλογίες με καταστάσεις που αντιμετωπίζουν τα ίδια τα παιδιά ή βλέπουν γύρω τους, όπου το παραμύθι δεν ευνοεί ιστορικές ή γεωγραφικές αναφορές), όχι μόνον εδραιώνουν την κατανόηση, αλλά επιπλέον ενθαρρύνουν την έρευνα ως τρόπο σκέψης και μάθησης.

Το σίγουρο είναι πως μια τέτοιου είδους αναγνωστική προσέγγιση είναι χρονοβόρα. Δύο σελίδες του Αστερίξ στο ημίωρο. Αλλά σίγουρα αξίζει τον κόπο. Μην εκπλαγείτε καθόλου αν στη συνέχεια εμφανιστεί το τετράχρονο βλαστάρι σας με ύφος μεγάλου στρατηλάτη αναφωνώντας «Veni, vidi, vici» εις άπταιστον λατινικήν ή δείτε οι μαμάδες την κόκκινη μεταξωτή σας εσάρπα να προβιβάστηκε σε ρόλο πορφυρής τηβέννου... Έτσι και αλλιώς με τόσο μικρά πιτσιρίκια οι βραδινές σας έξοδοι έχουν περιοριστεί τόσο που δεν τη χρειάζεστε.
Περισσότερα...

Κυριακή 1 Μαρτίου 2009

Μικρά παραμυθάκια για παιδιά ενός έως τεσσάρων χρονών

Τα παραμυθάκια αυτά -όσα μπορώ να θυμηθώ- προέκυψαν από την επιτακτική ανάγκη να βρεθεί άμεσα μια νέα ιστορία για ώρες δύσκολες. Και ποιος γονιός δεν έχει αντιμετωπίσει το πρόβλημα, έντρομος να στίβει το μυαλό του, για να αφηγηθεί κάτι και η φαντασία του να τον προδίδει; Οι ιστοριούλες που θα παραθέσω προέκυψαν από παρατήρηση των ιδιαιτεροτήτων της στιγμής. Από το γεγονός ότι ήταν νύχτα και άρα έχει αστέρια (Το σβησμένο αστεράκι), έως ότι ήταν η ώρα για το γάλα (Ο γαλατάς). Άλλοτε αφορμή στάθηκε το μεσημεριανό φαγητό και τα όσπρια που κατά κανόνα αντιπαθούν τα παιδιά (Ο πόλεμος των οσπρίων). Κάποτε πηγή έμπνευσης στάθηκε και η ανάγκη εξεύρεσης κάποιου αθώου τεχνάσματος για να πάψουν τα παιδιά να ζουζουνίζουν κι επιτέλους να κοιμηθούν. Φαίνεται πως αν ο γονιός αξιοποιήσει τα απλά καθημερινά που λαμβάνουν χώρα γύρω του, μπορεί τελικά να φτιάξει μια ιστορία για να κατευνάσει τα αχόρταγα για παραμύθια παιδιά του, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο πετυχημένη. Μέχρι την επόμενη φορά που τα αγγελούδια του θα απαιτούν καινούριο παραμύθι...

Το σβησμένο αστεράκι
Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένα αστεράκι που δεν είχε καθόλου φως. Ήταν σβηστό. Δυστυχία του! Τι σόι αστέρι είναι άμα δε λάμπει; Όλα τα άλλα αστέρια ήταν ολόλαμπρα, άλλα κόκκινα, άλλα μπλε, άλλα μωβ, άλλα...(εδώ μπορεί κανείς να ενθαρρύνει τα παιδιά να πουν τι χρώματα φαντάζονται πως έχουν τα άστρα), το αστεράκι μας όμως δεν είχε ούτε μια σταλιά φως. Καθόταν λυπημένο πολύ και επιπλέον ντρεπόταν. Τότε τα άλλα αστέρια το προσέξαν. «Τι έχεις αστεράκι μου και μαραζώνεις; Τι σε κάνει να κλαις;» «Στέρεψα από φως!» βούρκωσε το αστεράκι και χαμήλωσε τα μάτια. «Γι’αυτό σκας; Να, πάρε από μας που μας περισσεύει!». Και τράβηξε μια ακτίνα κόκκινη το κόκκινο αστέρι και την καρφίτσωσε στο σβησμένο αστεράκι. Και μια γαλάζια το γαλάζιο αστέρι, δύο το πράσινο που ήταν πολύ μεγάλο, άλλες δύο ακτίνες το ροζ, παρόλο που ήτανε μικρό. Κοιτάζεται το αστεράκι μας και τι να δει! Έλαμπε ολόκληρο και όχι με ένα χρώμα, αλλά με πολλά. Γέμιζε με πολύχρωμο φως τον ουρανό και ήταν τόσο μα τόσο φωτεινό και όμορφο! Δεν ήταν όμως μόνο γι’αυτό που έλαμπε τόσο, όσο κανένα άλλο αστέρι. Δεν ήταν μονάχα οι ακτίνες αλλά και η αγάπη των άλλων αστεριών που το έκανε έτσι ολόλαμπρο.

Η μάγισσα Μπο Μποφλό
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια μάγισσα που έκανε συλλογή από γραμματάκια. Είχε δε ιδιαίτερη αδυναμία στα ρο. Κι επειδή δεν ήταν τόσο καλή στα μαγικά για να φτιάξει μόνη της γραμματάκια, τα έκλεβε από τα παιδάκια. Πώς; Απλούστατα παραφύλαγε έξω από τις πόρτες των παιδικών δωματίων να ακούσει αν τα παιδιά κοιμούνται ή κάνουν θόρυβο. Αν άκουγε τα παιδάκια να μιλάνε, όρμαγε στο δωμάτιό τους και έσκουζε μπο-μπο-...φι, ας πούμε. Έτσι παγίδευε όλα τα φι που ξεστόμιζαν τα παιδάκια που μιλάγανε και δεν είχαν κλείσει ακόμα τα ματάκια τους... Άλλες φορές η τρομερή μάγισσα Μπο Μποφλό έψαχνε ρο, για να βάλει στο άλμπουμ των γραμμάτων της. Κι όχι όποιο κι όποιο ρο, αλλά ένα παιδικό ζουμερό από τα σπάνια. Φώναζε μπο-μπο-ρο, κι αυτό ήταν, χάναν τα παιδάκια που μιλούσαν και δεν είχαν ακόμα κοιμηθεί τα ρο τους. Άντε τώρα να ζητήσουν νερό. Λέγανε νεό και κανείς δεν καταλάβαινε ότι διψάνε. Θέλανε να μιμηθούν τα αυτοκινητάκια κάνοντας βρρρρρρ, αλλά ακουγόταν σκέτο ββββββ. Τι σόι αυτοκινητάκι είσαι χωρίς βρρρρρρ; Έτσι η μάγισσα Μπο Μποφλό, η κλέφτρα των γραμμάτων είχε γίνει ο φόβος και ο τρόμος των παιδιών όχι μόνο την ώρα του βραδινού ύπνου αλλά και του μεσημεριανού. Εσείς είδατε την Μπο Μποφλό να τριγυρνάει πουθενά εδώ γύρω ή κοιμάστε νωρίς το βράδυ και δεν κινδυνεύετε να σας κλέψει κανένα γράμμα; (Δεν ξέρω αν το παραμυθάκι αυτό είναι αντιπαιδαγωγικό, αλλά πιάνει χωρίς να μιλάει για μπαμπούλες και κακούς λύκους. Μόνο για μια αθώα μάγισσα φανατική συλλέκρια σπάνιων γραμμάτων...)

Ο γαλατάς
Μια φορά κι έναν καιρό, την εποχή που ήταν παιδιά οι παππούδες σας και οι γιαγιάδες σας, οι γονείς δεν αγόραζαν το γάλα από το super market, αλλά το έφερνε κάθε πρωί στο σπίτι ο γαλατάς. Φόρτωνε το γάιδαρό του με δυο μεγάλα δοχεία γάλα και τριγύρναγε στις γειτονιές φωνάζοντας όσο πιο δυνατά μπορούσε «οοο γαλατααάς» (εδώ μπορείτε να προτρέψετε τα παιδιά να φωνάξουν κι αυτά τη λέξη). Οι νοικοκυρές κι οι νοικοκύρηδες βγαίνανε τότε στην εξώπορτα του σπιτιού τους με ένα άδειο μπουκάλι που ο γαλατάς το γέμιζε φρέσκο γαλατάκι αγελάδας. Μια μέρα όμως δεν έδεσε καλά τα δοχεία στη ράχη του γαϊδάρου- της γαϊδάρας για την ακρίβεια- και χύθηκε όλο το γάλα στο δρόμο. Τώρα τι γάλα θα πιουν τα παιδιά; Ο γαλατάς στενοχωρήθηκε πολύ και δεν ήξερε τι να κάνει. Ήδη άκουγε μερικά μωρά να κλαίνε επειδή πεινούσαν. Τότε κατέβασε μια ιδέα. Σκέφτηκε, και γιατί δεν αρμέγω τη γαϊδάρα; Το είπε και το έκανε. Γέμισε τα αδειανά δοχεία του με γάλα γαϊδάρας. Εκείνη τη μέρα όλα τα παιδάκια ήπιαν γάλα γαϊδάρας. Γι’αυτό για πολύ καιρό τους ξέφευγε κανένα γκάρισμα ανάμεσα στις λέξεις και οι γονείς απορούσανε, μα ποτέ δεν κατάλαβαν γιατί (εννοείτε ότι προτρέπουμε τα παιδιά σε αυτό το σημείο να μιμηθούν το γάιδαρο).

Ο πόλεμος των οσπρίων
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια κατσαρόλα με φακές που σιγοβράζανε. Πιάσαν λοιπόν κουβέντα και λέγανε πως από όλα τα όσπρια αυτές σίγουρα είναι οι καλύτερες και πιο θρεπτικές. Κι όσο τα λέγανε αυτά φουσκώνανε από περηφάνεια και μαλακώνανε στην κατσαρόλα. Λιγάκι παρακεί βρισκόταν ένα βάζο με φασόλια που ακούγαν τη συζήτηση και φρίξανε. Πώς τολμάτε εσείς οι σκουρόχρωμες φακές να λέτε ότι είστε καλύτερες από εμάς τα φασόλια; Κοιτάξτε το χρώμα μας άσπρο-άσπρο και όμορφο που είναι! Εσείς μπορεί να έχετε περισσότερο σίδηρο και να περνιέστε για πιο θρεπτικές, αλλά εμείς έχουμε ποικιλία μεγάλη. Και με ένα σφύριγμα καλέσανε τους συγγενείς τους, τα μαυρομάτικα και τους γίγαντες. Περνούσαν από κει κοντά τα ρεβύθια και κιτρίνισαν ακόμα πιο πολύ από το θυμό τους. Ούτε άσπρο, ούτε μαύρο. Κίτρινο είναι το χρώμα το σωστό. Τι λες και εσύ φάβα, φωνάξαν λιγάκι δυνατά, για να ακούσει η φάβα που ήταν πολυκαιρισμένη σε ένα ξεχασμένο βάζο και βαριάκουγε. Κι άρχισαν τα όσπρια να τσακώνονται για το ποιο είναι το καλύτερο. Φωνές και κακό μεγάλο. Καβγάς με τα όλα του. Πάνω στον καβγά μαύρισε και το μάτι των μαυρομάτικων. Τότε ήρθε τρέχοντας η μαμά, τα μάζεψε, γιατί είχαν βγει από τα βάζα τους και τα οδήγησε στους δικαστές, τα παιδιά, να λύσουν τη διαφορά τους και να ανακαλύψουν το καλύτερο. Οι δικαστές όμως είπαν ότι αν δεν δοκιμάσουν όλα τα όσπρια, δεν μπορούν να βγάλουν απόφαση. Από τότε ορίστηκε κάθε εβδομάδα να τρώνε τα παιδάκια κι από ένα διαφορετικό όσπριο, για να μάθουν ποιο είναι το καλύτερο και να πάψουν έτσι να τσακώνονται τα δύστυχα όσπρια μεταξύ τους. Εσείς τι όσπριο φάγατε αυτή την εβδομάδα;
Περισσότερα...