Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2009

Η συνέχεια

Εδώ λοιπόν η συνέχεια.

Παραμύθια και μικρές ιστορίες

Με προσανατολισμό δηλωμένο στον τίτλο του ιστολογίου. Διόλου πρωτότυπος πλην όμως σαφής ως προς το περιεχόμενό του. Παραμύθια για παιδιά και ενίοτε για μεγάλους. Και μικρά διηγήματα, ιστορίες μικρές.

Τη γραφή δεν τη χρησιμοποιείς, σε χρησιμοποιεί. Για όσο το κάνει ακόμα. Πάντα μπορείς να το κάνεις στο τετράδιό σου. Αλλά το βλέμμα όσων τυχόν ρίξουν μια ματιά, σίγουρα διαμορφώνει προς άπασες κατευθύνσεις.
Η έξοδος προς τον άλλο είναι ζωή.
Η έξοδος από κάτι που το αφήνεις να πεθαίνει είναι μαρασμός.
Διο και εγένετο το νέο ιστολόγιο...
Περισσότερα...

Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2009

Πέρασα να αφήσω τα κλειδιά πάνω στην πόρτα.

Το ιστολόγιο αυτό, αν ήδη δεν έγινε αντιληπτό, τερματίζει τη λειτουργία του. Πέρασα να αφήσω τα κλειδιά πάνω στην πόρτα. Μπορεί κατά καιρούς να το επισκεφθεί όποιος περαστικός θελήσει.

Άκαμπτες γραμμούλες που ονειρεύονται ότι είναι σαρκώδη χείλη που τρέμουν.
Seprevives που τους έλειψε το θάρρος, σίγουρα όχι ο λόγος, αλλά κουνάν δασκαλίστικα το δαχτυλάκι τους εκ τους ασφαλούς. Αβρόχοις ποσίν λοιπόν.
Ευαίσθητοι που ξέρουν να αφουγκράζονται με αξιοπρέπεια παλαβές και ανήκουστες ιστορίες για αρχαιολόγους και αγάλματα.
Σκατόμυγες του νου που στερούνται οι δυστυχείς κάθε χάρη και κομψότητα.
Απελπισμένοι Παρασκευάδες που φοβούνται για τον Ροβινσώνα τους-αυτούς πραγματικά τους πόνεσα-.
Άδολοι περιπατητές.
Και άλλοι μερικοί.
Κύκλοι πάντως που πίστευαν ότι είναι χοάνες ικανές να καταπιούν ακόμα και τον ίδιο τους τον εαυτό, δε θα περάσουν. Αυτοί δουλεύουν το βάθος τους αλλού πια με μεγαλύτερη δύναμη και σοφία, ίσως και με μια μικρή αναπόφευκτη θλίψη για όποιον είναι σταθερά προσανατολισμένος στη ζωή.

Πάντως, αν θέλω να είμαι έντιμη-και πάντα πιστεύω ότι ήμουν και θα είμαι-, όλοι με βοήθησαν. Αγνοώ αν τους το ανταπέδωσα -πράγμα που πραγματικά εύχομαι- και υποψιάζομαι ότι δε θα μάθω.

Έχω σκορπίσει παντού στο έρημο σπιτικό φαναράκια. Για να τα ανάψετε χρησιμοποιείστε έρωτα και θάρρος. Όχι σκότος σκέτο. Δε θα δείτε τίποτα.
Αν έστω ένα από τα συστατικά λείψει, δε θα αντιληφθείτε παρά μόνον σημειακές τελείες χωρίς διαστάσεις, μελό, υπερβολές, φαντασιώσεις, ξεπουλήματα, τελευταίες ευκαιρίες, υπερτιμημένα συναισθήματα, πλάνες και ό,τι τέλος πάντων έχει ο καθένας μέσα του. Αλλά όχι αυτό το ιστολόγιο.

Γεια χαρά και σας ευχαριστώ για το ταξίδι!

Y.Σ. Να προσθέσω μόνον ότι τη λυσίκομη κόρη και το νερένιο βέλος θα τα πάρω για πάντα μαζί μου. Παραείναι πολύτιμα για να τα αφήσω στην τύχη τους και στα ερωτηματικά τους.
Περισσότερα...

Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2009

Απορία

Συνώνυμο της δυσκολίας, η έλλειψη πόρων, η αδυναμία εξεύρευσης λύσης. Δυσκολεύομαι να. Δυσκολεύομαι στ’αλήθεια;
Πόση δυσκολία μπορεί να συναντήσει ένας κύκλος, κατ’εξοχήν ερωτικό σχήμα
Μία γραμμή; Κατ’εξοχήν αντιερωτική, άσχετα με το τι η ίδια πιστεύει.
Μία γραμμή βέβαια μπορεί να πάρει πολλά σχήματα κατά καιρούς.
Και πως μπορούν να διασταυρωθούν μία γραμμή και ένας κύκλος;
Δεν μπορούν.
Ούτε στ’ άλήθεια ποτέ μπόρεσαν, παρά τα φαινόμενα.

Μπορεί ένας κύκλος να δεχτεί να παίξει τσέρκι με τη γραμμή
και η γραμμή να διερευνά την υπομονή της με αυτόν τον τρόπο.
Ή μπορεί ο κύκλος να ζαλίστηκε από τις γύρες.
Ή μπορεί η γραμμή να νόμιζε ότι είναι κύκλος ή μαγικό ραβδί, ή ένα τοτέμ ή , ή, ή…
Ή μπορεί ο κύκλος να έμεινε τελικά ακίνητος ενώ νόμιζε ότι κινείται ή να ήταν ιπτάμενος δίσκος ή το ταψί μίας κουζίνας ή, ή, ή…

Ή μπορεί απλά ο κύκλος να ήταν μία ξεδιάντροπη πόρνη και η γραμμή ένας πελάτης που δεν πρόλαβε.

Ή τίποτα από όλα αυτά.


Κι όμως παρά τα φαινόμενα και η γραμμή και ο κύκλος, γελάνε καλόκαρδα.
Βασικά γελάνε με αγάπη.
Και ανθρώπινη κατανόηση ο ένας για την απορία του άλλου.
Περισσότερα...

Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2009

Το πάρε-δώσε των βλεμμάτων: και ποιος θα ξεχωρίσει το α΄ από το β΄ ενικό πρόσωπο;-Σπουδή πάνω στην εμπλοκή του Εγώ και του Εσύ

Δώσε: Το βράδυ, το μαύρο σου να ενωθεί με τη μουσική της ώριμης Λένας Πλάτωνος. Τα βάθη του πνιγμού. Και να μην μπορείς να ουρλιάξεις. Ή έστω να κλάψεις.
Πάρε: Το ψιθύρισμα της γυναίκας του Ψαρά πάνω στο ψαροκάικο, καθώς σε αντιλαμβάνεται να πλησιάζεις: «Φτου σου κοπέλα μου». Της χαμογελάω ίσια στα μάτια. Δε χρειάζεται να κοιταχτώ μέσα τους. Ξέρω ότι είμαι άυπνη, αναμαλλιασμένη, με βρώμικα αθλητικά, άβαφη. Ξέρω όμως και τι έδωσα το προηγούμενο βράδυ, για να πάρω τώρα έτσι αναπάντεχα από αυτή τη μεγάλη γυναίκα.
Δεν αγόρασα ψάρια από αυτήν. Προχώρησα παρακάτω. Δεν την πείραξε καθόλου. Είχε ήδη πάρει από μένα. Όχι χρήματα.

Δώσε: Τον παρανοϊκό ξαφνικό φόβο στη ματιά ένα καλοκαιριάτικο βράδυ, ότι ένα φίδι θα σκαρφαλώσει και θα χωθεί στο κρεβάτι σου από το ανοιχτό παράθυρο. Να προσπαθείς να σταματήσεις την αιμορραγία του τρόμου από το βλέμμα σου και αυτή να αρνείται να υποταχθεί στη λογική σου.
Πάρε: Την ανακούφιση, όταν ξημέρωσε και βλέπεις μια οχιά νεκρή ακριβώς κάτω από το παραθύρι σου. Τραύμα κανένα πάνω της. Τι να τη σκότωσε άραγε;
Ανακούφιση όχι γιατί δε σε τσίμπησε. Αλλά γιατί μου απέδειξε το δύστυχο πλάσμα με το νεκρό σώμα του, ότι δεν είμαι τρελλή.

Δώσε: Ένα χαμόγελο ζωντανό και προκλητικό στο φωτογράφο. Το αγόρασες ακριβά στην αγορά του μαύρου. Δε σου χαρίστηκε τζάμπα. Προχώρα. Μη φοβάσαι. Δεν το έκλεψες. Το πλήρωσες.
Πάρε: Το βλέμμα του φωτογράφου. Ένα βλέμμα απύθμενα τρυφερό. Σταθερά. Από αυτά που προσπαθούν να σε πείσουν με νύχια και με δόντια ότι το «για πάντα» είναι στο χέρι μας. Ακόμα και μετά θάνατον.
Δεν πειράζει που δεν το κατάφερε. Να σε πείσει. Γιατί «για πάντα» θα σε αγκαλιάζει αυτό το αέναο βλέμμα, όταν σφίγγεσαι πάνω του τις κρύες νύχτες του χειμώνα. Ακόμα και όταν δεν είναι εκεί πάντα, να περιμένει να τελειώσει ο αέναος χειμώνας σου. Εσύ θα το θυμάσαι.

Δώσε: Μια μικρή σιωπή, μιαν ανάσα, στο τηλέφωνο αργά το βράδυ. Είναι το μόνο που έχεις να δώσεις. Είναι το μόνο που σου ζητάει. Το παν δηλαδή. Το ξέρεις ότι για αυτό χτυπάει το τηλέφωνο τέτοια ώρα. Δεν είναι λοιπόν όλα παρανοήσεις;
Πάρε: Ό,τι ακριβώς έδωσες. Αν δώσεις παρανόηση, θα πάρεις παρανόηση. Αν δώσεις αλήθεια, θα πάρεις αλήθεια. Αν δώσεις την ομιλούσα σιωπή σου θα πάρεις την ανάσα μου. Για μία φορά. Είναι βαθειά. Μη φοβάσαι. Φτάνει. Θα σε κρατήσει μέχρι τέλους.

Δώσε: Όταν σου ζητάω. Όταν μου ζητάς. Δεν είναι ζήτημα φιλανθρωπίας. Ή οίκτου. Ή πάρε-δώσε με τους νόμους της αγοράς. Είναι αναγκαιότητα. Ανάγκα γαρ και οι θεοί πείθονται. Φαντάσου. Και συ, και γω, δεν είμαστε παρά κοινοί θνητοί. Πώς να την αρνηθούμε; Την αναγκαιότητα.
Πάρε: Όταν σου δίνω. Όταν μου δίνεις. Ου μενετοί οι καιροί για σπατάλες έμψυχου υλικού. Ποτέ εξάλλου δεν ήταν. Δέχεσαι; Δέχομαι, δέχεσαι. Δεχόμαστε. Εμείς. Σταθερά το πιο δύσκολο. Σχεδόν μυθικά ακατόρθωτο. Σχεδόν.
Περισσότερα...

Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2009

Αν δεν πεις καληνύχτα, δεν μπορείς να πεις καλημέρα: Η συναυλία της Λένας Πλάτωνος στο Παλλάς

Λένα Πλάτωνος, η συναυλία στο Παλλάς

Η Γυναίκα άφησε τη μαυρίλα της στη μουσική της και τη φωνή της. Ανεξίτηλο χρώμα χαράχθηκε ανεξίτηλα στις νότες της και στον αβίαστο άφωνο λυγμό της απαγγελίας της. Μόνες πινελιές συνάδουσες η αβάσταχτη ειρωνία προς τον εαυτό της. Η αβάσταχτη κοφτερή οργή. Η αβάσταχτη περιδίνηση στις αποχρώσεις του μαύρου. Τέχνη της να συγχρονίζει τα κομμάτια της παραφωνίας της σε μελωδία. Τέχνη της να καθιστά ένα επίθετο, το μαύρο, άνευ ουσιαστικού, σε απτό. Το άρρητο χρώμα σε ρητή νότα. Ολοκληρωτικά επελαύνει από τη σκηνή στους πολύχρωμους θεατές. Ετερόκλητοι. Το πλήρες φάσμα ηλικιών, φύλων, τάξεων, ιδεολογιών, κοσμοθεωριών, κουλτούρας. Ασύλληπτη η διαφορετικότητα τους. Η Γυναίκα βρίσκει το ενοποιό στοιχείο τους. Τον προσδιορισμό άνευ προσδιοριζόμενου: λέγε με μαύρο.

Το πρώτο μέρος. Τα φώτα σβύνουν. Μεταφορικά και κυριολεκτικά. Οι θεατές παύουν να μιλούν. Παύουν να ακούνε μαζί. Ο καθένας αφουγκράζεται μέσα από το δικό του, κατάδικο του τούνελ. Σχεδόν τα αγγίζεις. Γέμισε ο χώρος σωλήνες ίσης ροής. Στη μια του άκρη ο καθένας μονάχος. Στην άλλη η μουσική της Γυναίκας. Η ίδια δε γύρισε το κεφάλι από το πιάνο της και το μικρόφωνό της παρά μία φορά και αυτή, για να μη δει. Μόνη, ολομόναχη στη δικιά της σωλήνα, ολόιδια με του καθενός. Ένας μόνον άντρας γύρισε ξαφνικά πανικόβλητος και φίλησε στο στόμα τη γυναίκα του. Σκιαγμένος. Φοβήθηκε γι’ αυτήν μήπως δε βγεί από το τούνελ της. Ένας άλλος κουνιόταν διαρκώς στον ρυθμό, υπερβολικά παράταιρα και προσπαθούσε να παρασύρει στο φάλτσο του λίκνισμα τη γυναίκα του. Μάταια. Άλλος σκιαγμένος. Πέραν τούτου τίποτα: στριγγλή ειρωνία για στριγγλές παρανοήσεις και τυφλούς λαβύρινθους. Απίστευτο ξεγύμνωμα. Μέχρι τα κόκκαλα. Με το χοντρό μπιζέλι, προτελευταίο τραγούδι, να χορεύει το τσιφτετέλι του αθώου παιδιού πάνω στα κόκκαλά μας. Τελευταίο τραγούδι: Ρόζα Ροζαλία. Η σύνδεση με τον επάνω κόσμο. Το θλιμμένο φωτερό όνειρο. Επιτέλους. Τα φώτα ανάβουν.

Διάλλειμμα. Οι σωλήνες πρέπει να εξαφανιστούν. Και πώς να γίνει τόσο γρήγορα. Αγωνία. Φοριούνται όπως-όπως οι μάσκες. Σε οποιοδήποτε χρώμα πλην του μαύρου. Τι σόι μάσκες θα ήταν. Μετά έρχεται ο φόβος. Τα ζευγάρια αρχίζουν πάλι να κοιτιώνται, τα δάκτυλα της γυναίκας να ψάχνουν τα χέρια του άντρα. Και του άντρα της γυναίκας. Τα πρώτα δειλά χαμόγελα φοριούνται. Στην αρχή από λεπτότητα. Μετά από ανάγκη. Η πολυχρωμία είναι αρετή. Όχι καλλιτεχνική ή ποιητική. Ζωτική.

Το δεύτερο μέρος. Τα παλιότερα τραγούδια. Απαλυμένα. Η Γυναίκα που τα δημιούργησε ήταν πιο νέα. Είχε αρχίσει να φαλτσάρει το μαύρο, αλλά με μία γλυκειά ελπίδα διεξόδου. Ειρωνία που δε γυμνώνει μέχρι τα κόκκαλα. Ακόμα. Η εξέλιξη θα έρθει αργότερα. Εν τω μεταξύ τα τούνελ χάνονται. Τα κορμιά ανεπαισθήτως γέρνουν με συντροφικότητα προς το διπλανό τους. Δειλά-δειλά. Η εσώτερη λυγισμένη ζωή είναι η παραμυθία και όχι η παραίτηση, που λυγίζει έτσι. Τα κορμιά. Αυτή η ελάχιστη. Αρκεί.

Το τέλος. Θυελλώδη χειροκροτήματα προς τη Γυναίκα, που κατάφερε το μαύρο της, που είναι ολόιδιο με το δικό μας, το ανθρώπινο, να το κάνει απτό. Νά’ το, εδώ μπροστά μας. Μπορούμε να το ψαχουλέψουμε, να το αγγίξουμε, να το αντικρύσουμε επιτέλους, έτσι συμπαγές, μονολιθικό, βαθιά ανθρώπινο. Τώρα, πεπεισμένοι για την ύπαρξή του. Δεν είναι ονειροφαντασίες μας. Δεν είναι η ιδέα μας. Δε σημαίνει ότι, επειδή εμείς δεν μπορούμε να το περιγράψουμε, δεν μπορούν και οι άλλοι: η Γυναίκα. Η συνθέτρια. Το κατάφερε. Μπορούμε πια, εμείς οι θεατές να φύγουμε ξαλαφρωμένοι. Το είδαμε το μαύρο. Το χορτάσαμε. Είπαμε. Μέχρι τα κόκκαλα. Τώρα, που αγγίξαμε το μαύρο, που το ξεχωρίσαμε, θα πάψει να θολώνει τα άλλα χρώματα. Και τους καθρέπτες μας. Τώρα μόνο τα ανόθευτα χρώματά μας θα λάμψουν. Ίσως και εκτυφλωτικά.

Οι παρέες έξω από το συναυλιακό χώρο τιτιβίζουν. Πολύχρωμα και λαμπερά. Με σποραδικές νότες ανακούφισης.
Περισσότερα...

Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2009

Οι μύγες νομίζουν ότι βαλσαμώνουν το βαλς


Οι μύγες νομίζουν ότι βαλσαμώνουν το βαλς

Αλλά τελικά «Οι μύγες βαλσαμώνονται με βαλς»

Αν και η διαφορά αδιάφορη για το ίδιο το βάλς
Που έχει ήδη φύγει
Που συνεχίζει το χορό του παραπέρα
Στο επόμενο τραγούδι
Ας πούμε στο Διάφανο ή στο Αερικό.
Ή κάπου αλλού. Σε άλλο δίσκο άλλου τραγοδοποιού.

Οι μύγες μπορούν να συνεχίσουν να επιτελούν το έργο τους
Το ίδιο και το βαλς


Εμπνευσμένο και αναφερόμενο στο δίσκο Διάφανο του Θανάση Παπακωνσταντίνου
Περισσότερα...

Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2009

Τα παιδιά μου τραβούν μια γραμμή στο χαρτί. Και το πετάνε.

Τα παιδιά μου τραβούν μια γραμμή στο χαρτί.
Και το πετάνε.
Τους λέω να κάνουν οικονομία.

Εγώ τραβάω μια γραμμή στους ανθρώπους.
Και τους πετάω.
Μου λένε να κάνω οικονομία.

Γιατί το χαρτί και οι άνθρωποι
-ως γνωστόν-
είναι άγραφα.
Εμείς θα ζωγραφίσουμε πάνω τους.

Ωραία ή άσχημα.
Περισσότερα...

Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2009

Καρυάτιδα


Καρυάτιδα

...
Όταν τα περιθώρια στενεύουν.
Κάθε άνθρωπος και μια απώλεια,
που χαράσσεται στο μούτρο,
που έπαψε να είναι πρόσωπο,
γιατί πρόσωπο το κάνουν οι ματιές των ανθρώπων.

Όταν μία-μία οι ματιές ξεκολλούν από το πρόσωπο,
τότε σβήνουν τα χαρακτηριστικά του,
σαν των Καρυάτιδων,
απαλειμμένα, θολά,
ρουθούνια που δεν αναπνέουν
μάτια που αρνούνται να δουν
χείλη που δεν κρατούν φιλήματα
παρειές που δεν αντέχουν το χάδι.

Και πότε οι άνθρωποι δεν θα προσμετρώνται ως απώλειες;
Πότε η παρουσία τους θα είναι εν τέλει πιο δυνατή από την απουσία τους;
Πότε το κλάμα θα είναι πιο δυνατό για το παρόν τους;
Απών, απών, απούσα
Όλοι απόντες κυριολεκτικά και μεταφορικά
Και εσύ έρμε Σαρπηδόνα που φάνταζες πιο απών και από νεκρό,
Έγινες ξαφνικά το μόνο σταθερό σημείο αναφοράς
Κι αυτό γιατί εν τη αφελεία του ο μπουχτισμένος πιστεύει πως, αν ζούσες- λέμε τώρα, αν- δε θα καταγραφόσουν, ίσως, πιθανώς, στις απώλειες
Και που να το φανταζόμουν πως το απόν βλέμμα του Σαρπηδόνα μου θα γινόταν η μόνη μου ελπίδα

Που είναι οι παρουσίες; Να δω χεράκια ψηλά
Κανένας δεν το ξέρει το μάθημα;
Όλα τα χεράκια κάτω
Για φαντάσου
Δε θα πέσω στην παγίδα να πω πότε εγώ σήκωσα χεράκι, όταν ρωτούσαν άλλοι
Μπορεί πράγματι να μη σήκωσα,
Γιατί δεν κατάλαβα
Παρανόησα ως συνήθως
Παρανόησες ως συνήθως
Παρανόησε ως συνήθως
Παρανοήσαμε ως συνήθως
Ξέχασα κανένα πρόσωπο;
Εγώ, Εσύ, Αυτός,
Εμείς. Το πιο δύσκολο από όλα.

Στοπ. Νέα γραμματική. Νέο πρόσωπο στις στρατιές των παρανοήσεων και των απουσιών.
Εγώ, η Καρυάτιδα
Με τα χαρακτηριστικά σβυσμένα
Εγώ η Καρυάτιδα που αναρωτιέμαι αν είχα στ’αλήθεια ποτέ πρόσωπο
Εγώ η Καρυάτιδα που καταριέμαι την αδυναμία μου να χρειάζομαι το βλέμμα σου
για να αποκτήσω πρόσωπο,
ελικοβλέφαρα,
βοστρύχους,
το χαμόγελο της κόρης του Ευθυδίκου,


όλα αυτά τα εκλεπτυσμένα και θαυμαστά που μου στερείς
και σου στερώ αγαπημένε
και σου στερώ αγαπημένη
εν τη βουερή τη απουσία μου.

Βουερή: επιθετικός προσδιορισμός στο απουσία-δεικνύει μόνιμη ιδιότητα.
Πιο απλά, οι απουσίες
μου
πάντα εκκωφαντικές δηλαδή.
Όπως και οι σιωπές μου.
Τι διάολο σπούδαζα τόσα χρόνια, να μη μπορώ να εξηγήσω έναν επιθετικό προσδιορισμό;

Τώρα στην άλλη άκρη.
Με εξαντλημένα και τα ενδιάμεσα τι άλλο μένει
Παρά η εκκωφαντική φλυαρία;
Θηρίο στο κλουβί
Που δε θέλω να πιστέψω ότι εξ αρχής φτιάχτηκε δίχως πόρτα

Μόνο να,
Περιμένω,
ως συνήθως, να στεγνώσουν τα δάκρυα
από τη θλίψη της νέας απώλειας,
της πανομοιότυπης με την παλιά,
της ακατανόητης
πανομοιοτύπως με την παλιά
για να δω καλύτερα
για άλλη μια φορά.

Δοξάστε το Σίσσυφο,
που ποτέ δεν ηττάται,
που πάντα θα ανεβάζει την πέτρα
κι όλο θα του πέφτει.
Πες μου τέλος πάντων εξυπνάκια Σίσσυφε
Καλύτερη λύση από την ουτοπία δεν είχες;
Αυτό ήταν όλο;

Τρομώδες παραλήρημα θα μου πεις.
Όχι θα σου πω.
(Ξέχασα και το όνομά σου. Τόσο δεδομένη είναι η απώλειά σου, που δεν ξέρω αν έχει πια νόημα να σε θυμάμαι με το όνομά σου. Μια Καρυάτιδα είσαι εξάλλου και εσύ. Και πως να σε αναγνωρίσω με τα χαρακτηριστικά σου σβυσμένα)

Η μόνη μου δύναμη είναι αυτό.
Η στοιχειώδης μου γνώση.

Που την έχεις και εσύ.
Και βλαστημάς που δε γεννήθηκες πτωχός τω πνεύματι
Και ευτυχής και αδιάφορος
Και κόσμιος και με πρέπουσα συμπεριφορά
Και με στεγνά μάτια

Να μη στενοχωρείς και τη μαμά σου
Που τελευταία της ελπίδα είσαι εσύ
Που πιστεύει με νύχια και με δόντια ότι στα σύννεφα του φθινοπώρου θα βλέπεις «για πάντα» λαγουδάκια και σκυλάκια που τρέχουνε.

Μην τρομάζεις. Το έχεις ζήσει και εσύ.
Το τρομώδες παραλήρημα εννοώ.
Ξέρεις ότι είναι περαστική αδιαθεσία.
Αύριο πρωί θα σηκωθείς,
Θα κοιταχτείς στον καθρέπτη, θολό ξεθολό αυτόν έχεις, κάνει,
Θα σχεδιάσεις μόνος σου τα χαρακτηριστικά σου.
Τα αυτεπίστροφα.
Και θα βγεις έξω.
Ξημέρωσε δα.
Μη μιλάς έτσι, θα σε περάσουν για «τρελλή με τρομώδες παραλήρημα».

Και αφού ευπρεπιστείς
-δόξα σοι ο Θεός, ξημέρωσε επιτέλους-,
θα δεις τη ζωή με άλλα μάτια, πιο-πώς να στο πω- χαρούμενα, καταφατικά προς τη ζωή
.
Μέχρι την επόμενη απώλεια
-το έμαθες πια-.

Ένα πρόβλημα μόνον.
Τα λυτά σου μαλλιά.

Εκεί,
στην κόψη της νύχτας με τη μέρα.
Δεν ξέρω πια αν ευωδιάζουν.
Ή αν είναι άοσμα.
Δεν ξέρω πια αν έχασες το τελευταίο σου χαρακτηριστικό,
το μόνο που δεν ήταν θολό.
Το μόνο που κατάφερες να εγγράψεις στο πρόσωπό σου
Μετά από τόσων χρόνων σισσύφιο μόχθο.
Κι ας το έκανε να φαίνεται πιο γερασμένο.
Περισσότερα...

Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2009

Καθημερινές φωτογραφίες λίγων ημερών με ή χωρίς εικόνα

Κλικ στον μίμο έξω από το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης που επιδεικνύει την απόλυτη ακινησία του σώματος και του βλέμματος κάτω από μία κάτασπρη μάσκα, αλλά κινεί ταραγμένα τα μάτια που ξεχάστηκαν, δεν άντεξαν και ακολούθησαν το αυθόρμητο πέρασμα της γυναίκας μπροστά του. Που τον κοίταζε με απορία για την εθελούσια ακινησία του.

Κλικ, στο χιλιόχρονο ξωκλήσσι την ώρα του λυκόφωτος με το μισοφέγγαρο πάνω από τον τρούλο του και το φεγγαρόφως στα ξέφρενα τρεχαλητά και γέλια μικρών παιδιών, που κυνηγιούνται στα θεμέλιά του. Και το κάνουν να ριγεί και να σαλεύει στ’αλήθεια.

Κλικ στο βλέμμα της μαραμένης γυναίκας, που την ρωτήσανε αν έκανε και εκείνη τσουλήθρα μικρή στις γυαλιστερές μαρμάρινες κουπαστές σκάλας του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, όπως τώρα τα εγγόνια της. Που έγνεψε καταφατικά και έλαμψε, και ζωντάνεψε στη θύμηση αυτή.

Κλικ στο βλέμμα της νύφης της, που για μια στιγμή είδε το ζωηρό κοριτσόπουλο να λαμπυρίζει στην στεγνή ματιά της. Και που τώρα πια ξέρει ότι οι άνθρωποι στεγνώνουν, επειδή δεν τους ποτίσαμε με μνήμη. Για τα παρελθόντα ή τα μελλοντικά.

Κλικ στο τρομαγμένο και επιθετικό από τον τρόμο βλέμμα της σμέρνας που επιδεικνύει τα σαγόνια της στην επήλυδα που κατά λάθος την πλησίασε. Κλικ στο αλληλέγγυο βλέμμα της κολυμβήτριας τη στιγμή που συμπονά τη σμέρνα. Και δεν τη σκοτώνει με το μαχαίρι της.

Κλικ στην κίνηση της καλόγνωμης, της κολλημένης στο βράχο, που κλείνει απότομα και γραπώνεται μάταια στέρεα. Γιατί το βλέμμα του ψαρά, πρόλαβε και την είδε.

Κλικ στην ακίνητη ματιά του αμετάκλητα νεκρού Σαρπηδόνα στον κρατήρα του Εξηκία και στο βαθιά πονεμένο βλέμμα της Πενθεσίλειας τη στιγμή που τη θανατώνει ο Αχιλλέας. Που ξέρει ότι ο Αχιλλέας θα την ερωτευτεί, όταν πια θα είναι αργά. Αλλά αναγκαία.

Κλικ στα σκασμένα ρόδια που σφαδάζουν αμάζευτα στη ροδιά της κυρίας Λούλας. Τώρα που το σπίτι της ερήμωσε και δεν υπάρχει κανείς να τα νοιαστεί. Και στο βλέμμα της περαστικής, που ποθεί απεγνωσμένα να τα μαζέψει, αλλά ξέρει ότι δεν έχει πια νόημα.
Χωρίς την κυρία Λούλα.

Κλικ στην αλισάχνη στα μαλλιά μια μέρα του Οκτώβρη στην παραλία με δυνατό νοτιά και γιγαντιαία κύματα, από αυτά που δεν ξέρεις αν θέλουν να σε καταπιούν ή να σε προστατεύσουν στη σπηλιά τους.

Κλικ στο δάκρυ του ματιού που είδε για πρώτη φορά την εικόνα των λουλουδιών με το όνομα semprevives στον υπολογιστή. Από ανακούφιση για τo ανέλπιστο φιλί της ζωής.

Κλικ στον απύθμενο τρόμο του βλέμματος, που είδε για πρώτη φορά τη φωτογραφία της Ρουθ Σνάιτερ στην ηλεκτρική καρέκλα. Και στα διάπλατα μάτια, που όσο και να διαστέλλονταν, δεν μπορούσαν να δουν τίποτα cult. Μόνον το φωτογράφο. Και το στυγνό του φόνο.

Κλικ στη μοναξιά του σχοινοβάτη. Που αγνοεί πως η ακροβασία είναι πιο επικίνδυνη πάνω στο χώμα. Μέσα στη λάσπη. Κλίκ στο απότομο τίναγμα της κεφαλής του, όταν αντιλήφθηκε το χάδι. Που το μπέρδεψε με το συμβιβασμό.

Κλικ στο συνωμοτικό και χαρούμενο βλέμμα της ενήλικης κόρης-μαμάς, όταν αντιλαμβάνεται το εκλεπτυσμένο φλερτ του «μεγάλου» κυρίου προς τη «μεγάλη» μητέρα της: «Ο νεαρός είναι υπέροχος. Μοιάζει πολύ με τη γιαγιά του». Κλικ και στο βλέμμα της γιαγιάς που εκτίμησε την αιωνιότητα της στιγμής. Και το άχρονο του χρόνου.

Κλικ στο βλέμμα του εαυτού στο θολό από τους ατμούς καθρέπτη. Την ώρα που χάνεται το είδωλό μας και πασχίζουμε να δούμε τον άλλο στον καθρέπτη. Ή πώς ο άλλος βλέπει εμάς.

Κλικ σε παιδικά μουτράκια και φωνές, που θεωρούν θέμα ζωής ή θανάτου, αν θα πάνε σήμερα, τη μέρα του Οκτώβρη, στη θάλασσα.

Κλικ στο ξερονήσι που αντικατοπτρίζεται στο νερό σα να πετάει, σα να μην πατάει. Σαν να μην έχει ρίζες βαθιά ριζωμένες. Ενώ έχει.


Κλικ, στη μητέρα-πουλί δέλεαρ του Θεού, τη στιγμή που, ενώ νομίζει πως πετάει, καταλαβαίνει πως δεν είναι παρά μια κουκίδα ασήμαντη στο πλάτεμα της θάλασσας. Και όμως τόσο σημαντική τελικά στο κάδρο της φωτογραφίας.



Κλικ στο βλέμμα των μικρών παιδιών που βλέπουν στα σύννεφα μονάχα λαγουδάκια και σκυλάκια που τρέχουν.


Κλικ στο βλέμμα του ανήλικου ενηλικιωμένου, που βλέπει την μεγαλειώδη ουρά ενός εξωτικού πουλιού στα σύννεφα. Και που φαντάζεται πως είναι δικιά του.

Κλικ στα μισόκλειστα μάτια, που δεν μπορούν να πιστέψουν ότι τόση ομορφιά χωράει απλά σε μία καθημερινή φωτογραφία μιας καθημερινής.


Έτσι, τόσο άτεχνα, γιατί όσο πιο ανεπεξέργαστα, τόσο πιο αληθινά.
Έτσι, γιατί σε όσο πιο πολλούς σταθμούς σταματάνε τα τρένα, τόσο πιο μεγάλη η προσμονή και η συγκίνηση.
Περισσότερα...

Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2009

Το κάτι που περπάτησε λέξη τη λέξη


Nude Youth Sitting by the Sea 1836, Hippolyte Flandrin

Το κάτι που περπάτησε λέξη τη λέξη,
κύτταρο το κύτταρο,
σταγόνα τη σταγόνα,
από τις άκρες των δακτύλων στα μύχια του σώματος
και πλημμύρισε τα μάτια:
Το βουβό κλάμα.

Το που γεμίζει το χώρο. Το που νιώθεται χωρίς να γυρίσει κανείς το κεφάλι.

Το που ρέει αβίαστα. Το αστέρευτο και αστείρευτο. Το απρόσμενο.

Το που γκρεμίζει τα τείχη που με τόσην επιμέλεια υψώναμε. Από τον Εαυτόν.

Το εξοντωτικό. Ο κάματος. Ο που νιώθεται με το σώμα, αν και τον προκάλεσαν λέξεις.
Το κάτι, το που γέννησε το άρρητο, το που δε χωράει σε λέξεις.

Το που μουσκεύει το πρόσωπο, τα λευκά άστρωτα σεντόνια, τα λυτά μαλλιά στην κόψη του κρεβατιού, στην κόψη της νύχτας.

Το κάτι το ζωοποιό. Το που καταύγαζε σκότος,
αλλά γέννησε φως,
το μπάσταρδο τέκνο,
εν τη απουσία του και εν αγνοία του.

Το κάτι το ακατανόητο,
που με αρνείται ή δε με αρνείται,
το που αρνούμαι ή δεν το αρνούμαι,
τα πάντα στην κόψη,
του κρεβατιού,
του σώματος,
του Εαυτού,
του πάθους και της απάθειας,
του θάρρους και της αλήθειας,
τα πάντα στο μεταίχμιο νύχτας και μέρας,
ονείρου και πραγματικότητας,
του μεγάλου τίποτα και του παντός.

Όμως εγώ δεν το ξέρω το τίποτα. Ξέρω το βουβό κλάμα. Όμως εγώ έχω ακόμα τη γεύση της αλμύρας του στο στόμα. Όμως εγώ συνέλαβα το Άυλο με τις αισθήσεις μου. Είναι πια απτό. Δε δύναμαι να το αρνηθώ. Ούτε να μου το αρνηθούν. Το άγγιξα με τα δάκτυλα που μάκρυναν και ομόρφυναν για να μπορέσουν να το φτάσουν. Άλλαξα το λοιπόν μαζί τους.
Έγινα η Μαγδαληνή που πλένει με τα μουσκεμένα της ξέπλεκα μαλλιά τα πόδια του Χριστού.
Η βασίλισσα των βασιλισσών που σκεπάζει με αυτά τη γύμνια της.
Η Ειράς που τα κάνει ασπίδα να μην τη θανατώσει η αφοσίωση.
Η Φρύνη που τα παραμερίζει να φανεί το γυμνό της στήθος.
Η πεταλούδα στην άκρη του δάσους, που τα αντιγυρίζει στο τσαλακωμένο χαρτονόμισμα.
Η Μούσα που ξορκίζει με αυτά την τρέλα.

Η Φαίδρα που ντρέπεται που έκλεψε από τον Ιππόλυτο το φευγαλέο βλέμμα, για να το κάνει πράξη στην αγκαλιά του συντρόφου της. Πράξη σωτήρια, πράξη λυτρωτική, πράξη υλική.


Και έπειτα ξημερώνει. Έτσι απλά και αναπόφευκτα. Ο ήλιος, ο Απόλλωνας, έρχεται να διαλύσει τις ονειροφαντασίες. Οι Μαγδαληνές και οι Φαίδρες μικρύναν να χωρέσουνε στο ένα, το σαρκίο και το πνεύμα το στενό.
Αλλά.
Από το ένα αυτό, το ξεκάθαρο περίγραμμα της μορφής και του πνεύματος,
κάτι ξεφεύγει,
κάτι άυλο,
κάτι που περπάτησε λέξη τη λέξη του Ιππόλυτου:
Τα λυτά μαλλιά στην κόψη της νύχτας και του κρεβατιού,
τα βρεμμένα από το βουβό κλάμα.
Που δεν στεγνώνουν.
Που οδηγούν το αυτοκίνητο στη λεωφόρο πλάι στην καθαρτήρια θάλασσα,
έτσι πεζά,
έτσι ντάλα μεσημέρι,
έτσι απτά,
με τέρμα γκάζι αμέσως μετά το μπλόκο της τροχαίας,
με παραβιασμένο το όριο.
Ταχύτητας.

Και γέλιο.
Γάργαρο, καθάριο, αβίαστο, ζωογόνο, λυτρωτικό, ανήκουστο, ανεξήγητο, αστείρευτο και αστέρευτο, καθαρτήριο, ευκάματον. Βουβό.
Από αυτό που κάνει τα δάκρυα να τρέχουν και να μουσκεύουν την κόμη, την ανεμίζουσα.
Που δε λέει να στεγνώσει από τα δάκρυα της χαράς.
Από αυτό που κατακλύζει το χώρο.
Από αυτό που δεν χρειάζεται να γυρίσει κανείς το κεφάλι για να το νιώσει.
Περισσότερα...

Τετάρτη 7 Οκτωβρίου 2009

Κρυφτό


Siona Benjamin. Finding Home

«Η στιγμή, όταν βγαίνεις λίγο έξω από το ρόλο και κοιτάς για κάποια κλάσματα δευτερολέπτου το θεατή κατά πρόσωπο και αυτός νοιώθει την αμηχανία, αν έχει να αντιμετωπίσει το ρόλο ή εσένα τον ίδιο.»
Γιώργος Τζωρτζής

-Θέλεις να παίξουμε κρυφτό; Οι τέσσερεις μας. Εσύ, εγώ και οι ρόλοι μας. Έλα, μη ντρέπεσαι. Είναι εύκολο, ξέρεις.

-Όταν φοβάσαι τον εαυτό σου, θα κρύβεσαι πίσω από το ρόλο σου. Πολύ δύσκολα θα σε ανακαλύψει εκεί. Ο Εαυτός σου, εννοώ. Ο Ρόλος ανέκαθεν ήταν μία καλή κρυψώνα.

-Όταν φοβάσαι εμένα, θα κρύβεσαι πάλι πίσω από το Ρόλο σου. Ναι, ναι, αυτόν που τόσο καλά υποδύεσαι από τότε που έπαψες να είσαι παιδί. Τη σμίλευσες καλά την κρυψώνα σου σε όλη την ενήλικη ζωή σου. Με κάθε δυνατή μανιέρα. Αλίμονο.

-Το ίδιο θα κάνω και εγώ. Όταν φοβάμαι-σχεδόν πάντα δηλαδή-θα κρύβομαι. Πίσω από το δικό μου Ρόλο. Σε συμβουλεύω να πλάσεις και κανά δυο εφεδρικούς, για να καλύπτεται πλήρως η προσωπικότητά σου με όλη της την πολύπλευρη ανάπτυξη. Προσωπικά, διαπίστωσα ότι δε με χωράει ένας μόνον ρόλος, με στένευε λιγάκι.

-Αυτοί είναι οι κανόνες του παιγνιδιού. Πρόσεξε. Απαράβατοι. Το παιγνίδι αυτό παίζεται με τέσσερεις. Ή και παραπάνω. Μπορείς, είπαμε, να φέρεις μαζί σου και τους εφεδρικούς σου ρόλους. Μόνον αυτούς. Α, και μην ξεχάσεις τον Εαυτό σου. Ξέρω, ξέρω, έμαθες εν τω μεταξύ να του κρύβεσαι τόσο καλά, που τώρα ντρέπεσαι να τον δεις. Και αν τον δεις, θα τον αναγνωρίσεις άραγε; Ή θα τον περάσεις για ξένο;

-Τι είπες; Ότι παίζεις τόσα χρόνια κρυφτό με τον Εαυτό σου, που τον μπερδεύεις με το Ρόλο σου; Ποιος είναι ο Εαυτός και ποιος ο Ρόλος; Ναι, συμβαίνει μερικές φορές. Έχεις προσέξει στα πολύ ερωτευμένα ζευγάρια πως τα χέρια τους μετά από χρόνια μοιάζουν; Κάτι τέτοιο εννοείς; Όχι;

-Μη μου πεις ότι αγαπάς το Ρόλο σου πιο πολύ από τον Εαυτό σου; Ναι; Και ότι ανάγκασες τον Εαυτό σου να μοιάζει με το Ρόλο σου; Έλα, δεν πειράζει. Εκπολιτισμός λέγεται αυτό. Είσαι πολιτισμένος. Αυτό είναι όλο. Στάσου μια στιγμή να σε σιάξω. Ένα φύλλο κισσού ξέμεινε μπλεγμένο στα ανάκατα μαλλιά σου. Από τότε που έτρεχες με βλέμμα αλλοπαρμένο στα βουνά.

-Πώς ούτε εκεί είναι το πρόβλημα; Τι; Να μη σου πειράξω αυτό το τελευταίο φύλλο κισσού; Πώς; Τον Εαυτό σου τον βρήκες, αλλά δεν ξέρεις αν θα αναγνωρίσεις τώρα το Ρόλο σου; Τον παραμέλησες εν τω μεταξύ κατά την αναζήτηση του περιβόητου Εαυτού και πρέπει τώρα να σου δείξω μια φωτογραφία του, μπας και θυμηθείς κομμάτι πώς ήτανε και αρχίσεις πάλι να τον εκλεπτύνεις; Καλά, καλά. Εντάξει. Άσε και το φύλλο του κισσού στα μαλλιά, αφού επιμένεις. Καλύτερα. Σου δίνει και αέρα εξωτικής ομορφιάς. Όχι όμως και ολάκερο στεφάνι! Θα παραήτανε φολκόρ. Αλλά σιάξε λίγο το χαμόγελό σου. Να κάθεται καλύτερα στο Ρόλο σου. Να, κοίτα τη φωτογραφία. Βλέπεις πως ήτανε παλιά; Αστραφτερό μονίμως. Κάνε τέλος πάντων ό,τι νομίζεις. Αρκεί να παίξεις.

-Ά, ήρθατε τελικά; Τα καταφέρατε; Ωραία! Το ήξερα. Για σταθείτε μια στιγμή! Ποιος από τους δυο είναι ο Εαυτός σου και ποιος ο Ρόλος σου; Ζαβολιά! Αυτό δεν είναι στους κανόνες του παιγνιδιού! Απαιτώ να μου πεις ποιος είναι ποιος. Σιχαίνομαι την αμηχανία. Με αφήνει μετέωρο και δεν ξέρω τι να κάνω. Πού να πατήσω. Σε τι να πιστέψω. Λυπήσου με! Πρέπει να το ξεκαθαρίσεις. Ακόμα κι αν είναι να τους δώσεις στην τύχη τα ονόματά τους.

(Ήσυχα-ήσυχα πηγαίνει και κάθεται πίσω από ένα παραβάν. Από διπλανό πανομοιότυπο παραβάν βγαίνει ο άλλος, που καθόταν ήσυχα μέχρι τώρα και επαναλαμβάνει με ταραχή αυτολεξεί τα λόγια του πρώτου. Η διαδικασία επαναλαμβάνεται μέχρι που οι δύο παίκτες μπερδεύουν τα παραβάν. Στο διόλου πρωτότυπο παιγνίδι που παίζουν εν αγνοία τους αναβάλλεται διαρκώς το τέλος και η νέα αρχή.)
Περισσότερα...

Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2009

Παιδί και μουσείο

Αν ένας ενήλικος επισκεφθεί ένα μουσείο ή αρχαιολογικό χώρο χωρίς να έχει κάποια πληροφόρηση για το είδος των εκθεμάτων, τον πολιτισμό που τα γέννησε, τη χρηστικότητά τους, τον τρόπο ζωής και την καθημερινότητα των ανθρώπων που τα δημιούργησαν, την ιστορία τους, την εμπλοκή τους με άλλους λαούς κ.ο.κ., τότε το μόνο σίγουρο είναι ότι θα περιηγηθεί γρήγορα και αδιάφορα και σύντομα θα ανακαλύψει πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον στην καφετέρια του χώρου. Αν τώρα στην θέση του ενηλίκου βάλουμε ένα παιδί, τα πράγματα χειροτερεύουν. Το παιδί δε θα ικανοποιηθεί με την καφετέρια και η λέξη μουσείο θα καταντήσει περίπου ταυτόσημη με την ανία και την καταπίεση. Τι κάνουμε λοιπόν;

1. Επιλογή περιορισμένου αριθμού εκθεμάτων της ίδιας εποχής και πολιτισμού
Λίγες μέρες πριν την επίσκεψη προσεγγίζουμε τα εκθέματα. Όχι όλα όσα υπάρχουν, αλλά από δύο-τρία έως καμμιά δεκαριά ανάλογα με την ηλικία και την εξοικείωση του παιδιού. Η καταναλωτική θέαση δεν προσφέρει και πολλά πράγματα ούτε σε παιδιά ούτε σε μεγάλους. Είναι προτιμότερο να επισκεφθεί κανείς ξανά και ξανά το χώρο για τα υπόλοιπα.

2. Προσέγγιση των επιλεγμένων εκθεμάτων
Δείχνουμε απαραιτήτως εικόνες αυτών των ελάχιστων σχετικά με την πληθώρα εκθεμάτων και εξηγούμε στο παιδί τι είναι αυτό που βλέπει, σε τι χρησιμεύει, ποιοι το χρησιμοποιούσαν, πότε, πώς κατασκευάστηκε και από ποιο υλικό, ποιος τυχόν μύθος αναπαρίσταται ή αφορά στο έκθεμα ή στο μνημείο, σε ποια εποχή ανήκει. Αυξάνουμε το βάθος και το εύρος των πληροφοριών ανάλογα με την ηλικία του παιδιού.

3. Συλλογή πληροφοριών για τα εκθέματα ή την εποχή μέσα από παραμύθια, ταινίες, ιστορικά βιβλία κ.τ.λ.
Αναζητάμε παιδικά βιβλία ή ταινίες ή βιντεάκια ή πληροφορίες από το διαδίκτυο που τυχόν αναφέρονται στο θέμα μας. Ο Υπερκινητικός Δάσκαλος για παράδειγμα μπορεί να προσφέρει ωραιότατες πληροφορίες (π.χ. Δωδεκάθεο Ολύμπου), όπως επίσης και ο δάσκαλος Γρηγόρης Ζερβός (π.χ. Ακρόπολη). Ακόμα και βιβλία που απευθύνονται σε ενηλίκους μπορούν να χρησιμοποιηθούν, όχι ασφαλώς για να διαβάσουμε στα μικρά παιδιά το κείμενο, αλλά για να τους δείξουμε μια σειρά εικόνων έργων τέχνης, κατόψεων, ενδυμάτων, πολεμικού εξοπλισμού κ.τ.λ. που θα συντείνουν σε μία σφαιρικότερη αντίληψη της εποχής. Προσοχή χρειάζεται στην πληθώρα των πληροφοριών, γιατί ο αποπροσανατολισμός δεν είναι δύσκολος. Συμπληρωματικά ή εναλλακτικά μπορούμε να αναγνώσουμε ένα παραμύθι που κρίνουμε ότι θα προσελκύσει το ενδιαφέρον (τέτοια είναι: Οι 10 Ιστορίες του Πήλινου Σφονδυλιού της Μάνια Δούκα, εκδ. Φυτράκη, το μόνο αξιόλογο που μέχρι στιγμής έχει πέσει στην αντίληψή μου και τα παραμύθια με αρχαιολογικό ενδιαφέρον από το παρόν ιστολόγιο, Η Μικρή Κροκοσυλλέκτρια και ο Νεαρός Ψαράς, Ο Κούρος και το αγόρι που αγαπούσε τα όπλα ή Ποιος είπε ότι τα αγάλματα δεν κλαίνε, και Τα ξενιτεμένα ξαδέλφια).

4. Επινόηση παραμυθιού
Πλάθουμε μια ιστορία, υποτυπώδη ή πιο σύνθετη ανάλογα με τις ανάγκες μας, στην οποία να συμμετέχει το παιδί και το βάζουμε να φανταστεί ότι χρησιμοποιεί το αντικείμενο που βλέπει στη φωτογραφία (π.χ. ότι αναμειγνύει κρασί και νερό σε έναν κρατήρα και ότι είναι ο οινοχόος που θα γεμίσει την κύλικά σας...). Ασφαλώς σκοπός είναι να συμμετέχει όσο το δυνατόν περισσότερο το ίδιο το παιδί στην επινόηση της ιστορίας με σκοπό την αφήγηση ή θεατρικοποίησή της.

5. Θεατρική αναπαράσταση του μύθου
Αναφερόμαστε στην τυχόν ιστορία ή μύθο που απεικονίζεται στο αντικείμενο ή αφορά στον αρχαιολογικό χώρο και αποπειρώμεθα να τον αναπαραστήσουμε θεατρικά μαζί με τα παιδιά (εδώ πιθανότατα στην περίπτωση του χρυσού Κύπελλου του Νέστορα με παράσταση αιχμαλώτισης ταύρου, εσείς να κάνετε τον αφελή ταύρο που ερωτοτροπεί με την αγελάδα και το βλαστάρι σας τον ωραίο Μυκηναίο που τον αιχμαλωτίζει με θηλειά).

6. Εικαστική απεικόνιση
Τα προτρέπουμε να σκιτσάρουν κάτι από αυτά που είδαν και ζωγραφίζουμε και εμείς μαζί τους ή πλάθουμε με πηλό ένα αγγείο, ή φτιάχνουμε με πλαστελίνες έναν ναό κ.ο.κ. Με την εικαστική προσέγγιση, σε όσο απλό επίπεδο και αν λαμβάνει χώρα, κάνουμε το παιδί να συμμετέχει ενεργητικά βγάζοντάς το από τη θέση του παθητικού θεατή ενός έργου τέχνης.

Εν γένει κάνουμε οτιδήποτε φανταστούμε, ώστε να προσεγγίσουμε την εποχή, τον πολιτισμό και το ιστορικό πλαίσιο που ανήκει το έκθεμα ή το μνημείο. Δημιουργούμε έτσι προσμονή στο παιδί, το οποίο από μόνο του θα θελήσει βέβαια και μάλιστα με ενθουσιασμό να δει από κοντά αυτό, που τόσο καλά πια ξέρει και μάλιστα φαντάστηκε ότι χρησιμοποιεί ή συμμετέχει.


Παραθέτω δύο παραδείγματα προσέγγισης: Το ένα, που παρατίθεται άμεσα, αφορά στη γνωριμία με συγκεκριμένα εκθέματα από την αίθουσα των μυκηναϊκών του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου στην Αθήνα. Το δεύτερο, που θα ακολουθήσει σε επόμενη ανάρτηση, σχετίζεται με τον αρχαιολογικό χώρο του ιερού της Βραυρωνίας Αρτέμιδας.

Επίσκεψη στην αίθουσα των Μυκηναϊκών του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου
Η επιλογή των εκθεμάτων που θα εστιάσει κανείς είναι σχετικά προσωπική υπόθεση, που έχει να κάνει με το τι νομίζουμε ότι θα τραβήξει το ενδιαφέρον του παιδιού ή ακόμα και με τυχόν αντικείμενα που γοητεύουν εμάς και θα θέλαμε να τα γνωρίσουμε στα παιδιά μας. Ή απλά με το πληροφοριακό υλικό που διαθέτουμε. Θα μπορούσε λοιπόν π.χ. κάποιος να εστιάσει από τα πάμπολλα αξιόλογα αντικείμενα της αίθουσας στα εξής:

α. Χάλκινο εγχειρίδιο με παράσταση κυνηγίου λιονταριών, 16ος αι. π.Χ., από τον ταφικό κύκλο Α΄ των Μυκηνών


β. Χρυσή νεκρική προσωπίδα, 16ος αι., από τον ταφικό κύκλο Α΄ των Μυκηνών


γ. Κρατήρας με παράσταση πολεμιστών, 12ος αι. π.Χ., από την Ακρόπολη των Μυκηνών


Οπωσδήποτε μπορεί κανείς να αφήσει το ίδιο το παιδί να επιλέξει όσα του κάνουν εντύπωση ξεφυλλίζοντας εν προκειμένω τον τόμο Η Αυγή της Ελληνικής Τέχνης από τη σειρά Ελληνική Τέχνη της Εκδοτικής Αθηνών.

Παρατηρώντας τις εικόνες των αντικειμένων ενθαρρύνουμε τα παιδιά να σκεφτούν τι είναι αυτό που βλέπουν, ποιος νομίζουν ότι το χρησιμοποιούσε, ένας βασιλιάς ή ένας απλός άνθρωπος και βέβαια απαντάμε στις ερωτήσεις τους, όσο καλύτερα μπορούμε και ανάλογα με την προεργασία που εμείς οι ίδιοι έχουμε κάνει. Για τα συγκεκριμμένα αντικείμενα ο απλούστερος τρόπος είναι να έχει διαβάσει πριν ο γονιός ή ο εκπαιδευτικός τις πληροφορίες από το προαναφερόμενο τόμο και για μία αδρή γενικότερη γνώση του μυκηναϊκού πολιτισμού τις δέκα σχετικές σελίδες από τον Ιστορικό Άτλα της Αρχαίας Ελλάδας, Angus Konstam, των εκδ. Σαββάλας, που περιέχουν και πλούσιο υλικό κατόψεων, σχεδιαστικών αναπαραστάσεων, αεροφωτογραφιών, χαρτών.

Από το σημείο αυτό και μετά το «χάλκινο εγχειρίδιο» θα πάψει να είναι απρόσωπο. Θα μετατραπεί σε ένα πανέμορφο σπαθάκι με λιοντάρια και κυνηγούς μυκηναίους, που κρατούσε ένας άνακτας που έχουμε λίγο-πολύ μάθει πού και πώς ζούσε. Δύσκολα τα παιδιά θα αντισταθούν να φανταστούν πως κρατάνε το όμορφο σπαθί, πράγμα που συχνά αυθόρμητα ή με μικρή παρότρυνση θα κάνουν με μιμική. Όσο για την αναπαράσταση της απεικονιζόμενης σκηνής μάλλον εσείς θα πάρετε το χειρότερο ρόλο ως συνήθως, του κακού κυνηγού και το πιτσιρίκι του λιονταριού που μάλιστα στη φαντασία του είναι άτρωτο... Η δε «νεκρική προσωπίδα» θα συνδεθεί με τον Αγαμέμνονα και θα φέρει στο νού τον Τρωικό πόλεμο και τις τόσες ιστορίες που έχουν ακούσει τα παιδιά για αυτόν. Ή θα δουν και θα μελετήσουν τον οπλισμό ηρώων, όπως ο Αχιλλέας και ο Οδυσσέας μέσα από τον κρατήρα των κάπως αστείων μυταράδων πολεμιστών, τους οποίους μάλλον θα θελήσουν να σκιτσάρουν. Συμπληρωματικά μπορεί κανείς να διαβάσει το θαυμάσιο παραμύθι Η Ιστορία του Μικρού Σπαθιού από το προαναφερόμενο βιβλίο της Μάνιας Δούκα, με πρωταγωνιστές το εγχειρίδιο με παράσταση κυνηγίου λιονταριών και την προσωπίδα του Αγαμέμνονα (το ίδιο βιβλίο περιέχει άλλες εννέα ωραιότατες ιστορίες σχετικές με αντικείμενα του μυκηναϊκού, μινωικού και κυκλαδικού πολιτισμού).

Την επίσκεψη τέλος στο Εθνικό Αρχαιολογικό παρουσιάστε την σαν κυνήγι θησαυρού. Ζητείστε από τα παιδιά να περιηγηθούν στην αίθουσα και να ανακαλύψουν μόνα τους τα αντικείμενα που ήδη γνωρίζουν. Ή ακόμα για τα μεγαλύτερα παιδιά να τα σχεδιάσουν στο μπλοκ τους επιτόπου. Ζητείστε τους να προσποιηθούν ότι φοράνε τα κοσμήματα της εποχής που από μόνα τους πρόσεξαν σε διπλανή προθήκη και απολαύστε το ύφος τους που δεν υπολείπεται σε τίποτα από το ύφος αυτών που πραγματικά κάποτε τα φορούσαν. Ζητείστε τους, ακόμα και να φορέσουν στο δάκτυλό τους το δακτυλίδι με το σφραγιδόλιθο, που μόλις τους τράβηξε την προσοχή και τους εντυπωσίασε και να φανταστούν ότι αφήνουν το αποτύπωμα του σε ένα αγγείο, όπως θα έκανε ένας αυθεντικός Μυκηναίος για να πιστοποιήσει την ιδιοκτησία του. Ο ενθουσιασμός που αποτυπώνεται στα παιδικά πρόσωπα έπειτα από μία τέτοια προσέγγιση είναι κάτι που σίγουρα θα απολαύσετε, εκτός από τον απαραίτητο βέβαια καφέ στην θαυμάσια εσωτερική αυλή του μουσείου.
Περισσότερα...

Πέμπτη 1 Οκτωβρίου 2009

H λίστα του σούπερ μάρκετ

Jasper Johns, False start

Πρωί πρωί αποφάσισε να οργανωθεί. Να μην ξεχάσει τίποτα αυτή τη φορά. Να είναι όλα στο μυαλό της σε τάξη. Να εξασφαλίσει ηρεμία και ασφάλεια. Έπιασε χαρτί και μολύβι, κάθισε στο τραπέζι της κουζίνας, χαμογέλασε στη φάτσα της στον καθρέπτη απέναντι, δεν αντιστάθηκε να κάνει μία γκριμάτσα, συνήθεια παιδική, και έγραψε:

Να μην ξεχάσω:
-δύο μπουκάλια γάλα
-πορτοκάλια
-μήλα
-φακές
-χαρτοπετσέτες
-μπαχαρικά (Από τις μακρινές Ινδίες. Προπάντων)

Κοίταζε και ξανακοίταζε τη λίστα. Ήθελε να είναι σίγουρη ότι αυτή τη φορά τίποτα δε θα ξεχνούσε. Ικανοποιημένη. Θα τα έκανε όλα οργανωμένα και όπως έπρεπε. Εντός ορίων. Χρονικών. Ή μήπως και ψυχικών.


Σηκώθηκε και πήγε να βγει από την εξώπορτα. Κοντοστάθηκε. Όρθια έριξε μια τελευταία ματιά στην λίστα. Ξανακάθησε αφήνοντας το σώμα της να την οδηγήσει πίσω στην καρέκλα. Παίρνει ένα άλλο χαρτί και γράφει:

Να μην ξεχάσω:
-να κολυμπήσω μέχρι να φτάσω το σώμα μου στα όριά του
-να δώσω μέχρι να γεμίσω
-να πάρω τόσο, ώστε να μπορώ να συνεχίσω να δίνω
-να θυμώσω τόσο ώστε να εξαγνιστώ, να καώ και να αναδυθώ νηφάλια
-να συμφιλιώσω την Οντέτ και την Οντίλ
-να γεμίσω τη θάλασσα μου με τα σαράντα και βάλε κύματα που θα κουβαλήσω σιωπηλή ή φωνάζοντας (αδιάφορο) με τα τσαλακωμένα φτερά της Οντέτ και τα ατσαλάκωτα της Οντίλ
-να ονειρευτώ με βαριές κοτρώνες δεμένες στα πόδια μου να μην με πάρει ο αέρας
-να κάνω τη λίμνη μου, που ξάφνου στένεψε, να με χωρέσει
-να σβύσω με τα χέρια μου τον κύκλο που χάραξα με ένα ξερόκλαδο γύρω μου στην άμμο. Να μη με στενεύει
-να πάψω να προσπαθώ να καταλάβω
-να μάθω να αφουγκράζομαι
-να χαμογελάω εκστασιασμένη σα μικρό παιδί μπροστά σε κάθε τι
-να κάνω τον κύκνο μου να αναδυθεί επιτέλους μέσα από το ασχημόπαπο μου...

Ξάφνου φύσηξε δυνατός αέρας. Άνοιξαν τα παράθυρα με βία. Άρπαξε ο άνεμος τις λίστες και τις στριφογύριζε μέχρι που τις πήρε μαζί του. Βγήκε ταραγμένη στο μπαλκόνι και τις είδε πολύχρωμο χαρτοπόλεμο να ραίνουν τους περαστικούς που χαμογελούσαν αμήχανα. Ανασήκωσε θλιμμένα τους ώμους χαμογελώντας το ίδιο αμήχανα. Μπήκε μέσα, άνοιξε την πόρτα και βγήκε από το καβούκι της να πάει στο σούπερ μάρκετ. Χωρίς λίστες αυτή τη φορά.
Περισσότερα...

Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2009

Μιαν ασωτία ιδιωτική

Sitzende Frau, 1917 by Egon Schiele

Άτιτλο

Δεν ξέρω αν έφυγα από συνέπεια
ή από ανάγκη να ξεφύγω τον εαυτό μου,
τη στενή και μικρόχαρη Ιθάκη
με τα χριστιανικά της σωματεία
και την ασφυχτική της ηθική.
Πάντως, δεν ήταν λύση, ήταν ημίμετρο.
Κι από τότε κυλιέμαι από δρόμο σε δρόμο
αποχτώντας πληγές κι εμπειρίες.
Οι φίλοι που αγάπησα έχουνε πια χαθεί
κι έμεινα μόνος τρέμοντας μήπως με δει κανένας
που κάποτε του μίλησα για ιδανικά…
Τώρα επιστρέφω με μιαν ύποπτη προσπάθεια
να φανώ άψογος, ακέραιος, επιστρέφω
κι είμαι, Θεέ μου, σαν τον άσωτο που αφήνει
την αλητεία, πικραμένος, και γυρνάει
στον πατέρα τον καλόκαρδο, να ζήσει
στους κόλπους του μιαν ασωτία ιδιωτική.
Τον Ποσειδώνα μέσα μου τον φέρνω,
που με κρατάει πάντα μακριά.
Μα κι αν ακόμα δυνηθώ να προσεγγίσω,
τάχα η Ιθάκη θα μου βρει τη λύση;

Ντίνος Χριστιανόπουλος, Ιθάκη, εκδ. Διαγώνιος , Θεσσαλονίκη 1992
Περισσότερα...

Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2009

Άνθρωποι (ή Η Συνομιλία)


Ο Μαχητικός: Ζήτω ο αγώνας για τον αγώνα, η διαφωνία για την διαφωνία. Έρχομαι με τον πολιορκητικό κριό μου.

Ο Βαλλόμενος: Μα τι κάνεις; Δε βλέπεις πως οι πύλες είναι ανοιχτές και πως με τη φόρα που έχεις πάρει θα βγεις έξω από το κάστρο;

Ο Ονειροφαντασμένος: Ελάτε τώρα, παρατάτε τα αυτά. Καβαλείστε από ένα σύννεφο και πάμε να ζήσουμε κρυμμένοι στα όνειρα. Τι πιο εύκολο.

Ο Ρεαλιστής: Μα αυτό δεν είναι ζωή απτή, είναι αέρας κοπανιστός.

Ο Ανασφαλής: Τι είπατε; Με αγαπάτε; Είμαι σίγουρος ότι αυτό μου λέτε.

Ο Φοβισμένος: Τι είπες; Φοβάσαι το θάνατο; Και εγώ!

Ο Αγαπών: Και εγώ το ίδιο! Αγαπώ τη ζωή, το φως.

Ο Νοσηρός: Αγαπάς να εκτίθεσαι; Ντροπή σου. Χρήζεις καταδίκης! Να βρούμε τρόπο να σε καθαρίσουμε.

Ο Ματαιόδοξος: Να βρείτε τρόπο να με εκθειάζετε; Με συγκινείτε!

Ο Απογοητευμένος: Με συγκινείτε πράγματι με την επιμονή σας να μη με καταλαβαίνετε. Ελπίδα καμμιά.

Ο Αισιόδοξος: Ελπίδα παντού γύρω μου με τυλίγει. Είναι δυνατόν να αποτύχω;

Ο Μικρός: Να αποτύχω εγώ; Σε τι; Για τι πράγμα μιλάτε;

Ο Μεγάλος: Μιλάμε για την ελίτ. Ε, μας βλέπεις από εκεί κάτω;

Ο Αλαζόνας: Κάτω οι άλλοι όλοι, και μόνον εγώ ο άξιος πάνω. Ας κάνω τον κόπο να μιλήσω σαν ίσος προς ίσο, να μην σας τρομάξω και βλέπουμε.

Ο Αδιάφορος: Είμαστε ίσος προς ίσον, ναι, μα τι να το κάνω που αδιαφορώ για όλα τούτα.

Ο Ζωντανός: Κανείς δεν κατάλαβε κανέναν. Και πώς να αδιαφορήσω για αυτό;
Περισσότερα...

Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2009

Εγώ ο πεινών και διψών έως τα πέρατα του χρόνου (ή «Αναζητώντας το χαμένο χρόνο»)

Ασπάλαθος

Πώς θα ανακτήσω το χαμένο χρόνο που επίμονα και διακαώς εγώ, ο θνητός με την πικρή γεύση του χώματος στο στόμα αναζητώ; Πώς θα δώσω νόημα στη ζωή μου, όταν ξέρω ότι όλα είναι μάταια, ότι όλα τα καταπίνει το τίποτα, το μαύρο του θανάτου;
Πώς θα γραπώσω το χρόνο που διαρκώς γλιστράει μέσα από τα δάκτυλά μου; Τόσα καλοκαίρια περάσανε κι ούτε μια μυρουδιά καρπουζιού, ούτε το βλέμμα ενός κοριτσιού, ούτε το κλάμμα ενός μωρού, ούτε μια μικρή κλωτσιά στα σωθικά μου του μικρού θεού που μεγάλωνε μέσα μου, αλλά διάλεξε τη χώρα των αθανάτων κι όχι των θνητών, τίποτα, τίποτα δεν συγκράτησε η χούφτα μου να πιω να ξεδιψάσω, εγώ ο πεινών και διψών έως τα πέρατα του χρόνου. Του χρόνου που αναζητώ. Του χρόνου που τρέχω στο κατόπι του και θα κυνηγώ μέχρι τη στερνή μου ανάσα με την ψυχή μου να γδέρνεται καθώς τραβολογιέται ξωπίσω του στα αγκάθια των ασπαλάθων.

Και από τον πόνο που σου προκαλούν τα βελόνια τούτα δύστυχη ψυχή μου, τι κρίμα να μην κρατάς για φυλαχτό το κίτρινο από άκρατο φως χρώμα των ανθών τους. Έχω άραγε ποτέ μου προσέξει την αθάνατη ομορφιά των λουλουδιών των ασπαλάθων ή έχω μάτια μοναχά για τα αγκάθια τους; Γιατί ποτέ ως τώρα δε σταμάτησα το χρόνο για να χωρέσει τη φωτερή ομορφιά των κίτρινων ανθών των καμωμένων από ανόθευτο φως; Γιατί ποτέ δε στάθηκα έκθαμβη απέναντι σε αυτούς τους μικρούς ήλιους; Γιατί το φως τους γλίστρησε ανάμεσα από τα δάχτυλά μου; Τόσα καλοκαίρια περάσανε κι ούτε ένα λουλούδι ασπάλαθου δεν συγκράτησε η χούφτα μου. Μόνον αγκάθια.


«Ο φόβος του θανάτου είναι ο φόβος της ζωής».
Ποιος, ποιος το είπε αυτό; Που κρύφτηκες;
«Εσύ κρύβεσαι, όχι εγώ».

Ναι, έχεις δίκιο Θάνατε. Πρέπει κάποτε να βγω από την κρυψώνα μου και να δω τα βελόνια των ασπαλάθων που τρυπάν τα χέρια μου. Να τα αγαπήσω. Γίναν πια κομμάτι μου έτσι που χώθηκαν για πάντα βαθιά στις σάρκες μου. Να αγαπήσω τη νύχτα τους. Δίχως αυτή δε θα έβλεπα τα φωτερά λουλούδια των ασπαλάθων. Δε θα ήξερα τη μέρα τους. Σκότος και φως. Κατάπιε το σκοτάδι που σου όρισε η μοίρα. Κατάπιε το σκοτάδι που κυνηγάς στη σαστιμάρα σου. Διότι ούτως ή άλλως το κουβαλάς μέσα σου. Είσαι πλασμένος από αυτό. Είναι στη φύση σου. Μόνον έτσι θα δεις το φως. Μόνον έτσι θα κρατήσω τρυφερά στα χέρια μου το λουλούδι του ασπάλαθου. Να το νανουρίζω γλυκά να βυζαίνει τον κόρφο μου, ώσπου να με λυπηθεί ο χρόνος, να κοντοσταθεί: η ρωγμή στο χρόνο ένα βλέφαρο στην αθανασία.

Με ακούς Θάνατε; Δε σε φοβάμαι γιατί σε αγαπάω. Εγώ, η Ζωή σε κουβαλάω μέσα μου. Όσο αγαπώ εμένα, άλλο τόσο και σένα. Μαζί θα σταματήσουμε τον αμείλικτο χρόνο. Που θα ξεράνει τα λουλούδια του ασπάλαθου. Εκτός αν τον σκίσουμε με τα αγκάθια του και κοιτάξουμε πίσω από το βαρύ του παραπέτασμα. Το πάγωμα της στιγμής είναι ζωή αθάνατη. Η αγάπη του θανάτου είναι αγάπη της ζωής. Γλυκέ μου Σουάν, καθώς θα αναζητάς τον χαμένο χρόνο, θυμήσου πως δεν έχει σημασία που θα ξεραθούν κάποτε τα άνθη των ασπαλάθων στη χούφτα μας. Δεν πειράζει που θα σβήσει κάποτε το φως στο δωμάτιο. Γιατί έτσι σοφός που έγινες εν τω μεταξύ έμαθες να σταματάς την πιλάλα του χρόνου. Έμαθες να τριγυρνάς ανάμεσα στα όσα θαυμαστά φωτίζει η λάμπα στο δωμάτιο και να τα γεύεσαι με την ησυχία σου. Θα μένουν για πάντα εκεί. Ακίνητα στο διηνεκές του χρόνου. Μόνον εσύ θα κινείσαι. Αρκεί να σκίσεις την κουρτίνα με τα αγκάθια των ασπαλάθων τα καρφωμένα κάτω από τα νύχια σου. Να φέξει.

«Ο φόβος της ζωής είναι ο φόβος του θανάτου»
Ποιος, ποιος το είπε αυτό; Πού κρύβομαι;
«Πίσω μου. Όσοι φοβούνται τη ζωή, κρύβονται πίσω από το απόλυτο σκότάδι μου. Πίσω από εμένα, το Θάνατο. Τον καλύτερο φίλο της Ζωής.»

Φοβάμαι να ζήσω, λες αλήθεια Θάνατε, γι’ αυτό φοβάμαι και να πεθάνω. Είναι δύσκολο πολύ να μάθεις να ζεις. Πιο πολύ κι από το να μάθεις να πεθαίνεις. Τα δόντια κροταλίζουν από τον τρόμο στο ολόφωτο δωμάτιο ώρες-ώρες: τι υπάρχει άραγε πίσω από τους τοίχους; Και αυτό το ερώτημα επιταχύνει το χρόνο, νά’τη πάει η ζωή μου, πέρασε και δεν πρόλαβα να αγγίξω ούτε τυχαία την άκρη του αέρινου κάτασπρου φορέματος της. Δε μου έμεινε ούτε αυτή η μνήμη, του τυχαίου αγγίγματος. Και φάνταζε τόσο ορμητική, τόσο σαρωτική, τόσο λαμπρή. Ζωή, γιατί τη νύχτα που θεμέλιωναν τις πυραμίδες δε σε είχα ανάστροφα στην άμμο ζαβώσει; Γιατί άφησα το θα να κατασπάράξει το τώρα; Θα βγώ κάποτε από το δωμάτιο. Από την μόνη έξοδο. Το θάνατο. Τι κρίμα να αφιερωθεί κανείς στην έξοδο και να ξεχάσει να απολαύσει τα όσα θαυμαστά του δείχνει η αναμμένη λάμπα μέσα στο δωμάτιο. Τώρα. Θα σε ζαβώσω ανάστροφα στην άμμο. Τώρα που θεμελιώνουν τις πυραμίδες. Δε σε φοβάμαι Ζωή. Σε ποθώ όσο και τον αχώριστο εραστή σου. Με το τώρα θα σας δαμάσω και τους δυο σας εις τους αιώνας των αιώνων. Ζωή και Θάνατε.

Εγώ, ο πεινών και διψών στα πέρατα του χρόνου. Που βρήκα τρόπο κορέσω την πείνα και τη δίψα μου.
Περισσότερα...

Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2009

Μικρή ερωτική ιστορία

Portrait of Giovanni Arnolfini and his wife (detail), 1434, Jan van Eyck

Περπατούσε όπως ένιωθε. Σαν να πετάει. Τόσο πολύ το ένιωθε και το πίστευε που και οι άλλοι το ίδιο πίστευαν για κείνη. Ότι τα πόδια της ίσα που δεν άγγιζαν τη γη. Με τον καιρό ανακάλυψε πως ξεκολλάει ευκολότερα από το χώμα περπατώντας εν ακινησία. Μικρά μικρότατα βηματάκια προσεκτικά και τελετουργικά που εγκλωβίζουν όλη την ενέργεια. Αυτήν που την κάνει να πετάει στην παραμικρή ελάχιστή της κίνηση. Και πράγμα παράδοξο, ακόμα κι άνθρωποι που τύχαινε να έχουν στραμμένη αλλού την κεφαλή ή ακόμα ήταν κλεισμένοι σε ένα δωμάτιο, νιώθαν τόσο έντονα αυτήν τη συμπυκνωμένη ενέργεια στα μικρά μικρότατα βηματάκια της και τις σχεδόν ανεπαίσθητες κινήσεις της, καθώς περνούσε, που θέλοντας και μη γυρνούσαν να δουν ποιος καλός ή κακός άγγελος τους άγγιξε κατά λάθος με την άκρη της φτερούγας του στο διάβα του.

Οι πιο πολλοί πάντως σκιαζόντουσαν, όταν περνούσε, γιατί τη θεωρούσαν αερικό, ξωθιά με σάρκα και οστά. Και μια ξωθιά ποτέ δεν ξέρεις τι προθέσεις έχει. Να πετάξει μαζί σου φυσώντας σου στο στόμα λίγο από το πάθος της στις πτήσεις ή να σε παρασύρει στην ανήλιαγη σπηλιά της σε μια πτώση στην άβυσσο που έκρυβε μέσα της. Δεν ξεχνούσαν πως τα πιο τρομακτικά παραμύθια των γιαγιάδων δεν ήταν ούτε για δράκους φοβερούς, ούτε για άγρια θεριά. Ήταν για λάμιες. Που κατασπάρασσαν όποιον ανυποψίαστο γητεύαν. Οι γιαγιάδες τους, λάμιες κι οι ίδιες στα νειάτα τους, θέλαν να προστατεύσουν τα σερνικά βυζασταρούδια. Τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους ήταν οι μόνοι άντρες που φείδονταν και συμπονούσαν. Γι’αυτό και τους εμφυσούσαν από μικρά το φόβο για τις λάμιες μπας και δεν τις πλησιάσουν, όταν μεγαλώσουν και σωθούν.

Υπάρχουν και λίγοι, ανυποψίαστοι, πολύ μικροί και άπειροι. Αυτούς, λέγανε οι γιαγιάδες στα παραμύθια τους, οι λάμιες τους ελυπούντο τα μάλα και δεν τους καταβρόχθιζαν, αλλά τους μάρκαραν με πυρακτωμένο φιλί στο μέτωπο και τους άφηναν έπειτα να τριγυρνούν τη λοιπή τους ζήση μισότρελοι να ψάχνουν τη μονάκριβη λάμια τους στον καθρέπτη όποιου θηλυκού τύχαινε στο διάβα τους. Αλλά να μη την βρίσκουν.

Εκείνο που σχεδόν καμιά γιαγιά δεν έλεγε στα παραμύθια της ήταν ότι λίγοι, πολύ λίγοι είναι αλήθεια, με έφεση στις υψηλές πτήσεις και πτώσεις τις πλησίαζαν τις λάμιες με τον πόθο της πτήσης. Αυτοί με μάτια που γυαλίζαν έπεφταν στα δίχτυα τους και πραγματικά πετούσαν μαζί τους, χωρίς να νοιάζονται τελικά αν θα είναι προς τα πάνω ή προς τα κάτω. Ακόμα λιγότεροι σώζονταν από την τελική πρόσκρουση στο χώμα. Η λάμια σωζόταν συνήθως, αλλά ο μαγγανεμένος ξεχνιόταν για πάντα εκεί χάμω να αναπολεί τις αθώες εποχές, τότε, πριν τιμωρηθεί για το θράσσος του να θαρρεί πως θα τα βγάλει πέρα με μια λάμια αρτιμελής. Γιατί στο τέλος περίτρομοι ανακάλυπταν οι εκπεπτωκότες την αναπηρία τους: τα δάχτυλα των χεριών δεν αλλάζαν πια, παρά μέναν αναλλοίωτα θέλοντας να παγώσουν τη μνήμη του αγγίγματός της. Αλλά με τέτοια ανάπηρα χέρια που αρνούνται να εγγράψουν άλλα αγγίγματα, ο νέος έμενε για πάντα μαγγανεμένος στη γοητεία της λάμιας.

Από φόβο λοιπόν για την επώδυνη αναπηρία των χεριών, ένας νέος ξεχωριστός που κατείχε πολλά για το κινητούν ακίνητο και την τέχνη του, μόλις αντιλήφθηκε από ένστικτο τη γυναίκα που περπατούσε σαν να πετούσε και που οι άλλοι την έλεγαν λάμια, τα κάλυψε τα δάκτυλά του, να μη φαίνονται, να τα προστατεύσει. Η λάμια κάλυψε κι εκείνη τα δικά της από σεβασμό για την τέχνη του νέου και τα όμορφα δάχτυλα που μάντευε κάτω από το κάλυμμα των χεριών του. Δεν ήθελε να δει τα χέρια του να παγώνουν στο χρόνο μετά το άγγιγμά της. Χώρια που φοβόταν πως, παρόλο που μόνο ακουστά είχε κάτι τέτοιο, υπήρχαν και απόγονοι του Οδυσσέα, θρυλούμενοι και ικανοί να δαμάσουν μια λάμια και να αφήσουν εκείνοι ανεξίτηλο το σημάδι τους στα μακριά και σαγηνευτικά δάχτυλα της Κίρκης που αγγίζαν.

Ο νέος και η γυναίκα που περπατούσε σαν να πετούσε, με όλες τις προφυλάξεις και τα χέρια κρυμμένα σε λεπτά υφάσματα -που μάλλον αναδείκνυαν τις χάρες των χεριών τους παρά τις έκρυβαν- πλησίασαν ο ένας τον άλλο με εκείνα τα λεπτά λεπτότατα βηματάκια και τις ανεπαίσθητες κινήσεις. Αυτές για τον κώδικά τους ήταν πιο έντονες και εκφραστικές από τους έντονους και ορατούς με την πρώτη ματιά τρόπους. Οι κινήσεις τους στον αέρα χάραζαν αραβουργήματα λεπτά δουλεμένα που τα κορμιά τους τα ακολουθούσαν εξ αποστάσεως. Διότι πρώτιστο μέλημά τους ήταν ο έρωτάς τους να παγώσει στο χρόνο αντί για τα χέρια τους. Ένα αίσθημα που μπορούσαν να σμιλεύσουν με κάθε λεπτομέρεια και λεπτές τεχνικές και έπειτα να απομακρυνθούν και να το θαυμάζουν εξ αποστάσεως αναλλοίωτο στο χρόνο. Τέλειο στην ιδεατότητά του. Και έπειτα, όταν πια η απόσταση θα γινόταν τόσο μεγάλη, ώστε να μην κινδυνεύει ο ένας από τον άλλο, θα ξεσκέπαζαν τα λεπτοδουλεμένα χέρια τους και θα συνέχιζαν. Εκείνη να παγώνει τα χέρια των ανδρών που δεν ήταν απόγονοι του Οδυσσέα, εκείνος τα χέρια των γυναικών που όταν περπατούσαν δεν ήταν σαν να πετάνε.
Περισσότερα...

Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2009

Διάλογος μονολογούντων

ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΠΡΩΤΟΣ

Αφιερωμένο στην Κατερίνα Τσκόϊτζε που μου γνώρισε και μετέφρασε τους στίχους

«Περπατάει απαρατήρητος στο δρόμο και τον θεωρούν νάνο,
ενώ είναι Γολιάθ στην ψυχή.
Από μικρός κουβαλάει κρυμμένα φτερά
Κι οι πολλοί νομίζουν πως είναι καμπούρα»
Shota Nishniahidri, σύγχρονος Γεωργιανός ποιητής
Μετάφραση Eka Tchkoidze (Κατερίνα Τσκόϊτζε)


-ΠΕΡΠΑΤΑΩ ΑΠAΡΑΤΗΡΗΤΟΣ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ. (Δυνατά αλλά άχρωμα σαν ντελάλης που ανακοινώνει κάποιο αδιάφορο σε αυτόν συναισθηματικά νέο.)
-...(Παύση.)
-Κανείς δε γυρνά να με κοιτάξει. Κανένα βλέμμα δε σκαλώνει πάνω μου για λίγα δευτερόλεπτα. Για λίγο. Για τοσοδούλι. Γλιστράνε οι ματιές των διαβατών από πάνω μου. Σαν να είμαι κενό. Σαν να μην υπάρχω. Σαν να είμαι διάφανος και άδειος. Η παρουσία μου είναι ι-σο-δύ-να-μη με την απουσία μου. Για αυτούς. Τίποτα αξιόλογο πάνω μου να τους κάνει να κοντοσταθούν. Ένα μπλε μάτι, ένα αλαζονικό ύφος, ένας αέρας κοσμολολίτη, ένα μοδάτο γυαλί. Ένα κούρεμα βρε αδελφέ στυλάτο. Με ακούει κανείς;
- ΚΑΝΕΙΣ, ΚΑνείς, κανείς.
-Μου απαντάει ο αντίλαλος. Είμαι σε ένα άδειο δωμάτιο. Με τόσους ανθρώπους μέσα. Τι κρίμα. Τέτοιος συνωστισμός κι όμως το δωμάτιο να είναι τόσο άδειο, που μόνο ο αντίλαλος μου μού απαντάει.
-Ξέρω γιατί δε χαλαλίζετε ούτε ένα βλέμμα για μένα. Είναι που...

-ΜΕ ΘΕΩΡΕΙΤΕ ΝΑΝΟ! (Η ένταση της φωνής του από σιγανή και μονότονη γίνεται ξάφνου ουρλιαχτό θυμωμένο και κοφτό.)
-ΝΑΝΟ, ΝΑνο, νάνο.
-Καταραμένε αντίλαλε. Πάψε να με χλευάζεις. Χάσου από το μυαλό μου. ( Σπαθίζει απέλπιδα με τα χέρια του τον αέρα, ώσπου στο τέλος χτυπάει το ίδιο του το κεφάλι).
- (Χαμηλόφωνα παραιτημένος με τα χέρια να κρέμονται). Αλλά ραπίζω τη σκέψη μου, τα σωθικά μου, τη μοναξιά μου, το εγώ μου. Κι αυτό πονάει πιο πολύ από το χλευασμό σου αντίλαλε. Πώς να σε πολεμήσω; Είναι σα να πολεμάω τον εαυτό μου. Κι η μάχη τού μέσα και του έξω μου άνιση.

-ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΝΑΝΟΣ. ( Κοφτά και αποφασιστικά με όλη του την ενέργεια μαζεμένη στη ματιά του. Οι ώμοι πεσμένοι, το σώμα καταβεβλημμένο.)
Τι κι αν είμαι μαζεμένος. Ναι, τα χάνω μπροστά σε μια ωραία γυναίκα. Ναι, τα βλέφαρά μου πεταρίζουν από άγχος και φόβο μπροστά σε άνετους, και κοινωνικούς που ξέρουν να πλασάρουν σε καλοσχεδιασμένη βιτρίνα το εμπόρευμά τους. Σκάρτο ή διαμάντι, αδιάφορο. Ξέρουν όμως πώς να αιχμαλωτίζουν το βλέμμα των περαστικών. Αυτό είναι που μετράει. Η μόστρα. Η βιτρίνα ντε.

-Ε, λοιπόν εγώ δεν ξέρω. Δεν την κατέχω την τέχνη της γοητείας στο παιγνίδι που παίζουν οι πολλοί. Δεν τους καταλαβαίνω, δε με καταλαβαίνουν.
Πώς, όταν ακούμε κάποιους να μιλάνε σε γλώσσα που δεν κατέχουμε, στην αρχή γυρνάμε παραξενεμένοι το κεφάλι, έπειτα όμως αδιαφορούμε γιατί όλες οι λέξεις τους ακούγονται σαν μουσική ακατανόητη ή συχνότερα σαν βουητό; Έτσι και με μένα. Στην αρχή οι άνθρωποι με κοίταζαν παράξενα. Τους φαινόταν αλλόκοτη η ανυπαρξία μου. Νάνος καμπούρης. Δύσμορφος ατάλαντος χωρίς ίχνος γοητείας, χωρίς πολύχρωμες χάντρες να στολίζουν το κρέας μου. Χωρίς τη γοητεία του φύλου μου. Αδύνατο σήμα, λέει, εκπέμπω, στην καλύτερη περίπτωση. Μετά η ματιά τους έμαθε να με προσπερνάει. Έμεινα α-πα-ρα-τή-ρη-τος στα α-ζή-τη-τα. Να αφουγκράζομαι μόνος τα πρωτοβρόχια αργά το βράδυ δίχως την ήρεμη ανάσα του συντρόφου όταν κοιμάται στο κρεβάτι πλάι μου. Λειψή βροχή. Λειψή μορφή. Η μορφή μου. Η δύσμορφη.
-Όμως εμένα δε με νοιάζει, γιατί…(Παρατεταμένη παύση από αυτές που προμηνύουν το οριστικό τέλος ή τη νέα θυελλώδη αρχή.)…

-ΕΙΜΑΙ ΓΟΛΙΑΘ ΣΤΗΝ ΨΥΧΗ! (Ζητωκραυγάζοντας με πάθος, κάτι σαν επώδυνη κραυγή ελευθερίας.)
-Νυχθημερόν ανοίγω σήραγγες να ανακαλύψω θησαυρούς του πνεύματος, της ψυχής, βρώμικος, ιδρωμένος, κατάκοπος, με ασπρουλιάρικο ημιδιάφανο δέρμα σαν εκείνα τα πλάσματα στα βάθη των ωκεανών που ποτέ δεν τα είδε ο ήλιος. Αντίθετα, εσείς, οι ωραίοι, γοητευτικοί και άνετοι που πίνετε με άνεση το ποτό σας στο μπαρ και το μαυρισμένο δέρμα σας εκπέμπει υγιεία, ανεμελιά, αθωότητα. Και βλακεία. Κάνετε εύκολα παρέες, αλλάζετε όπως το φίδι τα πουκάμισά του τους ερωτικούς συντρόφους, τις συζύγους, τους φίλους. Η γοητεία σας, η κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας. Όμως.

-ΟΜΩΣ. (Η λέξη ακούγεται σα σφύριγμα λαιμητόμου.)
Κάτω από το γοητευτικό σας μαύρισμα (στο σολάριουμ κατά προτίμηση), τη μαυρισμένη άνεση με το ακριβό γυαλί και τη γλοιώδη οικειότητα που αναπτύσσετε προς όλες τις κατευθύνσεις, κρύβεται ένας, μαντέψτε τι!
-Νάαααα-νος. (Συρτή κοροϊδευτική φωνή και θριαμβευτικό χαμόγελο νικητή.)
Δύσμορφος και καμπούρης με ζαρωμένη και αδύναμη ψυχή να κρύβεται στην καμπούρα του. Πλαστικά φτερά τσαλακωμένα ένα μικρό θλιβερό κουβάρι, στην τσέπη του παιδικού παντελονιού που ποτέ δεν βγάλατε από πάνω σας. Αυτό είστε άνετοι κι ωραίοι μου. Και τυφλοί. Πάνω από όλα. Γιατί ποτέ δεν κατορθώσατε να δείτε, έτσι στραβωμένοι από τις ανακλάσεις της στιλβωμένης επιφάνειας σας που καθρεφτίζεστε διαρκώς ότι...

-ΑΠΟ ΜΙΚΡΟΣ ΚΟΥΒΑΛΑΩ ΚΡΥΜΜΕΝΑ ΦΤΕΡΑ! (Γελώντας δυνατά με γέλιο αβίαστο, γάργαρο, απελευθερωμένο. Η μορφή του σταδιακά μεταλλάσσεται, από στεγνή, ζαρωμένη, στερημένη, αγχώδης, ρουφηγμένη σε δυο κατακόκκινα μάγουλα που σφύζουν από υγιεία.)
Ρωμαλέα, κάτασπρα σαν αρχαίας Νίκης. Καμωμένα για υψηλές πτήσεις. Όταν ήμουν παιδί, ένιωσα ξάφνου πόνους ανάμεσα στις ωμοπλάτες. Ο γιατρός μίλησε για γρήγορη ανάπτυξη του σώματος. Έκανε λάθος. Γρήγορα μεγάλωσε το μέσα μου. Τότε ήταν που φύτρωσαν τα φτερά. Φάνταζαν αλλόκοτα, γι'αυό κι εγώ τα δίπλωνα προσεκτικά και τα έκρυβα στην καμπούρα μου, όταν δεν ήμουν μόνος μου. Το σώμα μου σταδιακά ξέμεινε πίσω. Δεν ξέρω τι προηγήθηκε. Τα φτερά που μεγάλωναν ρουφώντας τη δύναμη από τη ζωώδη σάρκα μου ή η αδυναμία της σαρκός μου που άφησε τα φτερά μου να φυτρώσουν; Έβλεπα μέρα τη μέρα το πρόσωπό μου να ασχημαίνει, τα δάχτυλά μου να γίνονται δύσκαμπτα, τις κινήσεις μου ασταθείς, το νέο σώμα μου να αποκτά αύρα γηρατειών, πρόωρο γήρας να με καταπίνει. Με έβλεπα να στεγνώνω. Μα εγώ δεν έσκαγα δα από τη στενοχώρια μου, γιατί ήξερα πως μπορώ κρυφά να ξεδιπλώσω τα εξαίσια φτερά μου, για να πετάξω,ουουου, εκεί που φτάνουν οι αετοί. Και τα πιο τρελά όνειρα των φυλακισμένων. Ήταν υπέροχα.

-ΟΜΩΣ. (Απότομη παύση. Το βλέμμα σταθερό στο κενό σαν να βλέπει να προβάλλονται στο άπειρο ολοζώντανες σκηνές του παρελθόντος.Το σώμα στητό και αγέρωχο, αλλά με ακινησία αγάλματος που αιχμαλώτισε στο διηνεκές του χρόνου μία σημαντική στιγμή.)
Ποτέ δεν συνάντησα εκεί πάνω κανέναν. Κι αν έβλεπα αραιά και πού κάποιον να χαρχαλεύει τα όνειρα των φυλακισμένων και να δοκιμάζει φτερά αετού, αυτός γρήγορα με εγκατέλειπε, για να σταθεί στην ουρά. Περίμενε υπομονετικά να τον μεταμορφώσει η Κίρκη σε γουρούνι και να φορέσει κατάσαρκα τη γλύκα της απτής σάρκας.
Σκέφτηκα να αφήσω τις υψηλές πτήσεις και να αφεθώ στη φροντίδα της Κίρκης. Όμως τα φτερά μου αρνούνται να με κατεβάσουν. Κι όσο θεριεύουν, τόσο μου ρουφάνε τη σάρκινή μου υπόσταση. Και τόσο πιο πολύ ποθώ να αγκαλιάσω και να αγκαλιαστώ. Προδοσία! Παγίδα! Τα φτερά μου με παγίδευσαν και δεν με υπακούουν πια! Χαλάλι τους. Είναι πολύ όμορφα και πολύ δυνατά. Μόνο που...

-ΟΙ ΠΟΛΛΟΙ ΝΟΜΙΖΟΥΝ ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΜΠΟΥΡΑ. (Κρύβει με τα χέρια του το πρόσωπό του. Τον συνταρράσσουν αναφιλητά. Καταρρέει στο χώμα. Παύση σχεδόν τελεσίδικη. Ξάφνου αρχίζει να κινείται. Αργά-αργά σέρνεται σαν φίδι που αλλάζει δέρμα. Με μόχθο και αγώνα. Σηκώνεται και ορθώνει το ανάστημα του. Αργά και όλο και λιγότερο φοβισμένα στέκεται στις μύτες των ποδιών, τεντώνει τα χέρια του όσο ψηλότερα γίνεται. Φωτοβολάει ολόκληρος. Ξεκολλάει από το χώμα και πετάει, ενώ ακούγονται να πλαταγίζουν τα κάτασπρα δυσανάλογα μεγάλα για το δέμας του φτερά του. Ρίχνει μια τελευταία ματιά στους περαστικούς που αδιάφοροι πλημμυρίζουν το έδαφος κάτωθε του. Τους χαμογελάει για στερνή φορά χωρίς φόβο και πάθος. Τώρα όσο πάει και ξεμακραίνει στον ουρανό αποφασισμένος να κατακάψει τα εξαίσια φτερά του και τη μαραμένη του σάρκα στον ήλιο. Γαία πυρί μειχθήτω.


ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ

«Ολοι οι πικραμένοι, δυστυχισμένοι, μοναχικοί άνθρωποι που αισθάνονται εξαπατημένοι, που αισθάνονται προδομένοι από τις δυνάμεις, κατηγορούν τη ζωή, κατηγορούν τις περιστάσεις, κατηγορούν τους άλλους ενώ στην πραγματικότητα αυτοί είναι εντελώς άνοστοι, ευσυνείδητα κοινότοποι, αυτοί είναι δειλοί και ατάραχοι, βυθισμένοι στην αυτολύπηση, τίποτε σωστό δεν έχουν κάνει, νιώθουν όμως αδικημένοι, κατακλύζουν τη γη με τα παράπονά τους, με το μίσος· επαναλαμβάνουν μέρα τη μέρα και νύχτα τη νύχτα τις ευνουχισμένες κινήσεις τους. Πληγώνει τη γη ολόκληρη, πληγώνει τα πάντα τούτη η σπατάλη· η φρίκη όλης αυτής της σπατάλης».
Τσαρλς Μπουκόφσκι, 70 χρόνια φαγούρα, μετάφραση Χαρ. Γιαννακόπουλος, εκδόσεις Ηλέκτρα

-Ο Δεύτερος Μονόλογος με εφόρμηση το κείμενο του Μπουκόφσκι θα απαντά-διαλέγεται με τον Πρώτο μονόλογο.

-Ανοιχτή πρόσκληση σε όποιον επιθυμεί να επινοήσει-γράψει-σχεδιάσει με όποιον εκφραστικό κώδικα θεωρεί καταλληλότερο (διήγημα, ποίημα, σκίτσο, μουσική, φωτογραφία, ταινία, πεζό...) τον Δεύτερο Μονόλογο. Όποιος τυχόν ενδιαφερθεί, ας μην παραλείψει να αφήσει το link του στα σχόλια.
Περισσότερα...

Κυριακή 30 Αυγούστου 2009

Μικροί διάλογοι ή Σσσς, πες το από μέσα σου να ακουστεί καλύτερα (2)

Διάλογος τρίτος: Πατέρας και γιος

Ανοίγει το μπαούλο. Κάτι άλλο έψαχνε. Πέφτει πάνω σε παλιές φωτογραφίες. Του πατέρα του. Πολύ παλιές. Και κιτρινισμένες. Του κλέψανε το χρόνο. Γονατίζει να τις δει εκεί κάτω, στον πάτο του μπαούλου. Και για αυτό ακόμα μετάνοιες χρειάζονται. Πόσο γέρασες πατέρα! Κοίτα εδώ. Το μουστάκι μαύρο ακόμα. Και εδώ φαντάρος της αεροπορίας, περήφανο κοκοράκι. Μα όμορφο. Εδώ, έφηβος στητός και αγέρωχος στο γλέντι πάνω στον Αη Λια. Πιο πίσω δεν έχει. Δεν έλαχε φωτογράφος από αυτούς που γυρίζανε στα χωριά. Μα δεν πειράζει. Σαν ταινία που προβάλλεται ανάποδα η ζωή σου. Δε μου χρειάζονται φωτογραφίες για να δω την συνέχεια. Σε βλέπω τώρα παιδί ξυπόλητο με κοντά παντελόνια, μια να ροβολάς στις πλαγιές και μια να παίζεις με την πιτσιρικαρία. Το κεφάλι κουρεμένο γουλί, τα μάγουλα ξαναμμένα από την τρεχάλα, το βλέμμα γυρίζει τον κόσμο ανάποδα και τον ξαναφέρνει στα ίσα του.

-«Γέρασα», λέει ο πατέρας που μπαίνει εκείνη τη στιγμή στο δωμάτιο.
-«Καθόλου», απαντά ο γιος. Και το εννοούσε.

Ο γέρος πατέρας το ένιωσε πως ο γιος του έβλεπε μέσα του το μικρό αγόρι που έκρυβε καλά. Και χαμογέλασε ένοχα και σκανταλιάρικα μέσα του ο ατίθασος πιτσιρικάς που τον πιάσανε να παίζει κρυφτό, ενώ το παιγνίδι είχε τελειώσει.

Ο γιος το ένιωσε πως είχε απότομα γεράσει. Είχε μάθει πια πως υπάρχουν δυο τρόποι να βλέπεις μια ταινία: από την αρχή προς το τέλος και από το τέλος προς την αρχή. Την δικιά του ταινία όμως την έβλεπε προς το παρόν από την αρχή προς το τέλος μόνο. Αλάθητο σημάδι γήρατος.


Διάλογος τέταρτος: Οι μάνες

Μάνα και παιδί (λεπτομέρεια από το έργο Οι τρεις ηλικίες της γυναίκας), Gustav Klimpt, 1905

Η φίλη της ενθουσιασμένη στο τηλέφωνο με τις προετοιμασίες για το μωρό που θα. Φλυαρεί για την κούνια και τα προικιά του αγέννητου που κυοφορεί. Τις κουδουνίστρες. Τα σεντονάκια, τα ρουχαλάκια, τις κουβερτούλες. Τις πιπίλες, τα μπιμπερό, τα καπελάκια. Τα σκουφάκια και τα φανελάκια. Τα κοντομάνικα και τα αμάνικα. Η άλλη ακούει στωικά. «Α, ωραία». Η φωνή τής βγαίνει σβυσμένη, μα το νιώθει πως κάτι πρέπει να πει. Οι μεγάλες παύσεις δεν είναι ευγενικές. Προπάντων. «Α, ωραία». Η έγγυος πετάει ανάμεσα σε ροζ και γαλάζια συννεφάκια πασπαλισμένα με ταλκ για μωρά. Είναι πολύ απορροφημένη για να αντιληφθεί το σβύσιμο στη φωνή της άλλης. «Α, πολύ ωραία». Τι υπέρβαση! Πρόσθεσε το ‘πολύ’.

-«Τι χρώμα να το βάψω;», ακούγεται μια φωνή από κάπου πολύ μακριά, από τα ροζ και γαλάζια συννεφάκια.
-«Ποιο;», απαντά η σβυσμένη φωνή.
-«Μα το δωμάτιο! Είναι, λένε, πολύ σημαντικό για την ψυχολογία του παιδιού».
-«...». Σιωπή. Καθόλου ευγενικό. Προπάντων. Ίσως και ύποπτο. Για φθόνο.
-«Πρέπει να με συμβουλεύσεις. Είσαι ή δεν είσαι η καλύτερή μου φίλη;»

Η άλλη κοντοστάθηκε πριν απαντήσει. Μπροστά της άναβε μια τεράστια φωτιά κι εκείνη να πετάει, άχρηστα όλα, κούνιες και ρουχαλάκια και σεντονάκια με ζωάκια και παιγνιδάκια πολύχρωμα και κουδουνίστρες θαυμαστές και παπλωματάκια με λαγουδάκια και πιπίλες με καρδούλες και μπιμπερό με αστεράκια και αρκουδάκια χνουδωτά. Και όλο η φωτιά να θεριεύει, να φτάνει μέχρι τον ουρανό μαζί με το θρήνο της και τα ουρλιαχτά της. Και όλο να μοιρολογάει για του κύκλου τα γυρίσματα και του τροχού τα αλλάματα που ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνου. Στα βάθη. Τα απύθμενα. Εκεί που δεν υπάρχουν τα ηλίθια ροζ και γαλάζια συννεφάκια που κάποτε είχε καβαλήσει και η ίδια. Ζαλίστηκε. Γραπώθηκε από μια καρέκλα να μη χυθεί χάμω.

-«Περιμένω! Ροζ ή γαλάζιο; Μήπως κάτι άλλο;». η φωνή της καλύτερής της φίλης στρίγγλιζε χαδιάρικα ανηλεής.

Τι να πει; Για του κύκλου τα γυρίσματα; Για τις μωρές παρθένες; Για την άφρονη αλαζονεία του θνητού, που ζει θαρρώντας πως είναι αθάνατος; Τι χρώμα έχουν όλα τούτα; Τι;

-«Άσπρο με ροζ και γαλάζια συννεφάκια παντού».
-«Καταπληκτική συμβουλή! Το ήξερα πως είσαι η καλύτερή μου φίλη!»

Κατέβασαν βιαστικά το ακουστικό. Η μία, αθώα, πήγε να συνεχίσει την αιώρησή της στα ροζ και γαλάζια σύννεφα. Η άλλη, υποψιασμένη, πήγε να περπατήσει σκυφτή για να βλέπει καλύτερα τη θνητή χωματένια της φύση.
Περισσότερα...

Τρίτη 25 Αυγούστου 2009

Μικροί διάλογοι ή Σσσς, πες το από μέσα σου να ακουστεί καλύτερα (1)

Διάλογος πρώτος: Η γιορτή

Fernando Botero, The dinner, 1992

-«Βάλε του κι άλλο παγωτό, θα το φάει. Δεν έχει κλείσει τα δύο ακόμα, αλλά το καταφέρνει!».

Η μάνα-βουνό κοιτάζει περήφανη το παιδάκι της.

-Τι λες γυναίκα χωρίς το σχήμα γυναίκας που έθαψες τη μορφή σου κάτω από ένα βουνό και έπειτα το θεοποίησες και το προσκυνάς. Ξέχασες με τι μοιάζει η Γυναίκα και είναι δύσκολο πια να θυμηθείς. Σκότωσες την Εύα μέσα σου και τώρα σπρώχνεις τα παιδιά σου να γίνουν κατ’εικόνα και καθ’ομοίωσιν σου. Είπε ουρλιάζοντας από μέσα της η καλεσμένη που προθυμοποιήθηκε να σερβίρει το παγωτό στο τέλος της γιορτής.

-«...», είπε απ’έξω της γνέφοντας καταφατικά αμίλητη. Γεμίζει το μπωλ. Ξέχυλο. Παιδάκια κλώνοι με ξέχυλα κρέατα σαν τους γονιούς τους ουρλιάζουν γύρω της να τα σερβίρει . «Μπορεί παρακαλώ κάποιος να συνεχίσει;» Χαμογελάει. Ψεύτικα. Και παγωμένα. Δεν έγινε αντιληπτή. Όλοι κοιτάνε το παγωτό. Κανείς εκείνη. Κάθεται σε μια γωνιά. Βλέπει τον εαυτό της απέναντι χωρίς στόμα. Δεν της χρειάζεται. Δε θέλει να ξαναφάει. Σε μια γιορτή τριάντα ατόμων δεν υπάρχει ένας Αδάμ. Ούτε Εύα. Είναι όλοι άνθρωποι-βουνά. Και το θεωρούν νορμάλ να παραμορφώνουν έτσι το σώμα τους. Θέλουν να το κάνουν και στα παιδιά τους. ΔΕ θέλει να ξαναφάει. Λίγο ακόμα και θα χάσει το μέτρο εδώ. Όχι. Ψαχουλεύει το πρόσωπό της. Έχει στόμα. Την κοιτάνε εκείνες οι δύο και τη σχολιάζουν απαξιωτικά που παρεκκλίνει από το μοντέλο τους. Τους χαμογελάει τρομαγμένη. Που είδε στο βλέμμα τους την απόρριψη που αγαπά το σώμα της και το τιμά. Βγάζει φτερά, ένα δυνατό ζευγάρι ριζωμένα στην πλάτη και πετά μακριά. Κρατά το μήλο της Εύας γερά στο χέρι. Πήρε μαζί της και τα παιδάκια να τους δείξει τους κούρους και τις κόρες. Να σφηνωθεί στο μυαλό τους η ομορφιά. Για πάντα. Κι όταν τους λείπει, να κατατρύχονται από νόστο για δαύτην. Να αγαπήσουν τη σάρκα τους, το σώμα τους, τη χωματένια και απτή τους υπόσταση. Για να μπορέσουν έτσι να ερωτευτούν. Και να είναι ερωτεύσιμα. Και να πετάξουν. Να μην καρφωθούν στα χαμηλά. Τουλάχιστον όχι λόγω βάρους. Παραείναι ευτελής λόγος.

-"Καληνύχτα".
-"Καληνύχτα".
Χαμόγελα κολλημένα στα δόντια, που θα φύγουν επιτέλους με το βραδυνό βούρτσισμα.
Η πόρτα κλείνει. Η γιορτή είχε τελειώσει.

Διάλογος δεύτερος: Οι ερωτευμένοι


Rene Magritte, The lovers, 1928


-«Αααα...», βαθειά ανάσα που προδίδει εκείνο το λεπτότατο σημείο που αντιλήφθηκε εκείνη τη μικρή λεπτομέρεια στην ταινία, τον κρυμμένο θησαυρό. Που είναι πολύ εύκολο να τον προσπεράσεις. Αλλά δεν τον προσπέρασε.

-«Αααα...», ακούει δίπλα της, την ίδια ακριβώς στιγμή.
Γυρνάει να κοιτάξει. Ταυτόχρονα με τον άλλο. Κανείς εκτός από τους δύο δεν είχε δει το θησαυρό, την υπέροχη κρυφή στιγμή στην ταινία. Ένα φύσημα του αέρα στην κουρτίνα ήταν. Τίποτα άλλο. Κρατούν την ανάσα τους. Κοιτιώνται κλεφτά με μάτια συνένοχα.

-Θά’θελα να σου πω ευχαριστώ, λέει εκείνος από μέσα του, για την ευχάριστη έκπληξη. Που ήρθα μόνος μου σινεμά εν μέσω μεγάλης παρέας και εκεί που το είχα πάρει απόφαση πως μονάχος θα δω την ταινία, βρίσκω εσένα. Νομίζω πως, πως σε...

-...Σε ερωτεύτηκα, λέει εκείνη από μέσα της. Μόνο και μόνο για αυτό το Αααα το συνένοχο, τη μικρή κρυφή στιγμούλα, που καταλάβαμε και νιώσαμε το ίδιο, όμοια με εραστές σφιχταγκαλιασμένους που όμως ξεχωρίζουν από όλο το σφιχταγκάλιασμα τη μία εκείνη στιγμή, τη μονάκριβη, της ένωσης της απόλυτης.

-Είμαι ευτυχισμένος που σε ερωτεύτηκα, είπαν τα μάτια του.

-Είμαι ευτυχισμένη που σε ερωτεύτηκα, είπαν τα χέρια της.

-Αντίο, είπαν τα χέρια του.

-Αντίο, είπαν τα μάτια της.

Τα είχαν πει όλα ανάμεσα σε δύο Αααα.
Περισσότερα...

Τετάρτη 19 Αυγούστου 2009

Οι Δον-Κιχώτηδες είναι επίκαιροι όσο ποτέ


Ghost Dog, o θρύλος των σαμουράι, Jim Jarmusch (Η σκηνή από την ταινία εδώ)

Σε μια εποχή που οι μεγαλόπνοες αξίες και οι ορατές ιδέες, ικανές να εμπνεύσουν και να συσπειρώσουν γύρω τους τη μάζα, σε γενικές γραμμές-τονίζω το γενικές- εκλείπουν ή είναι αλληλοαναιρούμενες και θολές, τα άτομα επινοούν προσωπικές θρησκείες και θυσιάζονται για αυτές με τίμημα τη γραφικότητα. Αν όμως γραφικός είναι αυτός που πράττει διαφορετικά αποκομμένος από τους πολλούς, τότε οι γραφικοί έχουν αυξηθεί τόσο, που κινδυνεύουν να γίνουν ο κανόνας. Ο γραφικός επινοεί δικές του αξίες και πιστεύει σε αυτές μόνος ή έστω οι αξίες που τον ενέπνευσαν είτε ανήκουν στο παρελθόν, είτε κατοικοεδρεύουν κάπου μακριά και απρόσιτα, στην άλλη άκρη της γης. Χαρακτηριστικό του η πίστη του στο σύμπαν που έχτισε τόσο παράταιρο με την κοινωνία του και η αδιαφορία του για τις κοροϊδίες των πολλών που αμαχητί αποδέχθηκαν τις χύμα αξίες της αγοράς: τον καταναλωτισμό, τον ωχαδελφισμό, την χυδαιότητα στη θέση του ερωτισμού, την λατρεία της υποκουλτούρας, του φαγητού, του χρήματος, της καριέρας, του ανερμάτιστου τίποτα. Μερικές φορές αδράχνεται από κάποια από τις αγοραίες αξίες που τις μεταλλάσσει με το προσωπικό του στίγμα. Αλλά ακόμα κι αν το πρόβλημά του δεν είναι αποκλειστικά αξιακό, προσκρούει σε άλλο σκόπελο. Στην αγωνιστική του διάθεση που δεν ξέρει πού να τη διοχετεύσει. Στη δεύτερη αυτήν περίπτωση, αν είναι έντιμος και δεν την ξοδέψει στα γήπεδα βάλλοντας κατά της αντίπαλης ομάδας ή στις εκκλησίες παραλληρώντας εναντίον άλλων θρησκευμάτων, τότε γραπώνεται από μία δική του ιδέα ουτοπική στις συγκεκριμένες συνθήκες ή μακρινή χωροχρονικά και κοινωνικά και αγωνίζεται για αυτήν με πάθος και συνέπεια. Γι’αυτόν τον δεύτερο τύπο γραφικού μεγαλύτερη σημασία έχει ο αγώνας αυτός καθ’αυτός παρά το αντικείμενό του. Σε κάθε περίπτωση οι Δον-Κιχώτηδες είναι επίκαιροι όσο ποτέ.

Ο Jim Jarmusch στην ταινία του "Ghost Dog, ο θρύλος των Σαμουράι" μας περιγράφει πολύ καλά την κατάσταση, ιδίως στη σκηνή, όπου ο ήρωας περπατά στην πόλη του, μία σύγχρονη μεγαλούπολη των Ηνωμένων Πολιτειών, ακολουθώντας πιστά την ιδεολογία και το τελετουργικό των σαμουράι. Διασταυρώνεται με άλλον «γραφικό» που εμφορείται από άλλη ιδέα. Η αξία της σκηνής βρίσκεται στο σεβασμό και την αποδοχή που δείχνει ο ένας στον άλλο, παρόλο που πιστεύουν με πάθος τελείως διαφορετικά πράγματα. Ο Δον-Κιχώτης βλέπει το είδωλό του στον καθρέπτη. Και του αρέσει αυτό που αντικρίζει.

Αντίστοιχους γραφικούς δεν βλέπει κανείς μόνο στις ταινίες. Αν περπατήσει στην Αθήνα ή σε κάποια μεγαλούπολη με όλα τα ζευγάρια μάτια του ανοιχτά, εκπλήσσεται με το πόσοι γραφικοί υπάρχουν. Ορισμένοι θα έχουν την ψευδαίσθηση ότι σε κάθε δεύτερο βήμα βλέπουν μια παραλλαγή του εαυτού τους στα διάσπαρτα κάτοπτρα που παραμονεύουν. Αιωνόβιος με αργό, σταθερό και κατεβασμένο βλέμμα ανεβαίνει στη ζέστη καλοκαιριάτικου μεσημεριού τις σκάλες του μετρό στην Κοραή κρατώντας την ελληνική σημαία. Από πάνω ακούγονται από τα μεγάφωνα τραγούδια της Αντίστασης. Ο παλαιός αγωνιστής πηγαίνει στην προγραμματισμένη εκδήλωση, αλλά δεν υπάρχει κανείς εκτός από τα μεγάφωνα και τους πελάτες των καφέ που κατακλύζουν το δρόμο. Κανείς; Όχι κάποιος υπάρχει. Ζευγάρι τουριστών-εκείνος λαμέ σακάκι, εκείνη με επίσημο γδύσιμο με στράς- πλησιάζουν τον γέροντα μειδιώντας για την γραφικότητά του και τον τραβούν φωτογραφίες. Μερικοί δεν αντιλαμβάνονται πότε βλέπουν το είδωλό τους στον καθρέπτη, ώστε να το σεβαστούν. Ούτε ότι παραπίσω κάποιος άλλος τους «φωτογραφίζει», γιατί μέσα από τις πολλαπλές ανακλάσεις που άθελά τους σχηματίζουν, βλέπει τον εαυτό του.

Παραπέρα στο Νέο Μουσείο της Ακρόπολης ρασοφόρος μοναχός με κομποσχοίνια και περπατησιά ανθρώπου που εμφανώς είναι έξω από τα συνήθη του, περιηγείται στις αίθουσες δίχως να αντιλαμβάνεται την καθολική του διαφορά με τους λοιπούς επισκέπτες. Παρακεί κοπέλα που θεοποίησε τη σάρκα της, αφού τη στόλισε τελετουργικά ώρες ατέλειωτες με χάντρες και καθρεπτάκια του σταρ-σύστεμ, φαντασιώνεται πως ανεβαίνει σε κάποιο βάθρο δίπλα από τις κόρες, για να την θαυμάζουν οι άνθρωποι. Πιθανότατα κανείς τους δεν αντιλήφθηκε πως ανάμεσα στους επισκέπτες κάποιος έγειρε την κεφαλή ως χαιρετισμό. Ακριβώς όπως έκανε ο ήρωας του Jarmusch, όταν συνάντησε τον άλλο πιστό. Σε τι; Δικό του θέμα. Εδώ σημασία έχει να μπορεί κανείς ακόμα να διακρίνει το είδωλό του μέσα από τις πολλαπλές ανακλάσεις. Και αυτό συνέβη, όταν κατάλαβε ότι οι σερβιτόροι στο καφέ του μουσείου, τον είχαν πια μάθει. «Πάλι εσείς εδώ; Ξέρω, ξέρω, ένα ποτήρι λευκό κρασί».

Άθελά του ο Δον-Κιχώτης τείνει να γίνει το σύμβολο της εποχής μας όσο κανένα άλλο. Υπομονή και κατανόηση για τους περιφερόμενους ιππότες της προσωπικής ουτοπίας. Οι καθρέπτες παραμονεύουν για να τιμωρήσουν τον υβριστή που τους περιγέλασε. Πάντα το ζήτημα των ανακλάσεων. Πάντα μπροστά μας.
Περισσότερα...

Κυριακή 16 Αυγούστου 2009

Ευχαριστούσε το άστρο της που γλίτωσε κι αυτή τη φορά


The funeral, Edouard Manet


Καθ’οδόν για την κηδεία του Ντίγκναμ

«Ο κ. Μπλουμ μπήκε και κάθησε στην άδεια θέση. Τράβηξε την πόρτα πίσω του και τη χτύπησε δυνατά, μέχρι που έκλεισε εντελώς. Πέρασε το μπράτσο του στην κρεμαστή λαβή και κοίταζε σοβαρός από το ανοιχτό παράθυρο της άμαξας τα κατεβασμένα στόρια των σπιτιών της λεωφόρου. Κάποιο τραβήχτηκε στα πλάγια. Μια γριά κρυφοκοίταζε. Η μύτη της πλακουτσωτή πάνω στο τζάμι. Ευχαριστούσε το άστρο της που γλίτωσε κι αυτή τη φορά.»

Οδυσσέας, Τζαίημς Τζόυς, σ.118, μετάφραση Σωκράτης Καψάσκης, εκδ. Κέδρος



-Ντριννν...(παρατεταμένο κουδούνισμα που φανερώνει οικειότητα. Η πόρτα ανοίγει μετά από ώρα)

-Είσαι καλά; Κοιμόσουν;

-Ναι, ήταν πολύ έντονες οι τελευταίες μέρες. Χθες πήγαμε στην κηδεία τού. Δράμα. Νέος άνθρωπος. Δυο χρόνια με καρκίνο. Άφησε δυο μικρά παιδιά ορφανά. Αγόρια. Δύσκολα. Καταλαβαίνεις.

(παύση: κοιτάζει κλεφτά τα παιδιά της που στέκονται παραδίπλα)

-... Καταλαβαίνω. (παύση: χαμηλώνω τα μάτια και σκέπτομαι τα παιδιά μου που στέκονται δίπλα μου)


Σηκώνουν τα μάτια τους έτοιμες να σπάσουν τη σιωπή. Στην ελάχιστη εκείνη στιγμή από την παύση στην ομιλία, οι ματιές τους συναντιούνται. Είχαν συνεννοηθεί απόλυτα. Άρχισαν να μιλάνε ξέφρενα χωρίς να κοιτιώνται. Ντράπηκαν που είχαν πιάσει η μία την άλλη στα πράσσα να κρυφοκοιτάζει την κηδεία τού. Με την μύτη της πλακουτσωτή πάνω στο τζάμι να ευχαριστεί το άστρο της που γλίτωσε κι αυτή τη φορά.


Περισσότερα...