Παρασκευή 26 Δεκεμβρίου 2008

Τα ξενιτεμένα ξαδέλφια

Εισαγωγή
Όλοι έχουμε υπ’όψιν μας την εικόνα παιδιών που βαριούνται αφόρητα τα μουσεία. Και έχουν δίκιο. Τι να τους πουν τα αντικείμενα μιας άλλης εποχής, όταν αγνοούν τη χρησιμότητά τους, το μύθο που απεικονίζουν, την εποχή που τα γέννησε κ.ο.κ. Το παραμύθι αυτό φιλοδοξεί, όχι βέβαια να καλύψει τους πολυάριθμους τομείς που απαιτούνται για να μπορέσουν τα παιδιά να κατανοήσουν και εν τέλει πραγματικά να θαυμάσουν τα μουσειακά εκθέματα, αλλά τουλάχιστον να προκαλέσει το ενδιαφέρον τους. Ενσωματώνοντας πληροφορίες με τον πλέον ανώδυνο τρόπο του παραμυθιού τα κάνει, πιστεύω, να αντιληφθούν ότι όλα τούτα που παρατάσσονται απρόσωπα στις προθήκες, προορίζονταν για ανθρώπους σαν και τα ίδια. Και ότι βεβαίως είναι κάτι πολύ παραπάνω από τα ξερά ταμπελάκια που τα συνοδεύουν.

Έχουν επιλεγεί μια σειρά από έργα της κεραμεικής, αγγεία κυρίως. Κάποια από αυτά βρίσκονται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Κάποια άλλα σε μουσεία του εξωτερικού (εξού και ο τίτλος "Τα ξενιτεμένα ξαδέλφια"). Οι εικόνες που συνοδεύουν το παραμύθι είναι παρμένες από τον τόμο «Αρχαία Αγγεία» της σειράς Ελληνική Τέχνη της Εκδοτικής Αθηνών. Δυστυχώς δεν κατάφερα να βρω εικόνες των νευρόσπαστων και του πήλινου ομοιώματος του σπιτιού. Υπόσχομαι να επιστρέψω με περισσότερες πληροφορίες για αυτά. Σίγουρα αξίζει τον κόπο να τα αναζητήσετε στο δεύτερο όροφο του Εθνικού Αρχαιολογικού. Καλή ανάγνωση για όσους κάνουν τον κόπο να διαβάσουν το παραμύθι στα παιδιά τους. Κι αν μετά από χρόνια ένα τουλάχιστον παιδί αναγνωρίσει έστω και ένα από τα αγγεία που πρωταγωνιστούν, θα θεωρήσω πως άξιζε τον κόπο η όλη προσπάθεια.



Μια φορά κι έναν καιρό, όχι τα παλιά χρόνια που τα λέμε παρελθόν, ούτε πολύ μετά από εμάς στο μέλλον, αλλά τώρα στο παρόν, ήταν μια παρεούλα από αρχαία αγγεία και άλλα όμορφα αντικείμενα από πηλό. Μένανε εδώ και χρόνια σε μια μεγάλη αίθουσα του Μουσείου. Ήταν φίλοι, αν και φτιάχτηκαν σε διαφορετικές εποχές, πάντως όχι πολύ μακρινές μεταξύ τους. Τη μέρα στέκονταν ακίνητα, ακούνητα, αμίλητα να παριστάνουν τα άψυχα αντικείμενα περασμένων εποχών. Μεγαλοπρεπή μέσα σε γυάλινες βιτρίνες, τις προθήκες τους, τα πιο μικρά και άλλα ελεύθερα κοίταζαν τον κόσμο έξω από βιτρίνες. Κόσμος πολύς, που γέμιζε την αίθουσα καθημερινά, θαύμαζε την παρεούλα. Τα βράδια όμως, όταν δεν ακούγονταν τα βαριά βήματα του φύλακα, που νυσταγμένος περιδιάβαινε από αίθουσα σε αίθουσα, τα αγγεία πιάναν κουβεντούλα, όπως κάνει κάθε παρεούλα.

Το συνηθισμένο τους παιγνίδι ήταν να μαντέψουν τι γλώσσες μιλούσαν οι επισκέπτες της κάθε μέρας και δεν κρατιόντουσαν από τον ενθουσιασμό τους, αν τύχαινε να έρθει κανείς που μιλούσε γλώσσα που δεν είχαν ξανακούσει. Τότε στοιχημάτιζαν και καμμιά φορά μάλιστα αρπάζονταν μεταξύ τους. «Μα το ζωγράφο του Νέττου, το δημιουργό μου, να μη με λένε αττικό μελανόμορφο αμφορέα, αν η γλώσσα που μιλούσανε εκείνοι οι σημερινοί επισκέπτες, δεν ήταν Καρχηδονιακά!» είπε ένας μεγάλος αμφορέας που είχε πολλούς θαυμαστές και ονειρευόταν πως τους υπογράφει αυτόγραφα. «Ασφαλώς Καρχηδονιακά ήταν!» φρούμαξε ο κένταυρος Νέσσος, μισός άλογο, μισός άνθρωπος, της παράστασης που ήταν ζωγραφισμένη στο λαιμό του αμφορέα. Ο Ηρακλής, που είχε πιάσει από τα μαλλιά το Νέσσο, χαλάρωσε το τράβηγμα για λίγο, για να συμφωνήσει μαζί του. «Βέβαια!» είπε κουνώντας το ξίφος του πάνω κάτω.

«Μα τι λέτε;» χλιμίντρισαν περήφανα τα άλογα του Αχιλλέα, που φημίζονταν για την ανθρώπινη λαλιά τους. «Σήμερα δε μιλιούνται πια τα Καρχηδονιακά. Είναι προ πολλού μια νεκρή γλώσσα», πήρε το λόγο το λευκό άλογο και τίναξε την υπέροχη μακριά του χαίτη λοξοκοιτώντας τα αδέρφια του, τα δύο μαύρα γυαλιστερά άλογα. Το τέταρτο άλογο δεν ήταν μαζί τους. Βρισκόταν σε ένα άλλο κομμάτι αγγείου, ένα όστρακο δηλαδή κάπου στην Ακρόπολη, αφού δεν κατάφεραν να το βρουν οι αρχαιολόγοι. «Μα τι έξυπνα άλογα που έχω!» καμάρωσε ο Αχιλλέας, που χάιδευε στοργικά τη μουσούδα του πιο κοντινού του αλόγου, πανέμορφος και κατάμαυρος, όπως ήταν όλοι μαύροι, μελανοί, στα αγγεία της εποχής που φτιάχτηκε, τα μελανόμορφα. «Μα το Νέαρχο, το δημιουργό μας», είπε φωναχτά ο Αχιλλέας, «έχουν δίκιο τα άλογα μου!» και χάιδεψε ξανά το μουσούδι του πιο κοντινού του αλόγου.

«Ουφ, τι ξιπασμένος αυτός ο Αχιλλέας!» σκέφτηκε η θεά Αθηνά σε έναν παναθηναϊκό αμφορέα παραδίπλα, μαύρη κι αυτή, όπως και ο Αχιλλέας, μόνο σαν γυναίκα που ήταν, είχε λευκό πρόσωπο και πόδια. «Επειδή ανήκει σε όστρακο που έτυχε να σώζει πάνω του την υπογραφή του αγγειογράφου του, νομίζει πως είναι κάποιος!» «ΝΕΑΡΧΟΣ ΜΕ ΕΓΡΑΦΣΕΝ», είπε κοιτώντας κοροϊδευτικά τον Αχιλλέα και τα άλογά του κάνοντας τάχα πως τώρα εκείνη αντιλαμβάνεται την επιγραφή. Τα κοκόρια πάνω στους δύο κίονες, ένα από κάθε πλευρά της θεάς, έβγαλαν ένα μακρύ κικιρίκου τονίζοντας τον κοροϊδευτικό τόνο των λόγων της αφέντρας τους. «Δηλαδή ο παναθηναϊκός μας αμφορέας, τέτοιο έπαθλο για τους νικητές αθλητές στους αγώνες που γίνονταν για χάρη της θεάς Αθηνάς στην Αθήνα, είναι λιγότερο σπουδαίος μόνο και μόνο γιατί είναι ανυπόγραφος;» γρύλισαν σχεδόν οι δύο παλαιστές που κυλιόντουσαν χάμω στην άλλη πλευρά του αμφορέα.

«Έλα τώρα, μη ζηλεύεις!» είπε χαμογελώντας χαριτωμένα μια κομψή λευκή λήκυθος, σωστή κυρία, σεμνή και μετρημένη, όπως ταιριάζει σε ένα αγγείο που συνοδεύει τους ανθρώπους στην τελευταία τους κατοικία, όταν αφήνουν τη ζωή και άσπρισε ακόμα περισσότερο. Ο όμορφος νεαρός καθιστός άντρας με τα μελαγχολικά μάτια και την παραίτηση ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του, συνέχισε να ατενίζει αφηρημένος τον άλλο κόσμο που τον περίμενε, ενώ η γυναίκα του δίπλα, που κρατούσε την ασπίδα του, συμπλήρωσε: «Ελάτε τώρα, σταματείστε! Υπάρχει ένα άλλο θέμα να συζητήσουμε πολύ πιο σοβαρό από το ποιοι από εμάς έχουν το όνομα του αγγειογράφου ή του αγγειοπλάστη τους γραμμένο πάνω τους. Ούτε ίσως έχει πολύ σημασία τι γλώσσα μιλούσαν οι σημερινοί τουρίστες. Άκουσα ένα νέο συνταρακτικό!» Ο άντρας της με τα μελαγχολικά μάτια που καθόταν δίπλα της, συνέχιζε να κοιτάζει αδιάφορος κάπου πέρα μακριά.

«Ξέρω για τι μιλάς!» αντήχησε η βαθιά και μεγαλοπρεπής φωνή ενός λέβητα, αγγείου που χρησιμοποιούσαν σε γάμους. «Κάτι άκουσα κι εγώ», σφύριξαν όλα μαζί τα κεφάλια της Λερναίας Ύδρας, του τέρατος που πάλευε ο Ηρακλής μαζί με το φίλο του Ιόλαο, όλοι μαύροι, αφού ο λέβης ήταν μελανόμορφος. Κούνησε το φαρδύ λαιμό του, που είχε πάνω του ζωγραφισμένο ένα άρμα με τέσσερα άλογα, τόσο που παραλίγο να του πέσει το καπάκι του, ανακάθισε στο δυνατό του πόδι, που ήταν κι αυτό ζωγραφισμένο και συνέχισε στη θέση της γυναίκας που παριστανόταν στη λευκή λήκυθο: «Άκουσα πως θα μας επισκεφθούν τα ξενιτεμένα ξαδέρφια μας που μένουν σε χώρες του εξωτερικού σε μεγάλα μουσεία και κόσμος πολύς τα θαυμάζει. Όσο για γιατρούς και νοσοκομεία υπάρχουν, λέει, και εκεί συντηρητές που τα έχουν μη στάξει και μη βρέξει και περίφημα εργαστήρια συντήρησης».

«Α!» αναφώνησαν ενθουσιασμένα όλα μαζί τα αγγεία. «Και πότε θα μας επισκεφθούν με το καλό;» τσίριξε ένα μικρό νευρόσπαστο, μια πήλινη κούκλα δηλαδή, που τα χέρια και τα πόδια της ήταν ξέχωρα κομμάτια δεμένα με σπάγγο στο σώμα της. «Πολύ σύντομα. Είδα μια αφίσα, καθώς με γυρνούσαν από το ινστιτούτο ομορφιάς, όπου οι συντηρητές μου κάναν έναν καθαρισμό αλάτων που επικάθονταν πάνω μου», είπε ο λέβης και ανακάθισε με φιλαρέσκεια. «Μιλούσε για μια έκθεση που θα ξεκινήσει την άλλη βδομάδα και θα διαρκέσει ένα μήνα». «Υπέροχα!» είπε με ψιλή φωνούλα ένα δεύτερο νευρόσπαστο και ξαφνικά νοστάλγησε το κοριτσάκι που την έπαιζε. «Χμ, ενδιαφέρον!» μουρμούρισε ένα πήλινο ομοίωμα σπιτιού, που ήταν μοναδικό στο είδος του και περηφανευόταν πολύ γι’αυτό. Έτριξε λίγο τη σκεπή του και είπε γουρλώνοντας τα σαν μάτια παραθυράκια του: «Να υποδεχτούμε τα ξενιτεμένα μας ξαδέρφια, όπως τους αξίζει! Να τα φιλοξενήσουμε έτσι ώστε να τιμήσουμε το Δία, το θεό της φιλοξενίας!» και άρχισε αμέσως να ξεσκονίζει το μοναδικό του δωμάτιο και να γυαλίζει τη ζωγραφισμένη του στέγη.

«Ναι, ναι!» συμφώνησαν ενθουσιασμένα όλα τα αγγεία και αυτή τη φορά ακόμα και ο καθιστός άντρας με τα μελαγχολικά μάτια στη λευκή λήκυθο φάνηκε να δείχνει επιτέλους κάποιο ενδιαφέρον για όσα γίνονταν γύρω του. Ανοιγόκλεισε τα μάτια του κάνοντας τη νεαρή γυναίκα δίπλα του να πετάξει από χαρά, τόσο που παραλίγο να της πέσει η ασπίδα του! Ο Ηρακλής και ο κένταυρος Νέσσος έπαψαν να τσακώνονται, οι παλαιστές του παναθηναϊκού αμφορέα σηκώθηκαν από κάτω, όρθωσαν τα κορμιά τους και μια και δυο όλοι έπιασαν να γυαλίζουν τα σώματα των αγγείων τους και να ξεσκονίζουν τις προθήκες. Ο Αχιλλέας καταπιάστηκε να χτενίζει τις χαίτες των υπέροχων αλόγων του και είπε από μέσα του τι καλά που θα ήταν να γινόταν ένα θαύμα και να βρισκόταν το όστρακο με το τέταρτο άλογο του, που πολύ του έλειπε, λίγο πριν καταφθάσουν τα ξενιτεμένα τους ξαδέρφια. Η θεά Αθηνά γυάλισε την ασπίδα και το κράνος της και ευχήθηκε να έβρισκε κάπου λίγο λάδι να γεμίσει τον παναθηναϊκό αμφορέα που ήταν πάνω του ζωγραφισμένη. Γιατί με λάδι γεμάτο τον έδιναν ως έπαθλο στους νικητές αθλητές των αγώνων της και της κακοφαινόταν που τώρα ήταν αδειανός. Όσο για τα δύο νευρόσπαστα, αυτά από τη χαρά και τον ενθουσιασμό τους κουνούσαν τόσο πολύ τα χέρια και τα πόδια τους, που δεν κατάφεραν να κάνουν τίποτα.

Οι μέρες περνούσαν γρήγορα. Τα αγγεία μας, όταν δεν καθάριζαν και δεν στίλβωναν τα σώματά τους, έκαναν προβλέψεις για το ποια από τα διάσημα ξαδέρφια τους θα κατέφθαναν. Ώσπου ξημέρωσε επιτέλους η πολυπόθητη μέρα. Η αίθουσα έκλεισε για το κοινό και πρωί πρωί οι άνθρωποι του Μουσείου, φύλακες, συντηρητές και άλλοι άρχισαν να στοιβάζουν μεγάλα κιβώτια, που ήταν προσεκτικά κλεισμένα και με ένα νούμερο το καθένα γραμμένο με κόκκινο χρώμα στο καπάκι. Τα αγγεία μας καρδιοχτυπούσαν από την αγωνία και ακούνητα, ακίνητα, αμίλητα, γιατί ήταν μέρα και παρίσταναν τα άψυχα μπροστά στους ανθρώπους, περίμεναν να ανοιχτούν τα κιβώτια.

«Λάκη, βοήθα με να ανοίξω τούτο το κιβώτιο», είπε ένας άνθρωπος και άφησε απορημένα τα αγγεία που τον άκουγαν. «Λάκη, άκου Λάκη, τι όνομα είναι αυτό; Ούτε Ανακρέοντας ή Λαομέδοντας ή Ευριβιάδης, ένα τέλος πάντων από τα συνηθισμένα ονόματα!» Γρήγορα όμως σταμάτησαν να ασχολούνται με το όνομα του Λάκη, καθώς βλέπουν -ω θεοί!- ένα ανθρωπάκι κοντόχοντρο και κοιλαράδικο να τρέχει ολόγυμνο φορώντας μόνο ένα περίεργο καπελάκι, τον πίλο. «Ποιος είναι αυτός;» έκραξε το μικρό νευρόσπαστο τρομαγμένο.
«Είμαι ο Οδυσσέας, αλλά είμαι κάπως αστείος κι όχι σαν τον Οδυσσέα που ξέρετε, τον γοητευτικό και καταφερτζή, γιατί ανήκω σε έναν καβειρικό σκύφο, που μας θέλει όλους σαν γελοιογραφία. Χαίρω πολύ. Τι ατέλειωτο ταξίδι και σαν να μην έφτανε αυτό, με κυνηγάει συνεχώς η Κίρκη να με ποτίσει το μαγικό ποτό της και να με κάνει γουρούνι. Ακούς εκεί γουρούνι!» Κι αμέσως βλέπουν τα αγγεία να τρέχει ξοπίσω του μια άσχημη κοντόχοντρη γυναικούλα, που σε τίποτα δε θύμιζε την πανέμορφη μάγισσα Κίρκη. «Από πού κατάγεσαι και πούθε μας έρχεσαι;» μόλις που πρόλαβε να του φωνάξει ο γαμικός λέβης, καθώς ο αστειούλης Οδυσσέας ξεμάκραινε. «Στη Θήβα φτιάχτηκα, στην Οξφόρδη με πήγανε να μείνω, μακριά από την πατρίδα μου», ακούστηκε από μακριά η φωνή του κι ύστερα χάθηκε στις διπλανές αίθουσες. Τα αγγεία του Μουσείου κρατούσαν την κοιλιά τους από τα γέλια. «Δεν ήξερα ότι έχουμε τόσο αστείο ξάδελφο!» είπε και γέλασε τόσο το ομοίωμα του σπιτιού που παραλίγο να του φύγει η σκεπή.

«Αγαπητά ξαδέρφια, καλώς σας βρήκαμε. Πολύ χαιρόμαστε που επισκεπτόμαστε έστω και για λίγο την πατρίδα!» ακούστηκε ξάφνου μια φωνή νεανική και μελωδική από ένα κιβώτιο που μόλις είχε ανοίξει. Και βλέπουν όλοι με μάτια γουρλωμένα από τον θαυμασμό μια πανέμορφη κύλικα με δυο μορφές ερυθρές, κοκκινωπές δηλαδή, σε μαύρο φόντο.
Ήταν η περίφημη ερυθρόμορφη κύλικα του Σωσία, έτσι υπέγραφε ο αγγειοπλάστης που την έφτιαξε. Ο ένας από τους δύο νέους φορούσε κράνος και θώρακα και έδενε το τραύμα που είχε στο χέρι του ο νεαρός φίλος του δίπλα του. «Να σας συστηθούμε. Είμαι ο Αχιλλέας κι από εδώ ο καλός μου φίλος Πάτροκλος». «Χαιρετώ...» βόγγηξε ο Πάτροκλος που πονούσε. «Άσχημο πράγμα ο πόλεμος. Κοιτάξτε τι έπαθα!» «Γεια σου Αχιλλέα. Πολύ χαίρομαι που είσαι εξίσου όμορφος με μένα», πετάχτηκε από το βάθος ο άλλος Αχιλλέας, ο μελανόμορφος, που χάιδευε στο όστρακό του τα άλογά του. Συγκινημένοι περιεργάζονταν ο ένας τον άλλο. «Ωχ!» βόγγηξε ξανά ο Πάτροκλος και τα λευκά του δόντια άστραψαν.

Και ξάφνου φωνές βαριές, αντρικές, ψιλές, νεανικές, κοριτσίστικες, γυναικείες, επιφωνήματα χαράς, ενθουσιώδεις χαιρετισμοί, ήχοι πολλοί και διάφοροι ακούγονταν από παντού. Είχαν ανοίξει οι άνθρωποι όλα τα κιβώτια και ξεπρόβαλαν πλήθος αγγεία, ψιλόλιγνα, κοντόχοντρα, με ψηλό πόδι, με κοντό πόδι, με λαβές, χωρίς λαβές, με σώμα λεπτό, με σώμα πιο παχύ, όλα ζωγραφισμένα, άλλα με μορφές μαύρες σε ερυθρό φόντο, άλλα με ερυθρές μορφές σε φόντο μαύρο. Τα τελευταία, τα ερυθρόμορφα, ήταν νεότερα από τα άλλα, τα μελανόμορφα. Κάποιοι φορούσαν πανοπλία, μερικοί χιτώνες, άλλοι ήταν γυμνοί, πολλές γυναίκες φορούσαν πέπλο στα καλλίγραμμα σώματά τους.

Και τότε μουσικές πλημμύρισαν την αίθουσα, που έβγαιναν από ένα μελανόμορφο πινάκιο, ένα πιάτο.
Μια όμορφη γυναίκα έπαιζε αυλό και ο άντρας μπροστά της χόρευε λυγίζοντας τη μέση του και σέρνοντας ρυθμικά τα βήματά του. Το ποτήρι με το κρασί που κρατούσε, η κύλικα του, μόλις που στεκόταν στο χέρι του, ενώ με το άλλο χέρι κράταγε μια λύρα. Νότες, νότες παντού αιωρούνταν στην αίθουσα, πέταγαν στο ταβάνι, χώνονταν στα κιβώτια, κόλλαγαν στις προθήκες. Κισσοί και κληματαριές ξέφυγαν από τα αγγεία και τα τύλιξαν και αγκάλιασαν τους τοίχους, ενώ λωτοί και ανθέμια και ρόδακες έπεφταν παντού σαν ψιλόβροχο. Άλλα αγγεία έπιασαν να χορεύουν, μερικά να τραγουδούν, πολλά το έρριξαν στο κρασάκι και όλοι, μα όλοι έπαψαν να τσακώνονται, να παλεύουν ή να πολεμούν μεταξύ τους. Τώρα ήταν γιορτή. Και τι γιορτή! Προς τιμή των ξενιτεμένων αγγείων, των ξάδερφών τους, που έμεναν πια μόνιμα σε διάσημα μουσεία του εξωτερικού. Τι Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης, τι Βρεττανικό Μουσείο, τι Λούβρο στο Παρίσι και ένα σωρό άλλα!

Ακόμα και πάνω σε έναν κρατήρα ο Ύπνος και ο Θάνατος, τα δύο φτερωτά δίδυμα αδέρφια που μετέφεραν το Σαρπηδόνα, το γιο του Δία, που έπεσε στη μάχη, πίσω στην πατρίδα του, ξεχάστηκαν για λίγο, έπαψαν να είναι βλοσυροί και ανέκφραστοι, όπως ταιριάζει στην άχαρη δουλειά τους και χαμογέλασαν. Γρήγορα ο θεός Ερμής που τους παρακολουθούσε, τους ανακάλεσε στην τάξη. Χαμογέλασε βέβαια και ο ίδιος λιγάκι κουνώντας τις μικρές φτερούγες του καπέλου του, ξεχάστηκε για λίγη ώρα, αλλά πώς να τον παρασύρει τελείως η γιορτή, αφού έβλεπε το Σαρπηδόνα, τέτοιο παλικάρι, να το παίρνουν μαζί τους ο Ύπνος και ο Θάνατος. «Άχ», αναστέναξε, «ακόμα και τα παιδιά των θεών φεύγουν από τη ζωή!»

Διέκοψε τις σκέψεις του η κομψή λευκή λήκυθος, που τον πλησίασε και χαμογελώντας μετρημένα τον ρώτησε: «Ποιος είναι ο Λέαγρος;» και του έδειξε με το βλέμμα μια επιγραφή στα δεξιά του. Ο Ερμής απορημένος έστρεψε το βλέμμα του να δει την επιγραφή «ΛΕΑΓΡΟΣ ΚΑΛΟΣ» λίγο παραδίπλα του, ενώ ο Ύπνος και ο Θάνατος, σαν άτακτα παιδιά, βρήκαν ευκαιρία να ξαναπιάσουν τα γελάκια. Μόνο ο Σαρπηδόνας στεκόταν ξαπλωμένος με τα όμορφα μάτια του μισάνοιχτα και τις πυκνές του βλεφαρίδες ακίνητες, απαθής για όσα συνέβαιναν γύρω του. «Ο Λέαγρος ήταν ένας πολύ ωραίος νέος την εποχή που μας ζωγράφισε ο Ευφρόνιος. Θέλησε λοιπόν ο αγγειογράφος μας, ο φημισμένος Ευφρόνιος να διαλαλήσει την ομορφιά του νεαρού αυτού γράφοντάς το στο αγγείο του, τον κρατήρα μας». «Α ναι, αυτό το γνωρίζω. Και σε πολλά αγγεία του Μουσείου μας υπάρχουν παρόμοιες επιγραφές για άλλους ωραίους νέους. Έλεγα μήπως ήξερες τον Λέαγρο προσωπικά», είπε η θλιμμένη γυναίκα της λευκής ληκύθου, έρριξε μια ματιά όλο κατανόηση στο Σαρπηδόνα, που τόσο έμοιαζε το ύφος του με του άντρα της κι έφυγε με αργά μεγαλοπρεπή βήματα, που είχαν γίνει και λίγο λικνιστά εξαιτίας της μουσικής.

Την αρπάζει τότε ο Ηρακλής, λίγο άξεστα είναι η αλήθεια, αυτός που πάλευε με τη Λερναία Ύδρα και την παρασέρνει στο χορό. Δυο Διόνυσοι, αρχηγοί του γλεντιού, έσερναν το χορό, ένας μελανόμορφος κι ένας ερυθρόμορφος και πλήθος Σάτυροι και Μαινάδες και των δύο ειδών στροβιλίζονταν παντού. Ακόμα κι ο Πάτροκλος παρά το πληγωμένο του χέρι κατέβασε ένα-δυο κύλικες κρασί, νερωμένο βέβαια, όπως το έπιναν όλοι, και άρχισε να χορεύει. Τι χρώματα κι αρώματα και μουσικές, τι ατμόσφαιρα γιορτινή, πραγματικά διονυσιακή!

«Ιιιιιι...» έτριξε τότε μια πόρτα. Τα αγγεία είχαν βρει ευκαιρία να στήσουν το γλεντάκι τους, ενώ οι άνθρωποι είχαν φύγει για λίγο από την αίθουσα, για να κολατσίσουν. Μόλις που πρόλαβαν να γυρίσουν στις θέσεις τους και να προσποιηθούν τα ακίνητα, ακούνητα, αμίλητα. Τα αμπελόφυλλα και οι κισσοί γύρισαν πίσω στα αγγεία από όπου είχαν ξεπηδήσει. Μερικοί ρόδακες και ανθέμια ξέμειναν κολλημένα στην ταβάνι. Ο Ηρακλής πήδηξε γρήγορα-γρήγορα στο λέβη του και έκανε πως παλεύει με τη Λερναία Ύδρα, μόνο που ξέχασε να πάρει το σπαθί του. Τα νευρόσπαστα έπαψαν να κουνούν χεράκια-ποδαράκια στο ρυθμό της μουσικής. Τα άλογα του Αχιλλέα σταμάτησαν να τριποδίζουν ρυθμικά, ενώ ο Ύπνος και ο Θάνατος έκαναν τάχα πως μεταφέρουν το Σαρπηδόνα. Όσο για τον αστείο Οδυσσέα, λίγο έλειψε να τον πιάσει η Κίρκη και να τον ποτίσει με τα βοτάνια της, για να γίνει γουρούνι. Οι παλαιστές του παναθηναϊκού αμφορέα ξανακυλίστηκαν χάμω κι έκαναν πως παλεύουν, ενώ ο άλλος Ηρακλής και ο κένταυρος Νέσσος έτρεξαν πίσω στον αμφορέα τους, μόνο που τώρα πιο πολύ έμοιαζαν να αγκαλιάζονται παρά να τσακώνονται.

«Χμ, πόσο σου αλλάζει τη διάθεση ένα κολατσιό και ένας ζεστός καφές!» μουρμούρισε ο Λάκης, μόλις μπήκε στην αίθουσα. Δεν μπορούσε να εξηγήσει αλλιώς αυτήν την περίεργη χαρά που πλανιόταν στον αέρα. «Εμπρός παιδιά, δουλειά!» φώναξε στους υπόλοιπους και όλοι μαζί καταπιάστηκαν να τοποθετήσουν τα νεοφερμένα αγγεία στις προθήκες. «Η έκθεση ανοίγει αύριο, βιαστείτε να προλάβουμε», συμπλήρωσε με την αίσθηση ότι κάτι περίεργο συνέβαινε, χωρίς να μπορεί να καταλάβει τι ήταν αυτό. «Ουφ, δεν είμαι με τα καλά μου!» είπε στον εαυτό του και συνέχισε τη δουλειά του χωρίς να δίνει πια σημασία στην περίεργη αίσθησή του. Μέχρι το απόγευμα είχαν τελειώσει. Όλα τα αγγεία που επισκέφθηκαν για λίγο την πατρίδα τους, μπήκαν με τάξη στις προθήκες. Έβαλαν και στο καθένα από ένα ταμπελάκι, είναι αλήθεια λίγο ξερό και τυπικό: «Βοιωτικός μελανόμορφος καβειρικός σκύφος, 410-400 π.Χ.», για το αγγείο του αστειούλη Οδυσσέα και της άσχημης Κίρκης. Ή «Αττική ερυθρόμορφη κύλικα 500 π. Χ.», για το αγγείο του Αχιλλέα που με αγάπη δένει το τραύμα του φίλου του του Πάτροκλου. Ή «Αττικός ερυθρόμορφος καλυκωτός κρατήρας, 515-510 π.Χ.», για τον μακρυμάλλη γλυκό νέο, το Σαρπηδόνα που είχε πέσει στη μάχη και τον πήγαιναν στην πατρίδα του τα δύο φτερωτά αδέρφια, ο Ύπνος και ο Θάνατος. Παρόμοια ταμπελάκια είχαν και τα αγγεία του Μουσείου μας: «Παναθηναϊκός αμφορέας 490 π.Χ.», για τον αμφορέα με την Αθηνά και τους παλαιστές. Και πού να φανεί στο ταμπελάκι το κικιρίκου των δυο κοκόρων πάνω στους κίονες, που ανάμεσα τους στέκει η θεά Αθηνά... Ή «Αττικός μελανόμορφος κάνθαρος (τμήμα) 560-555 π.Χ.», για το όστρακο με τον Αχιλλέα και τα άλογά του. Και πώς να ακουστεί στο ταμπελάκι το χλιμίντρισμα των τριών αλόγων και πώς να φανεί ο καϋμός του Αχιλλέα για το τέταρτο άλογο του, που δε βρέθηκε...

«Όλα έτοιμα», φώναξε ο Λάκης, όταν τοποθέτησαν και το τελευταίο ταμπελάκι. «Πάμε, αύριο πάλι εδώ θα είμαστε, είναι η μεγάλη μέρα των εγκαινίων της έκθεσης», είπε και έφυγαν διπλοκλειδώνοντας την πόρτα. Η έκθεση άνοιξε την άλλη μέρα τις πόρτες της στο κοινό. Κόσμος πολύς ήρθε, για να θαυμάσει τα αγγεία, που ήρθαν προσωρινά από διάσημα μουσεία του εξωτερικού. Διάβαζαν τα ταμπελάκια, περιεργάζονταν για λίγο κάθε αγγείο και έφευγαν. Κανείς δεν άκουγε τα κικιρίκου και τα χλιμιντρίσματα, που αραιά και πού ξέφευγαν, ούτε τα πνιχτά γελάκια. Ούτε κανείς έβλεπε τους ρόδακες και τα ανθέμια που είχαν ξεμείνει κολλημένα στο ταβάνι.

Κανείς εκτός από ένα κοριτσάκι, μικρό, πολύ μικρό, μόλις που είχε αρχίσει να μιλάει. Άκουσε τα χλιμιντρίσματα και έπιασε τα γελάκια. Της έκλεισε το μάτι ο Ηρακλής και ενθουσιάστηκε. Κούνησαν τα νευρόσπαστα τα χεράκια και τα ποδαράκια τους και ξεκαρδίστηκε στα γέλια. Όταν μάλιστα άκουσε λίγες νότες που έπαιξε η αυλήτρια για χάρη της, άρχισε να χορεύει. «Μα τι έπαθε το παιδί μας;» αναρωτιόνταν κατάπληκτοι οι γονείς της και βιάστηκαν να κρύψουν το χαμόγελό τους, γιατί τους φάνηκε αστείο σε έναν τέτοιο χώρο με τόσο σοβαρούς ανθρώπους το κοριτσάκι τους να γελάει και να χορεύει. Ξαφνικά αντιλήφθηκε με την άκρη του ματιού του ο μπαμπάς της ένα αστείο, γυμνό και κοντόχοντρο ανθρωπάκι να τρέχει και ξωπίσω του μια γυναικούλα εξίσου αστεία να προσπαθεί κάτι να τον ταϊσει! «Α, δε νιώθω πολύ καλά σήμερα...» παραπονέθηκε στη γυναίκα του. «Θα πάρω μια βδομάδα άδεια να ξεκουραστώ. Έχω αρχίσει, μου φαίνεται, να καταρρέω από την πολλή δουλειά», σκέφτηκε και προχώρησε να διαβάσει το επόμενο ταμπελάκι τόσο απορροφημένος, που δεν πρόσεξε πως το κοριτσάκι τους ξεκαρδιζόταν ακόμα στα γέλια και συνέχιζε να χορεύει. Ούτε πρόσεξε πως κάποια στιγμή κύλισε ένα δάκρυ από το αριστερό της ματάκι, όταν είδε ότι μόνο ο Σαρπηδόνας ήταν πραγματικά ακίνητος, ακούνητος, αμίλητος.


ΑΓΓΕΙΑ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ
Από το βιβλίο ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ, ΑΡΧΑΙΑ ΑΓΓΕΙΑ, Μιχάλης Τιβέριος, εκδ. Εκδοτική Αθηνών

1. εικ. 19-20, σ. 64-5, Ο Ηρακλής με τον κένταυρο Νέσσο, Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.
2. εικ. 25, σ. 69, Ο Αχιλλέας με τα άλογα του, Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.
3. εικ. 55, σ. 92, Αυλήτρια και κωμαστής, Βασιλεία, Antikenmuseum und Summlung Ludwig.
4. εικ. 59, σ. 96, Παναθηναϊκός αμφορέας, Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.
5. εικ. 75, σ. 108, Ο Ηρακλής με την Λερναία Ύδρα, Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.
6. εικ. 76-77, σ. 109, Ο Οδυσσέας και η Κίρκη, Οξφόρδη, Ashmolean Museum.
7. εικ. 94-95, σ. 124, Ο Σαρπηδόνας, Νέα Υόρκη, Metropolitan Museum of Art.
8. εικ. 104, σ. 132, Αχιλλέας και Πάτροκλος, Βερολίνο, Antikenmuseum, Staatliche Museen, Preubischer Kulturbesitz.
9. εικ. 219-220, σ. 232-3, Λευκή λήκυθος με καθήμενο πολεμιστή, Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.

Περισσότερα...

Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2008

Όταν παιδάκι τεσσάρων ετών επινοεί παραμυθάκι

Κοριτσάκι, ετών τεσσάρων, έφταξε λόγω των ημερών χριστουγεννιάτικο παραμύθι που το στόλισε κατά τη διήγησή του με το κατάλληλο χρώμα στη φωνή ανάλογο με τον κάθε ήρωα καθώς και με τις απαραίτητες εκφράσεις προσώπου, για να μη μιλήσουμε για τις θεατρικές κινήσεις. Ο γραπτός λόγος σε αυτήν την περίπτωση ηττάται κατά κράτος από την προφορική διήγηση του παιδιού. Ωστόσο διατηρεί τουλάχιστον την πλοκή. Η ίδια λέει ότι θέλει να το αφιερώσει στους αναγνώστες του blog.

Τα παιδιά περίμεναν δίπλα από το τζάκι τον Άη Βασίλη να τους φέρει τα δώρα τους. Και τότε τι βλέπουν έκπληκτα; Έναν ψεύτικο Άη Βασίλη να βγαίνει από την καμινάδα!
Τι κάνεις εσύ εσύ εδώ; Πού είναι ο σάκος σου; Γιατί βέβαια ο ψεύτικος Άη Βασίλης δεν μπορούσε να έχει τόσα δώρα. Έτσι τα παιδάκια τον κατάλαβαν.
Τότε έρχεται ο αληθινός Άη Βασίλης φορτωμένος με δώρα.
Ποιος είσαι εσύ που τολμάς να φοράς τη στολή μου και τον κόκκινο σκούφο μου; Ε, ποιος;
Συγχώρα με, αλλά να, μου αρέσουν τόσο πολύ τα φωτάκια που αναβοσβήνουν στο χριστουγεννιάτικο δέντρο, που δεν άντεξα και μεταμφιέστηκα σε Άη Βασίλη για να μπαίνω στα σπίτια και να τα βλέπω...
Α, μα τότε περίμενε, έχω ένα δώρο και για σένα! Είπε ο αληθινός Άη Βασίλης και αμέσως η στολή που φορούσε γέμισε πολύχρωμα λαμπάκια που αναβόσβηναν.
Έτσι έφυγε ικανοποιημένος ο ψεύτικος Άη Βασίλης αφού το θέαμα που αντίκρισε ήταν πολύ καλύτερο από ένα φωτισμένο δέντρο. Και ούτε που σκέφτηκε από τότε να ξαναβάλει τον κόκκινο σκούφο.
Περισσότερα...

Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2008

Λίστα προτεινόμενων καλών παιδικών βιβλίων

Λίγα βιβλία έπειτα από συστηματική ανάγνωση τα τελευταία τέσσερα χρόνια -αν και σίγουρα όχι εξαντλητική δεδομένης της πληθώρας των προσφερομένων τίτλων- έχουν κάτι να προσφέρουν πράγματι αξιόλογο είτε ως μυθοπλασία είτε ως γνώση είτε ως σύστημα αξιών είτε ακόμα και ως εικονογράφηση στους λιλιπούτιους αναγνώστες. Αξίζει τον κόπο η επισήμανση ότι τα ίδια τα παιδιά δείχνουν σαφή προτίμηση σε αυτά τα αναγνώσματα.

Κάποια είναι γραμμένα κατά τέτοιο τρόπο ώστε να ωθούν τα παιδιά στην ενεργητική αναζήτηση. Πρέπει να προσπαθήσουν για να ανακαλύψουν και αυτό τα κάνει να συμμετέχουν και κατά συνέπεια να μη βαριούνται. Επιπλέον οι πληροφορίες που περιέχουν για το αντικείμενο που καταπιάνονται είναι επαρκέστατες και σε λογική σειρά, κάτι που δεν ισχύει για πολλά άλλα βιβλία ανάλογα (η σειρά των εκδόσεων Ελληνικά Γράμματα, Τι γνωρίζεις για...).

Άλλα πάλι αφηγούνται μια ιστορία αρκετά σύγχρονη που τα εισάγει στους προβληματισμούς των μεγάλων με έναν εξαιρετικά απλό και εύληπτο τρόπο. Τότε τα παιδιά ευλόγως ενθουσιάζονται αφού καταλαβαίνουν καλύτερα το μυστηριώδη και ακατανόητο κόσμο των μεγάλων από τον οποίο είναι αποκλεισμένα (τα παιδικά βιβλία του Umberto Eco).

Μερικά τα κάνουν να νιώθουν πόσο σημαντικές είναι οι υπάρξεις τους για τους ανθρώπους που τα αγαπούν και άρα κατ’επέκταση να νιώσουν την τόσο απαραίτητη για τα ίδια ασφάλεια (Εγώ ο Μινγκ).

Άλλα τα διδάσκουν π.χ. αντιπολεμικές αξίες όχι όμως με τον μανιχαϊστικό τρόπο του καλού και του κακού που οδηγεί σε φαύλο κύκλο, αλλά δείχνοντάς τους τούς πολεμοχαρείς απλούς ανθρώπους εκ των έσω, ως απολωλά πρόβατα, που αφού αργάστηκαν στο πετσί τους τα δεινά του πολέμου, επιλέγουν τελικά την ειρήνη. Άρα εφόσον θα μπορούσαν και τα ίδια να βρεθούν σε αυτή τη θέση, δε δικαιούνται να μισήσουν θανάσιμα τους αντιπάλους. Να και ένα πραγματικά φιλειρηνικό μήνυμα (Πατάτες, πατάτες).

Μερικά διακρίνονται για τη θαυμάσια εικονογράφηση τους αλλά και για το κείμενο που προτείνει μία εναλλακτική στάση ζωής η οποία απέχει σαφώς από τον περιρέοντα καταναλωτισμό και την αδιαφορία για το συνάνθρωπο, χωρίς να ξεπέφτουν στη γλυκερότητα, το διδακτισμό και την κοινοτοπία (Το ταξίδι της Παπλωματούς).

Η Ελληνική Μυθολογία περιέχει πλήθος αρχαίων μύθων, έκαστος ανά δισέλιδο σε λόγο απλό και κατανοητό. Τα χοντρά φύλλα του βιβλίου το καθιστούν κατάλληλο και για πολύ μικρές ηλικίες χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν μπορεί να διαβαστεί κι από παιδιά έως οκτώ ετών. Η δε καλαίσθητη εικονογράφηση του Tony Wolf είναι το μεγάλο του προσόν.

Σχετικά με τη βιοποικιλότητα, τις κλιματικές αλλαγές και άλλα θέματα που αφορούν στο περιβάλλον η σειρά Οικοπεριπέτειες καταφέρνει να ευαισθητοποιήσει τα παιδιά με τον αρκετά ενδιαφέροντα τρόπο της, αν και η εικονογράφηση χωρίς να είναι κακή δεν είναι ιδιαίτερη.

Το πλέον γλαφυρό τέλος και μοναδικό στο είδος του, το Μικρή Ιστορία του Κόσμου, κατορθώνει τα ακατόρθωτα: να καταδείξει στους μικρούς αναγνώστες (και σε μας τα αρκετά μεγαλύτερα παιδιά...) τη συνέχεια και συνοχή του πολιτισμού, το πώς από τη μία φάση οδηγούμαστε στην επόμενη, με λόγο εύληπτο, σαφή, περιεκτικό και απλό.

Ακολουθεί λίστα με τα, είναι αλήθεια μετρημένα στα δάχτυλα, αξιόλογα βιβλία για παιδιά που προσωπικά έχω εντοπίσει και που ελπίζω περνώντας ο καιρός να την εμπλουτίζω:

1. «Πατάτες, πατάτες», Anita Lobel, εκδ. Άγκυρα
2. «Εγώ ο Μινγκ», Clotilde Bernos, εκδ. Κάστωρ (σχετικό το Κλεοπάτρα και Μινγκ)
3. «Οι τρεις κοσμοναύτες», Umberto Eco, εκδ. Ελληνικά Γράμματα
4. «Οι νάνοι του Γκνου», Umberto Eco, εκδ. Ελληνικά Γράμματα
5. «Ο στρατηγός και η βόμβα», Umberto Eco, εκδ. Ελληνικά Γράμματα
6. «Τι γνωρίζεις για την Αρχαία Αίγυπτο;», Viviane Coenig (Disney), εκδ. Ελληνικά Γράμματα (στην ίδια σειρά, Τί γνωρίζεις για τους Ρωμαίους, τους πειρατές, τα κάστρα, τον ουρανό, τα μικροσκοπικά πλάσματα, τη θάλασσα).
7. «Μικρή ιστορία του κόσμου», E. H. Gombrich, εκδ. Πατάκη
8. "Το ταξίδι της παπλωματούς", Jeff Brumbeau, εκδ. Άγκυρα
9. "Παραμυθένιες ιστορίες από την Ελληνική Μυθολογία", Β. Κάντζολα-Σταματάκου, εκδ. Σαββάλας
10. "Οικοπεριπέτειες: Ένα δελφίνι στο σαλόνι μας", Ε. Σβορώνου-Σωκιαλίδη, εκδ. Παπαδόπουλος (στην ίδια σειρά τα: Ηλεκτρικές ιστορίες, Πίσω στο δάσος μου, Ιστορίες για τα...σκουπίδια).

Όσον αφορά στις ηλικίες που απευθύνονται, εκτός από το γλαφυρότατο «Μικρή ιστορία του κόσμου» που είναι κατάλληλο για παιδιά από οκτώ χρονών τουλάχιστον και πάνω (σχετικό το Τραγελαφικά παράδοξα στα παιδικά βιβλία), τα υπόλοιπα μπορούν να διαβαστούν ακόμα και σε παιδιά δύο ετών (δοκιμασμένο με επιτυχία) έως επτά-οκτώ ετών. Τα μεγαλύτερα παιδιά προφανώς δεν έχουν πια ανάγκη τους γονείς τους για να προσπελάσουν το κείμενο. Για τα μικρότερα όμως είναι βασικό να έχει διαβάσει πρώτα ο γονιός μόνος του το βιβλίο, ώστε να προσαρμόσει λεκτικά την ιστορία ανάλογα με το ηλικιακό και γνωστικό επίπεδο του παιδιού.

Περισσότερα...

Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου 2008

Οι στρατιωτικοί άγιοι, ο Φελίνι και οι διαδηλώσεις

Όταν ένα τρίχρονο κοριτσάκι παρατηρεί τις εικόνες στην εκκλησία και ρωτάει γιατί οι άγιοι είναι στρατιώτες, αφού ο Χριστός μιλάει για αγάπη.

Όταν οι μαθητές στο σχολείο φέρνουν αντίλογο αντί να φοβούνται και να λουφάζουν, στην καθηγήτρια που λέει πως αυτά δε χρειάζεται να τα παραδώσει, γιατί θα τα μάθουν στο φροντιστήριο.

Όταν οι γονείς αρνούνται να κάνει ο καθηγητής του σχολείου ιδιαίτερο στο παιδί τους αντί αδρότατης αμοιβής, για να του βάλει μεγάλο βαθμό.

Όταν δεκαπεντάχρονος εθισμένος στα realities και στα b-movies βλέπει το 81/2 του Φελίνι και δηλώνει μαγεμένος ότι είναι η ωραιότερη ταινία που έχει δει ποτέ.

Όταν μαθήτρια του γυμνασίου που δεν έχει διαβάσει ποτέ κανένα λογοτεχνικό βιβλίο, διαβάζει απνευστί την Άννα Καρένινα του Τολστόι και βουρκώνει.

Όταν κάποια από την παρέα φέρνει πολλά μπουφάν στη συναυλία μήπως κρυώνει κανείς, γιατί η ίδια το έχει πάθει και θα ευχόταν κάποιος να είχε προνοήσει για πάρτη της.

Όταν εβδομηνταπεντάχρονη κυρία παρακολουθεί μέχρι τα ξημερώματα τη συναυλία του Λουδοβίκου των Ανωγείων.

Όταν αστυνομικός παρακαλά άστεγο να απομακρυνθεί για λίγο από το πόστο του και του φέρεται όπως πρέπει, ως ίσος προς ίσο -μόνο που δεν τον χαρτζιλικώνει.

Όταν τρίχρονο παιδάκι λέει στη μαμά του, που γκρινιάζει πως έχει πολύ κόσμο στο super market, μα μαμά κι εμείς κόσμος δεν είμαστε;

Όταν κοριτσάκι τεσσάρων ετών υπερασπίζεται συμμαθήτριά του στον παιδικό σταθμό που της αρπάζουν τα παιγνίδια τα άλλα παιδιά, επειδή είναι η μικρότερη.


Τότε υπάρχει ελπίδα να βλέπουμε λιγότερους νεκρούς Αλέξανδρους και Καλτεζάδες.
Τότε υπάρχει ελπίδα να βλέπουμε λιγότερα καμμένα μαγαζιά και βιβλιοθήκες.
Γιατί οι αγώνες δεν κερδίζονται τόσο απλά στους δρόμους και στιςδιαδηλώσεις. Γιατί οι αγώνες κερδίζονται πρώτα από όλα στην καθημερινότητα και στον τρόπο ζωής. Μόνον τότε δε θα είναι βίαια ξεσπάσματα που απλά εκτονώνουν την κατάσταση. Όπως αφήνουμε λίγο αέρα από το παραφουσκωμένο μπαλόνι για να μη σκάσει. Και δε σκάει.
Περισσότερα...

Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2008

Εις μνήμην του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου και του Κώστα Σομπόνη

Ο Σομπονάκος, όπως τον αποκαλούσαν οι παιδικοί του φίλοι, ήταν ένα συμπαθέστατο αγόρι. Μια χαρά παιδί. Ευχάριστος, κεφάτος, ευγενικός. Έπαιζε μπάλα μαζί τους στις αλάνες και τίποτε δεν προμήνυε τότε, όταν όλοι ήταν πιτσιρικάδες, το τέλος του. Η συνέχεια όμως ναι. Για χρόνια χάθηκαν τα ίχνη του. Χωρίσαν οι δρόμοι. Κάποιο καλοκαίρι ξαναδιασταυρώθηκαν. Εκεί πάνω στις μπύρες και τα γέλια αργά ένα βράδυ φέρνει ένα όπλο και το απιθώνει στο τραπέζι ανάμεσα στους μεζέδες. Σκιάχτηκαν. Τα γέλια κοπήκαν μαχαίρι. Άρχισε να μιλάει για χίλιους κινδύνους που παραμονεύουν. Έπρεπε λοιπόν να είναι κανείς έτοιμος να πολεμήσει αμυνόμενος. Μετά το περιστατικό με το όπλο οι παλιοί φίλοι άρχισαν να αραιώνουν. Αργότερα μαθεύτηκαν νέα του. Είχε γίνει συνοριοφύλακας.

Κανείς δεν είπε τίποτα, όλοι όμως σκεφτόντουσαν πως ή θα τον φάνε ή θα φάει κανέναν. Από φόβο. Για τους κινδύνους. Αυτούς που του έτριβε στην μούρη η τηλεόραση καθημερινά, αυτούς που ενέβαλε η παιδεία του σχολείου, της τηλεόρασης, των πολιτικών, της κοινωνίας δια της απουσίας της... Βοηθούσε ίσως λίγο και ο χαρακτήρας του. Όταν στις ειδήσεις ακούστηκε το όνομά του, ένιωσαν πλάκωμα και θλίψη, όχι όμως απορία. Σκοτώθηκε σε καταδίωξη ληστών τραπέζης. Για τους αστυνομικούς έγινε ήρωας. Ήταν ο Σομπόνης. Για τους παιδικούς φίλους παρέμεινε ο Σομπονάκος. Το Σομπόνη δεν τον ξέρανε.

Ο ειδικός φρουρός που σκότωσε τον Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο, έγινε αντιήρωας. Δε σκοτώθηκε. Σκότωσε. Και μάλιστα ένα δεκαεξάχρονο αθώο αγόρι. Όχι κακοποιούς. Κατακριτέο ασυζητητί από κάθε άποψη. Δεν μπορεί όμως να μη φανταστεί κανείς το Σομπονάκο που έκρυβε μέσα του και που ξεστράτισε. Ο φόβος πάει πακέτο με το θυμό. Και τα δύο κακοί σύμβουλοι. Δεν μπορεί κανείς να μην αναρωτηθεί και για όλα αυτά τα οργισμένα παιδιά που δεν περιορίζονται σε ειρηνικές διαδηλώσεις διαμαρτυρίας για το φόνο του Αλέξανδρου, αλλά καίνε, σπάνε και προκαλούν τους αστυνομικούς (δεν εννοώ ασφαλώς τους προβοκάτορες και όσους αντί για ιδεολογικό κίνητρο έχουν στο μυαλό τους το πλιατσικολόγημα). Τι τους οδηγεί σε τόση βία; Μήπως δεν είναι πάλι ο φόβος, η απαιδευσιά, η απαιδευσιά της ίδιας της κοινωνίας που δεν τους προτείνει παρά αδιέξοδα σε πάμπολλους τομείς, επαγγελματικούς, πολιτικούς, οικονομικούς, ιδεολογικούς; Σε τι διαφέρουν από το Σομπονάκο ή τον ειδικό φρουρό πέρα από το ότι, οι μεν διοχέτευσαν τους φόβους και την οργήπου τους καλλιέργησε η κοινωνία σε «νόμιμη» (βλέπε υπό την αιγίδα του κράτους) βία, οι δε σε παράνομη; Και οι δύο αποκυήματα του ίδιου πολιτισμού. Το ίδιο νόμισμα από διαφορετική όψη.

Δεν υπάρχουν τόσο ξεκάθαρα καλοί και κακοί. Υπάρχουν δικαιολογημένα ξεστρατισμένοι. Καλά ως εδώ. Μόνον ένα πρόβλημα υπάρχει στην εξίσωση νόμιμων και παράνομων βιαιοπραγούντων. Οι παράνομοι άντε να σπάσουν βιτρίνες και να κάψουν κτήρια. Δε σκότωσαν κανέναν αστυνομικό. Ο Αλέξανδρος όμως πέθανε. Οριστικά και αμετάκλητα. Και δεν είμαι καθόλου σίγουρη ότι αν είχε όπλο θα το χρησιμοποιούσε. Υπάρχουν όρια που το κράτος φρόντισε επιδέξια να άρει στην περίπτωση των "νόμιμων" βιαίων πλην όμως θυμάτων, για να τιθασσεύσει τα άλλα θύματα, τους νεαρούς ταραχοποιούς.

Περισσότερα...

Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2008

Ο κυνηγός

Με κουράζουν. Πολύ. Όχι ότι δεν τους αγαπάω. Η Μαρία μου. Ανάθεμα αν την έχω πει ποτέ έτσι. Όσο κι αν προσπάθησα ένα βαρύ Μαρία μού ’βγαινε από το στόμα. Νάτη τώρα. Σερβίρει τον καφέ. Βαρύς γλυκός για μένα. Το ξέρει. Δε χρειάζεται να της το πω. Αχ, γέρασες μωρή Μαριώ. Μπαμπάκι τα μαλλιά σου. Αμ, εγώ; Είναι και τούτος ο σφάκτης στα πλευρά. Το σπίτι μου. Ο θρόνος μου. Σάματις σηκώνομαι όλη μέρα απ’ την πολυθρόνα; Ο γιος μου. Με πλησιάζει. Θα με κοιτάξει άραγε καθόλου με βλέμμα γιου; Και πότε ρε Διαμαντή τον κοίταξες εσύ με βλέμμα πατέρα; Τα εγγόνια μου. Η μικρή φτυστή η μάνα μου η μακαρίτισσα. Ο μεγάλος βαρύς σαν και μένα. Θεός φυλάξει. Και τι κατάλαβα που δεν έδειξα ποτέ την αγάπη μου; Μην την πάρουν λέει για αδυναμία. Τώρα πια συνήθισα, με συνήθισαν κι αυτοί. Μοναχά που όλο και πιο συχνά τους βλέπω τριγύρω μου σαν να βλέπω τηλεόραση δίχως φωνή. Λες να αποδήμησα εις Κύριον και να μην πήρα χαμπάρι; Είναι και το άλλο. Σαν να μας βλέπω όλους από ψηλά και την αφεντιά μου μαζί, με απλωμένη την αρίδα της στο θρόνο. Να, όπως τώρα. « Πατέρα, είστε καλά;» Η νύφη μου. Καλό κορίτσι. Αυτήν έβαλα να ξεκρεμάσει τη φωτογραφία. Δεν άντεχα να τη βλέπω φάτσα κάθε μέρα. Τους άλλους τους ντρεπόμουνα. Μη τυχόν καταλάβουν πως μετάνιωσα για τόσα και τόσα. Στη γυναίκα του γιου μου είπα πως δεν αντέχω πια να βλέπω πόσο γέρασα. Με πίστεψε. Είναι ξένη και δεν ξέρει. Με πλάκωνε να με βλέπω με τις αρμαθιές τα πουλιά και εγώ με τα ρούχα του κυνηγίου να καμαρώνω σα γύφτικο σκεπάρνι. Με πλάκωνε πολύ. Τώρα απόμεινε το σημάδι από την κορνίζα στον τοίχο. Σα στοματάρα που θέλει να με καταπιεί. Εκεί δα, απέναντι από το θρόνο μου. Να παραγγείλω της Μαρίας να βρει άνθρωπο να το βάψει. Να τελειώνει αυτή η ιστορία.

Η Μαρία. Σαράντα χρόνια γάμου. Τη χτίκιασα τη δύστυχη. Σάμπως δε το καταλαβαίνω; Τσιμουδιά δεν έβγανε. Τα μάτια χαμηλά όποτε χτύπαγα το χέρι στο τραπέζι. Μοναχά μια φορά σήκωσε το βλέμμα της πάνω μου. Τότε, στα νειάτα μας, πάνε και τριάντα χρόνια. Είχα πάρει το σκουπόξυλο και χάλναγα κείνη τη ρημάδα τη χελιδονοφωλιά στο μπαλκόνι. Είχε μικρά. Δίχως πούπουλα σα γυμνοσάλιαγγες. Τσιρίζαν καθώς πέφταν. Γύρισε και με κοίταξε, όι μάνα μου, σα νά ’ταν εκείνη η χελιδόνα. Τρόμαξα και πισωπάτησα. Μού ’πεσε το σκουπόξυλο από τα χέρια. Μπήκα γρήγορα μέσα να μη δει την ταραχή μου. Έφυγα και βρόντηξα την πόρτα πίσω μου. Είχα θυμώσει. Με μένα. Τι μου φταίγαν τα χελιδόνια; Ήπια δυο τσικουδιές στον καφενέ να στυλωθώ. Ήπιαν κι οι άλλοι. «Καλώς το Διαμαντή. Πότε θα πάμε για κανά τρυγόνι;» Την ξέχασα τη Μαρία τη χελιδόνα.

Πήρα και το γιο μαζί. Ήτανε δεν ήτανε τότες δέκα χρονώ. Πουλί πετάμενο μπροστά μας. Μόνο μια κουκουβάγια μισοκοιμισμένη σε ένα σύδεντρο. Τη σημαδεύω. Άλλαξα γνώμη. Πετάω την καραμπίνα στο Δημητράκη. Λυγίσαν τα ποδαράκια του από το βάρος. Παραλίγο να πέσει. Βάρα. Να γίνεις άντρας. Σαν τον πατέρα σου. Η καρδιά του χτύπαγε τόσο δυνατά. Αυτή μοναχά ακουγόταν κι ένα κοτσύφι πέρα μακριά. Το λυπήθηκα τον κακομοίρη. Παιδί ήταν ακόμα. Αλλά δεν μπορούσα να κάνω πίσω. Βάρα δειλέ. Βάρεσε. Το πουλί λαβώθηκε στη φτερούγα. Έπεσε κειδά στα πόδια μας και χαροπάλευε. Αποτέλειωσε το. Χτύπα του το κεφάλι στην πέτρα. Χτύπα το σου είπα. Δεν τόλμησα να τον ξαναπώ δειλό. Το χτύπησε. Πολλές φορές. Λυσσασμένα. Ένα κουβάρι φτερά και αίμα απόμεινε στα πόδια μας. Από τότε με κοιτάζει αλλιώτικα, μέχρι σήμερα. Σαν να είμαι εγώ εκείνο το καταραμένο πουλί τη στιγμή που το βαράει. Για μια στιγμή μονάχα και μετά το κρύβει το αλλόκοτο τούτο βλέμμα.

Κοίταξε τον τώρα. Κανονίζει να βγεί για κυνήγι το Σαββατοκύριακο. Δεν αντέχω, δεν αντέχω Θε μου, να ακούω χαράματα τη μηχανή να ανάβει. Δεν αντέχω να νιώθω πως φορτώνει το όπλο και τ’άλλα συμπράκαλα. Δεν αντέχω να τον αντικρίσω μ’άλλες αρμαθιές νεκρά πουλιά στα χέρια. Να του μιλήσω. Να του πω τι τώρα. Για τους εφιάλτες που βλέπω στο κρεβάτι κάτι μαύρες νύχτες, πως πυροβολάω λέει τα μικρά χελιδόνια και την κουκουβάγια εκείνη και αυτά τα άτιμα δεν πέφτουν κάτω; Πάλι και πάλι. Σα νά’ναι από αέρα τα σκάγια. Και γω μανιασμένος ορμάω να τα γραπώσω κι αυτά πετούν αμέριμνα μέσα από το σώμα μου. Φάντασμα έγινα μαθές; Ξυπνάω από τα ουρλιαχτά μου. Κι εκεί στο μισοξύπνιο μου βλέπω δίπλα μου τη Μαρία τρομαγμένη. Τη Μαρία με φτερά χελιδόνας. "Ξύπνα Διαμαντή. Μπα σε καλό σου χριστιανέ μου, είσαι καλά;" Μα τα φτερά δε φεύγουν. Μόνο κατά τα χαράματα πια. Να του πω τι. Ότι από τότε κοιμάμαι στην πολυθρόνα, ότι δεν τολμώ να ξαπλώσω στο κρεβάτι δίπλα από τη μάνα του; Να του πω τι; Πως περπατάω και τρέμουν πια τα ποδάρια μου, αλλά εγώ βλέπω στη θέση τους δυο αδύνατα αγορίστικα κανιά που τρέμουν από το βάρος του όπλου; Συγχώρα με Δημητρό μου, συγχώρα με Μαριώ μου, συγχώρα με Θεέ μου.

Ποιος με σκουντάει; Γιατί κουνά τα χείλη του και δε βγαίνει φωνή; Τι μου λένε; Αφήστε με. Δεν ακούτε, δεν ακούτε αυτό το κρώξιμο που ξεκουφαίνει; Βοήθεια. Στόμα έχω, νάτο, το ψαχουλεύω, μα μιλιά δε βγαίνει. Δε μ’ακούτε; Κι αυτό το καναρίνι στο κλουβί μου τρυπάει τα τύμπανα. Πάψε. Σε παρακαλώ. Λυπήσου με. Τι μου λένε, τι μου λένε, δεν ακούω. Κι αυτός ο ήχος των σπουργιτιών στο μπαλκόνι. Με τρελαίνει. Τόσα χρόνια κυνηγός, ποτέ μου δεν πρόσεξα πόσο δυνατά ακούγονται τα φτερουγίσματα των πουλιών. Πόσο δυνατά. Και πόσο όμορφα. Γιατί δεν το είχα καταλάβει; Κουφός ήμουν; Μα γιατί πέσαν όλοι πάνω μου; Μαρία μου, νά ’ξερες πόσο αστεία φαίνεσαι έτσι που ανοιγοκλείνεις το στόμα χωρίς να βγαίνει φωνή. Θυμάσαι, θυμάσαι τότε στο πρώτο μας ραντεβού που σε πήγα σινεμά; Μια φορά όλη κι όλη. Δε σε ξαναπήγα. Θυμάσαι που οι ηθοποιοί μιλούσαν μα φωνή δεν είχε; Στάσου. Θυμήθηκα. Βωβός κινηματογράφος λεγόταν. Έτσι είσαι και συ τώρα. Άκου, άκου, τα τιτιβίσματα στις φυλλωσιές. Κοίτα, αυτό το κοπάδι, χελιδόνια θαρρώ, φεύγουν. Φρρρρρ. Άκουσες; Δημητρό μου. Έλα να σε χαιδέψω. Ποτέ δεν τό ’κανα. Θα σε πάρω το βράδυ να ακούσουμε κουκουβάγιες που φυλάνε καρτέρι. Έχεις ακούσει ποτέ; Ούτε κι εγώ. Αυτά τα πουλιά, θαρρείς κι ειναι μόνο μάτια. Παιδί μου, τι έγινε, κι εσύ παρέα με τη μάνα σου, ηθοποιός του, πώς τον είπαμε, βωβός κινηματογράφος; Τι με κοιτάτε όλοι σας παράξενα που χαμογελώ; Ναι, χαμογελώ. Με ακούτε;

«Τα μάθατε για τον Διαμαντή; Πιάσε μια τσικουδιά. Για όλους. Κερνάω εγώ. Πάει καλιά του. Βρε, τέτοιο θηρίο, έτσι ξαφνικά. Χτες βρήκα μια παλιά φωτογραφία. Από τότε ντε, που οργώναμε τα βουνά και κυνηγούσαμε. Ήταν και του λόγου του. Πρώτος και καλύτερος. Θυμάστε; Πουλί πετάμενο δεν άφηνε. Κρίμα, τέτοιος κυνηγός. Και τι σύζυγος, τι πατέρας. Άντρας σωστός. Σπανίζουν τέτοιοι τη σήμερον ημέρα. Βρε, που καταντάει ο άνθρωπος. Ματαιότης ματαιοτήτων. Παιδί, ακόμα η τσικουδιά;»

Αφιερωμένο στο Διαμαντή από το Λαύριο

Περισσότερα...

Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2008

Η Τζίλντα, ο Ντόριαν Γκρέυ και η παλιόγρια

Κοριτσάκι. Και μετά κοπέλα. Με το φεγγάρι καρφωμένο στα μαλλιά. Και τον ήλιο στα δόντια. Σβελτάδα, ομορφιά. Λυγαριά ολάνθιστη. «Γειά σου λαφίνα μου!», της φώναζαν οι παππούδες στο διάβα της. «Δορκάδα» την είπε μια δόση κάποιος. Της ταίριαζε. Τα νειάτα και η ομορφάδα ήταν δεδομένα για αυτήν. Όχι ότι δεν ήξερε πως έρχονται και παρέρχονται, αλλά να, ήταν δεύτερη φύση της κι ύστερα η παρακμή του σώματος φαινόταν να αργεί. Περασμένα τριάντα και την περνούσαν για μαθήτρια. Δεν καμάρωνε ιδιαίτερα. Ένιωθε όπως όλοι οι νέοι που τους βοηθάει λιγάκι και η αγάπη για την νεότητα και την ομορφιά του σώματος να λάμπουν σαν νιόβγαλτα λουλούδια της άνοιξης ακόμα και στο τέλος του καλοκαιριού. Ο Ντόριαν Γκρέυ κοιτούσε με αγωνία το είδωλό του στον καθρέπτη που γερνούσε αντί για τον ίδιο. Εκείνη χωρίς αγωνία. Γιατί το είδωλό της παρέμενε γεμάτο φρεκάδα όπως και η ίδια.


Και φυσικά ήταν γυναίκα. Με επίγνωση της δύναμής της. Όχι φωναχτά και άγαρμπα. Είχε δει μικρή, πολύ μικρή, τη Ρίτα Χέυγουορθ. Η φιγούρα της Τζίλντα που βγάζει απλά το γάντι της, της είχε τυπωθεί. Τότε είχε απορήσει με τη σαγήνη που πότιζε τους πάντες και τα πάντα αυτή η απλή κίνηση. Γρήγορα κατάλαβε πως οι παράτες και τα δυνατά όργανα είναι μόνο για τα πανηγύρια. Απλή. Δίχως πολλά πολλά βαψίματα και στολίδια. Αυτά είναι για τις λατέρνες. Κατάφερε έτσι να εντάξει στη φιλοσοφία της την τέχνη του σαγηνεύειν την εκλεπτυσμένη, σχετικώς. Όχι μόνο για να ελκύει όποιον έβαζε στο μάτι. Αλλά για να ελκύει. Στην αρχή από εκδίκηση για τους άντρες που ήξερε καλά ότι λειτουργούν με την εικόνα. Την τυχαία εικόνα μιας γυναίκας που κλείνουν μέσα τους, οι πιο παρθένοι στην ψυχή σαν φυλακτό, οι πιο θρασείς ως υποκατάστατο της γυναίκας που έχουν στο πλάι τους. Ή για να είμαστε ακριβείς η εν λόγω συμβία είναι μάλλον το υποκατάστατο της εικόνας που έχει κλειδώσει στο μυαλό του το αρσενικό. Όταν πάλι ήταν μικρή είχε ακούσει την ιστορία ενός πατέρα που διηγιόταν στον ίδιο του το γιο για δύο πράσινα μάτια στην Καζαμπλάνκα που ακόμα τα κουβαλούσε μέσα του. Και αυτή την τύπωσε βαθειά μέσα της. Δεν ήθελε να είναι η μητέρα αυτού του αγοριού. Προτιμούσε να παριστάνει τα δυο πράσινα μάτια. Κι ας είχε μελιά. Αρκούσαν. Γρήγορα όμως κατάλαβε πως δεν της άρεσε η τέχνη της Τζίλντα για κανέναν από αυτούς τους λόγους. Είχε απλά αποδεχτεί την πρωτόγονη -που αρεσκόμαστε να αποκαλούμε αρχετυπική- φύση: τη δική της τη γυναικεία του θηράματος και την ανδρική του θύτη. Όλα τα άλλα ήταν περίτεχνες σάλτσες για να σκεπάσουν την άξεστη μυρωδιά του κρέατος.

Όπως και να έχει έτσι ζούσε. Παράλληλα με όλα τα άλλα –και δεν ήταν καμμιά χαζή, α, όχι, το φρόντιζε το πνεύμα της, και τις σπουδές της και όλα της- δεν ξεχνούσε ούτε τη Τζίλντα, ούτε τα πράσινα μάτια της Καζαμπλάνκα, ούτε τη φύση της. Μέχρι που ήρθαν τα μωρά. Τώρα πια περπατούσε στο δρόμο και δεν αιχμαλώτιζε τα βλέμματα. Κοίταζε τα χέρια της κρυφά. Τα μακριά λεπτά νευρώδη της δάχτυλα είχαν γίνει τραχειά και μαραμένα. Δεν μιλούσαν πια. Είναι δυνατόν να αλλάξουν τόσο πολύ; Κοίταζε με τρόμο τον καθρέπτη. Ο Ντόριαν Γκρέυ που ήταν; Μετά συνέστησε στον εαυτό της ψυχραιμία. Ήταν η κούραση, τα ξενύχτια πάνω από τα αγγελούδια της, ήταν πως τώρα πια έψαχνε να βρεί στο πρόσωπο της Τζίλντας τα χαρακτηριστικά της κόρης της. Όχι του εαυτού της. Απανωτά θυμήθηκε πως είχε συστήσει στον εαυτό της πως εκείνη ποτέ δεν θα καταντούσε σαν τις μαμάδες που έβλεπε με το γάντι της Ρίτας Χέυγουρθ στη ντουλάπα με τα λοιπά κειμήλια. Πήρε λίγο τα πάνω της. Έπιασε όμως τον εαυτό της να χαμογελάει τάχα μου με ύφος ανθρώπου που τα έχει βρεί απόλυτα με τον εαυτό του, στους ανθρώπους που παρατηρούσαν έντρομοι τη μετάλλαξη των χεριών της. Ή μήπως πράγματι τα έχει βρεί; Όλο και πιο συχνά κοιτιόταν στα κρυφά στον καθρέπτη. Ξαναδιάβασε το «Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέυ». Κυκεώνας. Στροβιλιζόταν ανάμεσα σε κλάματα, μπιμπερό και παιδικά γελάκια επιμένοντας πως κάθε φάση και κάθε ηλικία –είχαν περάσει και τα χρόνια- έχει την ομορφιά της. Και το πίστευε. Αυτή η μετεβατική περίοδος μοναχά τη δυσκόλευε κομμάτι. Ας είναι.

Και τότε το άκουσε ξεκάθαρα. Το κοριτσάκι της θυμωμένο γιατί η μανούλα δεν το άφησε να φάει κι άλλη σοκολάτα. Την φώναξε παλιόγρια. Νέτα σκέτα και βροντερά. Δεν πρόλαβε να σκεφτεί πού την έμαθε αυτή τη λέξη, ούτε αν καταλαβαίνει τόσο μικρό που είναι τη βαρύτητά της. Ο ήχος της βρισιάς από ένα μωρό της τρυπούσε τα τύμπανα. Άφησε τα δάκρυα να κυλήσουν. Ποτάμι. Ήταν η πρώτη φορά που φαντάστηκε νερά, αλλά δεν είδε κάθαρση. Είδε πνιγμό. Μετά κάλμαρε, σηκώθηκε και έβγαλε από το κασελάκι παλιές φωτογραφίες της γιαγιά της. Καλλονή. Σκούπισε τα δάκρυά της. Πήρε αγκαλιά το κοριτσάκι της, που φοβόταν ότι θα το μαλώσει η μαμά του. Δεν του είπε τίποτα. Μόνον του έδειξε τις φωτογραφίες της προγιαγιάς του.

Περισσότερα...

Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2008

Ο Μανόλης και η Ισμήνη ή το Ασημί Παραμύθι

Μια φορά κι έναν καιρό στα χρόνια τα πολύ μετά από εμάς, στο μέλλον, συμβαίνουν πράματα και θάματα, που οι άνθρωποι τα λέμε ‘επιστημονική φαντασία’. Ήταν λοιπόν ένας αρχαιολόγος, γιατί και τότε θα υπάρχουν κάποιοι που νοιάζονται για τα παλιά, που περίμενε γεμάτος αγωνία τι άλλο θα ανακάλυπτε την άλλη μέρα στην ανασκαφή. «Τι τύχη», σκεπτόταν, «να βρούμε μετά από τόσους αιώνες ένα ολόκληρο σπίτι, που έχει διατηρηθεί σχεδόν όπως ήταν! Μόνο η οροφή έχει πέσει και κάποιες φθορές υπάρχουν σε μικροαντικείμενα». Και συνέχισε να απαριθμεί μέσα του τα καταπληκτικά, όσο και παράξενα ευρήματα, που δεν ήξερε καν σε τι χρησίμευαν. Οδηγούσε το αεροκίνητό του, που ήταν τελείως αθόρυβο και κατανάλωνε αέρα. «Ευτυχώς», πέταξε για λίγο η σκέψη του, «που πια ο αέρας δεν είναι μολυσμένος και δε δημιουργεί προβλήματα στους αεροκινητήρες μας». Γρήγορα όμως τον απορρόφησαν πάλι τα θαυμαστά ευρήματα...

«Έχουμε και λέμε. Τρία κουτιά με τη μία τους πλευρά γυάλινη. Να πρόκειται για ένα πανάρχαιο είδος οθόνης, αυτό που αποκαλούσαν ‘τηλεόραση’;» Δεν μπόρεσε να μη σκεφτεί πόσο επίπεδες θα φαίνονταν οι εικόνες της τηλεόρασης και έφερε στο μυαλό του τις τρισδιάστατες σύγχρονες εικόνες, που έμοιαζαν ολοζώντανες και περιέβαλαν τους θεατές σε φυσικό μέγεθος. «Άσε που μπορούμε να συμμετέχουμε κι εμείς και να αλλάζουμε ό,τι θέλουμε. Αν τα περίεργα κουτιά είναι πράγματι κάποιο πανάρχαιο είδος οθόνης, σκέψου πόσο βαρετό θα ήταν να κάθεται κανείς μπροστά της και απλά να βλέπει ό,τι του δείχνουν, χωρίς να μπορεί να επέμβει!» σκέφτηκε και ακινητοποίησε το αεροκίνητο του, για να αφήσει να περάσει ένας ευγενικός κύριος που βιαζόταν. «Πότε ήταν η τελευταία φορά που συγκρούστηκαν αεροκίνητα;» ξαναπέταξε στιγμιαία η σκέψη του. «Πρέπει να συνέβη πριν δεκάδες χρόνια, τότε που υπήρχαν ακόμα μερικοί που..."ξιφομαχούσαν στην άσφαλτο για το άδικο" τραγούδησε δυνατά και χαμογέλασε με τον εαυτό του, που θυμήθηκε το παλιό αυτό τραγουδάκι, που ανακάλυψε σε ένα μισοχαλασμένο cd σε μια άλλη ανασκαφή πριν από χρόνια και που τώρα καταλάβαινε τι εννοούσε.


«Καλημέρα R5!» άκουσε τη φωνή του Τ3 να αγκομαχάει έτσι ηλικιωμένος που ήταν. Είχε φτάσει στον προορισμό του και απορροφημένος όπως ήταν, δεν πρόσεξε πως το αεροκίνητο του είχε ήδη σταθμεύσει στην πελώρια γυάλινη πλατφόρμα που στεκόταν στον αέρα πάνω από την ανασκαφή. Ούτε είχε αντιληφθεί τον Τ3 να πλησιάζει. Ξαφνιάστηκε και φοβήθηκε μήπως ο Τ3 τον άκουσε να τραγουδάει. Δάγκωσε τα χείλη του νευρικά και απάντησε: «Καλημέρα Τ3. Βρήκατε τίποτα καλό σήμερα;» «Κάτι περίεργα αντικείμενα στο δωμάτιο του αγοριού. Τα αφήσαμε στη θέση που τα βρήκαμε. Μπορείς να δεις και μόνος σου», ακούστηκε να λέει ο Τ3, που δε φάνηκε να αντιλήφθηκε τίποτα και ακούστηκαν οι κλειδώσεις του να τρίζουν ύπουλα. Ο R5 κοίταξε κάτω από το γυάλινο δάπεδο της πλατφόρμας και είδε ένα δωμάτιο βαμμένο γαλάζιο με ένα ξύλινο μισοκατεστραμμένο κρεβάτι με ξέστρωτα μισολιωμένα σεντόνια, πολλές αφίσες σκισμένες ένα γύρω και δυο-τρία πλαστικά αντικείμενα, που έμοιαζαν με παιγνίδια. Ρύθμισε τα μάτια του, ώστε να βλέπει πιο κοντά και έβγαλε μικρούς τριγμούς από την κατάπληξη. «Μα αυτά είναι όπλα! Σαν κι αυτά που είναι γεμάτο το Μουσείο Ανθρώπινης Ιστορίας!» «Όπλα;» απόρησε ο Τ3. «Ναι, άρεσε στους ανθρώπους να κατασκευάζουν εργαλεία ειδικά για να εξοντώνουν συνανθρώπους τους και μάλιστα καμάρωναν για αυτό», απάντησε βιαστικά ο R5 και σκέφτηκε πώς ήταν δυνατόν να μην έχει επισκεφθεί ο Τ3 στην ηλικία του το μουσείο και να αγνοεί τι ήταν τα όπλα. «Το περίεργο είναι», συνέχισε ο R5, «ότι ανήκουν σε ένα παιδί. Ρύθμισε τα μάτια του, ώστε να βλέπει ακόμα πιο κοντά και η έκπληξη του μεγάλωσε, όταν είδε ότι μια αφίσα που κρεμόταν μισοσκισμένη ακόμα στον τοίχο, έδειχνε έναν γυμνασμένο άντρα με ένα τεράστιο όπλο που, αν θυμόταν καλά, το ονόμαζαν ‘πολυβόλο’. «Μα τι γρίφος είναι αυτός;» συλλογίστηκε. «Καθώς γνωρίζω, οι αφίσες τους δείχνανε ηθοποιούς αυτού που ονομάζανε σινεμά, όχι πολεμιστές». «Α, βρήκαμε κι αυτό εδώ», διέκοψε τις σκέψεις του ο Τ3 και του δείχνει ένα μισοσπασμένο ασημί δισκάκι με μια τρύπα στη μέση. «cd!» αναφώνησε ο R5, έκανε μια νέα ρύθμιση στα μάτια του κι άρχισε να προβάλλεται το περιεχόμενο του ακριβώς μπροστά τους σε δυο μέτρα απόσταση. Κούκλες που έμοιαζαν με τον άντρα της αφίσας με ένα όπλο η καθεμιά στο χέρι, προσπαθούσαν να εξοντώσουν η μία την άλλη. Μπορούσε μάλιστα η κάθε τρομακτική φιγούρα, καθώς κατάλαβε ο R5, να κατευθύνεται από ένα παιδί, που έτσι μάθαινε να του αρέσει να πολεμά. «Παιγνίδι, για να μάθουν τα παιδιά παίζοντας να θέλουν τον πόλεμο!» αναφώνησε και αμέσως κατάλαβε πως τα όπλα που είχαν βρεί στο δωμάτιο του αγοριού, δεν ήταν παρά παιδικά παιγνίδια. «Περίεργα όντα αυτοί οι άνθρωποι!» είπε στον Τ3, που τον παρακολουθούσε με περιέργεια.


«Κι άλλα από αυτά τα μακριά καλώδια με τα πολλά λαμπάκια. Και μαζί μια επιγραφή σε κόκκινο χαρτί. Γεια σου R5. Α, και δύο φωτογραφίες», ακούστηκε από κάτω τους και φάνηκε η Ν9 να ανεβαίνει προς το μέρος τους ταχύτατα κουνώντας ένα δυνατό ζευγάρι μεταλλικά φτερά, που φορούσε στην πλάτη της. Ο R5 έχωσε βιαστικά τις φωτογραφίες στην τσέπη του και έπειτα πήρε το ξεθωριασμένο κόκκινο χαρτί με τα γράμματα μιας άγνωστης γραφής προσεκτικά στα χέρια του. «Ίσως η επιγραφή αυτή εξηγήσει τι κάνανε τόσα λαμπάκια. Ωραία τα καινούργια σου φτερά και δυνατά βλέπω», είπε και αμέσως το βλέμμα του καρφώθηκε με περιέργεια στην επιγραφή. Γρήγορα-γρήγορα την έβαλε σε ένα ειδικό διάφανο κουτάκι και αφού ρύθμισε τα μάτια του, ώστε να την φωτογραφήσει, την εμπιστεύτηκε στον Τ3. Δεν έβλεπε την ώρα να μείνει μόνος του, για να διαβάσει την περίεργη γραφή. Αυτό κι αν ήταν συνταρακτικό εύρημα! Ήξερε ότι στην αρχαιότητα οι άνθρωποι μιλούσαν πολλές γλώσσες. Γαλλικά, ιταλικά, ελληνικά και ένα σωρό άλλες, που δεν είχαν όλες αποκρυπτογραφηθεί. «Επιπλέον», σκέφτηκε και η αγωνία έκανε το λάδι να τρέξει πιο γρήγορα στις φλέβες του, τόσο που κιτρίνισαν τα μάγουλα του, «σήμερα μου υποσχέθηκαν από το Ερευνητικό Κέντρο Αρχαίων Πρώτων Υλών ότι θα μου πουν με τι τρόπο κινιόταν εκείνο το σιδερένιο όχημα με τις τέσσερεις ρόδες, που βρήκαμε πριν λίγες μέρες στην αυλή του σπιτιού». Δεν μπόρεσε να κρύψει μια γκριμάτσα, που έμοιαζε με χαμόγελο, όταν θυμήθηκε πόσο πρωτόγονο και αστείο ήταν το όχημα αυτό. «Κάτι μου λέει πως τα ευρήματα αυτής εδώ της ανασκαφής θα μας αποκαλύψουν τους λόγους που εξαφανίστηκαν πριν χιλιάδες χρόνια οι άνθρωποι», είπε στη Ν9. Ο Τ3 είχε ήδη φύγει. Τον έβλεπε μέσα από το γυάλινο δάπεδο που στεκόταν, να πηγαίνει προς την πίσω αυλή του σπιτιού και μπορούσε να ακούσει από τόσο μακριά τις κλειδώσεις του να τρίζουν. «Όπου νά ΄ναι πάει για απόσυρση ο Τ3», είπε στον εαυτό του και αμέσως απορροφήθηκε τόσο πολύ από τις σκέψεις του για τα ευρήματα της ανασκαφής, που σχεδόν δεν πρόσεξε ότι το αεροκίνητο του είχε φτάσει δίπλα του έτοιμο, για να φύγουν. «Τα λέμε αύριο», χαιρέτησε αφηρημένος τη Ν9 και καθώς επιβιβαζόταν στο αεροκίνητο του, πρόσεξε τη λάμψη του ήλιου πάνω στα δυνατά μεταλλικά της φτερά, που ήδη την οδηγούσαν στο χώρο της ανασκαφής κάτω από τη γυάλινη πλατφόρμα.


Στη διαδρομή για το σπίτι του το αεροκίνητό του επέλεξε να περάσει από το κέντρο της πόλης. Ποτέ δε γνώριζες πραγματικά αυτήν την πόλη, που στις επιφάνειες των κτηρίων της κυμάτιζαν νερένιες εικόνες διαρκώς, που κανείς δεν έδινε ιδιαίτερη σημασία. Χρώματα, σχήματα, παραστάσεις, όλα φαίνονταν σαν να κολυμπάνε. «Οι άνθρωποι θα πρόβαλλαν διαφημίσεις», είπε φωναχτά και κοίταξε ανήσυχος γύρω μήπως τον ακούσει κανείς και τον καταδώσει για βλάβη στο σύστημα του. Θυμήθηκε τη λέξη ‘διαφήμιση’, που είχε ανακαλυφθεί πριν πολλά χρόνια σε ένα κιτρινισμένο βιβλίο της πρωτοανθρώπινης περιόδου. Είχαν κουραστεί πολύ οι ειδικοί να καταλάβουν το νόημα της. Τουλάχιστον όμως τώρα ήξεραν γιατί έβρισκαν στα σπίτια των ανθρώπων τόσα πολλά πράγματα, που συνήθως ήταν άχρηστα.


Το αεροκίνητο προσγειώθηκε στο σπίτι του. Άνοιξε διάπλατα τα παράθυρα και έβαλε να πιει ένα κοκτέιλ από λιπαντικά λάδια. Κάθισε στον καναπέ και ενώ απολάμβανε το κοκτέιλ του, του ήρθε στο νου η μεταλλική λάμψη των φτερών της Ν9. «Μα δεν μπορώ να καταλάβω, γιατί τώρα τελευταία μου έρχεται συνέχεια στο μυαλό η Ν9», είπε φωναχτά χωρίς να φοβηθεί αυτή τη φορά ότι θα τον ακούσει κάποιος. Σηκώθηκε με αργά βήματα και μικρούς τριγμούς, που δεν ήταν πια ανάγκη να κρύβει, αφού ήταν μόνος του στο σπίτι. Έψαχνε πού είχε σημειώσει κάποιες λέξεις που του έκαναν εντύπωση, των νεκρών βέβαια, αφού δεν μιλιούνταν πια, ανθρωπίνων γλωσσών. Τις είχε βρει στο Μέγα Λεξικό Γλωσσών της Ανθρωπότητας και παρά την ερμηνεία που τις ακολουθούσε, αδυνατούσε να συλλάβει το νόημα τους. Μουρμούριζε, καθώς έψαχνε, για τις περιορισμένες δυνατότητες της μνήμης του. Δεν τολμούσε να ζητήσει αναβάθμιση, γιατί ήξερε ότι ήταν το πρώτο βήμα για την απόσυρση. «Ίσως η ανθρώπινη λέξη ‘θάνατος’ να σημαίνει απόσυρση», έκανε ξαφνικά τη σύνδεση το μυαλό του και κροτάλισε τα δάχτυλα του στο τραπέζι. Άκουσε τον ξερό μεταλλικό ήχο που έκαναν. Σταμάτησε για λίγα δευτερόλεπτα να κινείται. Ησυχία απόλυτη. «Από πότε άρχισε να με ενοχλεί η σιωπή;» σκέφτηκε και το μάτι του έπεσε κατά τύχη στη δισκέτα που είχε σημειώσει τις ανθρώπινες λέξεις. Ρύθμισε τα μάτια του, ώστε να μπορεί να διαβάσει το περιεχόμενό της. Αμέσως γράφτηκαν στα μάτια του η μία μετά την άλλη οι ακατανόητες λέξεις: ΤΕΧΝΗ, ΜΟΝΑΞΙΑ, ΠΟΙΗΣΗ, ΕΡΩΤΑΣ, ΑΓΑΠΗ, ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ, ΣΥΜΠΟΝΙΑ. Μια περίεργη ζεστασιά ένιωσε στα σωθικά του. «Άλλο πάλι και τούτο. Ελπίζω να μην έχω πρόβλημα υπερθέρμανσης», είπε πάλι φωναχτά και απόρησε που η φωνή του ακούστηκε κάπως λιγότερο ξερή και μεταλλική.


Έψαξε στο μυαλό του τη σημερινή επιγραφή, που του έδειξε στην ανασκαφή η Ν9. Πέρασαν από τα μάτια του οι λέξεις ‘ΚΑΛΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ’. Άνοιξε το Μέγα Λεξικό. ‘ΓΙΟΡΤΗ: κατάσταση κατά την οποία οι άνθρωποι μαζεύονταν σε μικρές ή μεγαλύτερες ομάδες με σκοπό να τιμήσουν κάποιο πρόσωπο ή κάποιο γεγονός και εξέφραζαν χαρούμενα συναισθήματα’. «Να την πάλι η λέξη συναίσθημα!» Ήπιε λίγο ακόμα από το κοκτέιλ του και ξαναέφερε στο μυαλό του τη Ν9. «Μα γιατί τη Ν9;» αναρωτήθηκε και μισόκλεισε τα μάτια σαν να τον τύφλωνε η λάμψη από τα δυνατά μεταλλικά φτερά της. «Φαίνεται πως σε κάποια γιορτή τους στόλιζαν τα σπίτια τους με λαμπάκια σαν κι αυτά που βρίσκουμε συνέχεια στην ανασκαφή», άκουσε τον εαυτό του να λέει, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσε να αποδιώξει από τη σκέψη του τη Ν9, πριν μπλοκάρει το κεντρικό του σύστημα ελέγχου. «Τι υπερβολή, τόσα πολλά λαμπάκια! Ίσως ένας λόγος που έπαψαν να υπάρχουν οι άνθρωποι είναι ότι δεν τους αρκούσαν λίγα από κάθε πράγμα, όσο μικρό και ασήμαντο κι αν ήταν, αλλά ήθελαν πολλά, πάρα πολλά. Μήπως αυτή η ανεξήγητη απληστία για όλα, σωστή αρρώστια, τους έκανε τελικά να χαθούν; Αν δει κανείς πόσο πολλές διαφημίσεις είχαν... Ναι, σίγουρα αυτή η απληστία για τα πάντα, από τα πιο μικρά ως τα πιο μεγάλα, τους έκανε να τσακώνονται τόσο συχνά και μάλιστα να καβγαδίζουν ολόκληροι λαοί μεταξύ τους και να κάνουν αυτό που ονομάζανε ‘πόλεμο’!» «ΠΟΛΕΜΟΣ», είπε δυνατά κι αυτή τη φορά η φωνή του ξανάγινε ξερή και μεταλλική. «Ακόμα και παιδικά παιγνίδια ήταν πολεμικά!» είπε καθώς θυμήθηκε τα πρωινά ευρήματα στο δωμάτιο του αγοριού.


Ένα συνεχές και επίμονο μπιπ διέκοψε τις σκέψεις του. «Εδώ Ερευνητικό Κέντρο Πρώτων Υλών», ακούστηκε από την άλλη πλευρά του δωματίου. «Σας ακούω», απάντησε ο R5 και παραλίγο να ακουστεί ο λαιμός του να τρίζει σαν σκουριασμένη σιδερένια πόρτα, καθώς γύρισε απότομα το κεφάλι του προς την πλευρά που ακούστηκε η φωνή. «Το καύσιμο του οχήματος της τριτοανθρώπινης περιόδου, που μας δώσατε για αναγνώριση, είναι πετρέλαιο». «Ευχαριστώ Ερευνητικό Κέντρο», είπε ο R5 και ξανάνιωσε αυτό το περίεργο αίσθημα ζεστασιάς στα σωθικά του. «Σίγουρα έχω πρόβλημα υπερθέρμανσης», στενοχωρήθηκε για λίγο, αλλά γρήγορα το ξέχασε, έτσι κατάπληκτος που ήταν με την απάντηση του Ερευνητικού Κέντρου. «Πετρέλαιο...» και αμέσως κατέβασε το λήμμα από το Μέγα Λεξικό. ‘ΠΕΤΡΕΛΑΙΟ: καύσιμη ορυκτή ύλη, που χρησιμοποιούσαν στο παρελθόν. Ευθύνεται για τη μόλυνση του αέρα που ανέπνεαν οι άνθρωποι. Η μόλυνση ήταν τόσο μεγάλη, που διήρκεσε σχεδόν έως την εποχή μας δημιουργώντας προβλήματα στους αεροκινητήρες’. «Τι περίεργα όντα αυτοί οι άνθρωποι!» είπε δυνατά και πετάχτηκε από τον καναπέ. Βημάτιζε πάνω κάτω με το χαρακτηριστικό του περπάτημα από μικρά, κοφτά, σπασμωδικά βήματα σαν τεθλασμένη γραμμή και σκεφτόταν: «Ώστε ήταν τόσο επιπόλαιοι οι άνθρωποι, που δεν ενδιαφέρονταν όχι μόνο αν θα κατέστρεφαν το περιβάλλον τους και τα άλλα όντα, αλλά ούτε καν αν θα έχουν τον απαραίτητο αέρα, για να ζήσουν οι ίδιοι! Και όλα αυτά για να έχουν οχήματα και ποιος ξέρει τι άλλες μηχανές!»


Τώρα ήταν σίγουρος. Οι άνθρωποι εξαφανίστηκαν, πριν δεκαπέντε αιώνες για την ακρίβεια, επειδή έπασχαν από απληστία, διάθεση για πόλεμο και καταναλωτισμό.» Αυτή η τελευταία λέξη ανήκε σε κάποια ανθρώπινη γλώσσα, που μπορούσαν να καταλάβουν. Του άρεσε καμμιά φορά να χρησιμοποιεί λέξεις των ανθρώπων. Εξάλλου η γλώσσα του δεν είχε λέξη, που να σημαίνει κάτι τέτοιο. Τους ήταν άγνωστη αυτή η έννοια. Μόνο με πολλές λέξεις μπορούσε να το εκφράσει: μανία για απόκτηση πολλών πραγμάτων. Μάλλον εννοούσαν και διοχέτευση μεγάλων ποσοτήτων φαγητού στα σώματα τους. Ίσως για αυτό να υπήρχαν τόσοι άνθρωποι στην τρίτη ανθρώπινη περίοδο, που σχεδόν είχαν χάσει το φυσικό τους σχήμα από τα πολλά περιττά κιλά. Θυμήθηκε μια φωτογραφία από την περσινή ανασκαφή. Έδειχνε μια οικογένεια, μπαμπάς, μαμά και δύο παιδάκια, όλοι με πολύ παραπάνω κρέας πάνω τους από όσο ταίριαζε στη φύση των ανθρώπων. «Ή μήπως το λέγανε σάρκα; Ποτέ δε θα καταλάβω τη διαφορά μεταξύ κρέατος και σάρκας. Πόσο πολλές λέξεις έχουν αυτές οι ανθρώπινες γλώσσες!» αναστέναξε και ακούστηκε ένας ήχος διακεκομμένος και τσιριχτός σαν σκουριασμένη πόρτα παλιού σπιτιού, που κλείνει με δυσκολία.


«Φωτογραφία; Είπα φωτογραφία;» και αμέσως θυμήθηκε τις φωτογραφίες, που του έδωσε η Ν9 το πρωί, αυτές που είχε ανακαλύψει στο σαλόνι του σπιτιού και που δεν είχε προλάβει να τους ρίξει ούτε μια ματιά. Έφερε στο μυαλό του τη ζεστή μεταλλική φωνή της. Ήταν τόσο ταιριαστή με τα φτερά της! Ενοχλημένος που ξανασκεφτόταν τη Ν9, απόδιωξε τη σκέψη της και τράβηξε βιαστικά τις φωτογραφίες από τη μέσα τσέπη του σακακιού του, που ήταν φτιαγμένο από τιτάνιο. Μόρφασε με περηφάνεια. Η χρήση τιτανίου αντί για ατσάλι ήταν πρωτοποριακή για την εποχή που κατασκευάστηκε το μοντέλο του. Το μοντέλο του. Το μοντέλο του. Κρύες σταγόνες λάδι έτρεξαν από το μέτωπο του, όταν κατάλαβε πως το σύστημα του είχε κολλήσει και επαναλάμβανε την ίδια λέξη. Του ήρθε στο μυαλό ο Τ3. Όπου να ήταν θα τον απέσυραν, επειδή παραπάλιωσε το μοντέλο του. « Πόσο λυπάμαι για αυτόν!» είπε και έμεινε με κλειστό κύκλωμα για τουλάχιστον δύο λεπτά. ‘ΛΥΠΑΜΑΙ’. Ο επεξεργαστής του δεν έβρισκε το νόημα αυτής της λέξης. «Μα πώς μου ήρθε;» απόρρησε και αμέσως θυμήθηκε ότι ήταν λέξη των ανθρώπων. «Φαίνεται πως η δουλειά μου με έχει επηρεάσει παραπάνω από όσο πρέπει», σκέφτηκε και αμέσως μετά συνέχισε φωναχτά: «Οι φωτογραφίες από την ανασκαφή. Να δω τις φωτογραφίες». Κατέβασε την τελευταία γουλιά από το κοκτέιλ λαδιών, έριξε μια ματιά έξω στον καταπράσινο ήλιο που έδυε και ξεκίνησε να περιεργάζεται τις φωτογραφίες. Στη μία φαίνονταν ένας άντρας και μία γυναίκα αγκαλιασμένοι να κοιτιώνται στα μάτια και να χαμογελούν ο ένας στον άλλο με τον τρόπο που οι άνθρωποι αποκαλούσαν ‘τρυφερό’. Γύρισε τη φωτογραφία από πίσω. ‘ΙΣΜΗΝΗ ΣΕ ΑΓΑΠΑΩ’. Το ‘Ισμήνη’ πρέπει να ήταν όνομα. «Πόσο πιο όμορφο αλήθεια από τα δικά μας ονόματα, που δεν είναι παρά γράμματα και αριθμοί!» Άνοιξε το Μέγα Λεξικό, να βρει τι σημαίνει ‘ΑΓΑΠΑΩ’. Σκέφτηκε πάλι την απαλή μεταλλική χροιά στη φωνή της Ν9. Έκλεισε μηχανικά το λεξικό. Τι καλά που θα ήτανε να την έλεγαν Ισμήνη!


Τινάχτηκε πάνω ξυπνώντας από το ονειροπόλημα του. «Μα τι λέω;» φώναξε οργισμένος με τον εαυτό του. «Οι άνθρωποι ήταν όντα κατώτερα με αυτοκαταστροφικές τάσεις. Σχεδόν ποτέ δεν κατάφεραν να πάψουν να είναι πρωτόγονοι. Η ιστορία τους δεν περιέχει παρά μια σειρά από πολέμους. Κατέστρεψαν τον ίδιο τους τον πλανήτη από ανευθυνότητα και απληστία. Και εγώ τώρα μοιάζω να γοητεύομαι από αυτούς; Μήπως πράγματι χρειάζομαι απόσυρση;» Πήρε τη δεύτερη φωτογραφία στα χέρια του. Κοίταξε για λίγο έξω την βαθιά πράσινη νύχτα με τα κόκκινα άστρα και τα μωβ φεγγάρια. Ποτέ μέχρι τώρα δεν είχε προσέξει πόσο όμορφα ήταν τη νύχτα! Ήξερε να ονομάζει κάθε γαλαξία, άστρο ή πλανήτη που έβλεπε, κι αυτά με ονομασίες σαν τις δικές τους με γράμματα και αριθμούς, αλλά δεν είχε καταλάβει ότι ήταν όμορφα. Όμορφα σαν τα φτερά της Ν9 ή καλύτερα της Ισμήνης; Οι μεταλλικές του βλεφαρίδες τρεμόπαιξαν αργά. ‘ΤΕΧΝΗ’, ‘ΠΟΙΗΣΗ’. Τι άραγε να σημαίνουν αυτές οι λέξεις; Μήπως οι άνθρωποι εκτός από να πολεμούν, να καταναλώνουν και να καταστρέφουν τη φύση γύρω τους, έκαναν κι άλλα πράγματα;


Θυμήθηκε ένα παμπάλαιο, μισοφαγωμένο, δερματόδετο βιβλίο που είχε βρει σε ένα σπίτι της δεύτερης ανθρώπινης περιόδου. Ήταν ένα μικρό σπιτάκι βαμμένο μπλε, το μόνο που δεν είχε αυτά τα περίεργα κουτιά με τη μία όψη γυάλινη. Βρήκαν όμως πολλά βιβλία. Ρύθμισε τα μάτια του και αμέσως άρχισαν να περνούν λέξεις από το δερματόδετο βιβλίο.

‘Μα στο παιδί δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια

Τώρα τα βράδια κάθομαι και του μιλώ

Λέω το σκύλο σκύλο, το λύκο λύκο, το σκοτάδι

σκοτάδι...

Α, φτάνει πια! Πρέπει να λέμε την αλήθεια στα παιδιά.’

Μανόλης Αναγνωστάκης

Αυτός πρέπει να ήταν ο κειμενογράφος. Ποιητή τον λέγανε οι άνθρωποι. Σύγκρινε το όνομά του με το δικό του. R αντί για Μανόλης. 5 αντί για Αναγνωστάκης. «Πόσο θα ήθελα να με λένε Μανόλη!» ψιθύρισε και σηκώθηκε να βάλει ένα ακόμα κοκτέιλ λιπαντικών λαδιών. Ξαφνικά δεν ένιωθε πολύ καλά. Ξαναγράφτηκαν στα μάτια του οι λέξεις. Ήξερε ότι αυτό το είδος του γραπτού το ονόμαζαν ποίημα. Η γλώσσα που ήταν γραμμένο, τα ελληνικά, είχε αποκρυπτογραφηθεί. Γιατί όμως εκείνος δεν καταλάβαινε τι σημαίνουν οι στίχοι, αν και γνώριζε το νόημα της κάθε λέξης χωριστά; Ξανακοίταξε τον πράσινο ουρανό με τα κόκκινα άστρα και τα μωβ φεγγάρια. «Πόσο ωραία είναι!» είπε και οι μεταλλικές του βλεφαρίδες απόμειναν ακίνητες και τα μάτια του ορθάνοιχτα να ρουφάνε την ομορφιά της νύχτας.


Και τότε άρχισε να ψιθυρίζει στίχους. Κάποιους άλλους στίχους ενός Οδυσσέα Ελύτη από ένα άλλο βιβλίο ποίησης, που βρέθηκε στο ίδιο σπίτι.

Όποιος μπορεί και φορτίζει την ερημιά

έχει ακόμα ανθρώπους μέσα του.’

Πώς τους καταλάβαινε τώρα αυτούς τους στίχους! Αυτό λοιπόν είναι η ποίηση; Θυμήθηκε τη φωτογραφία που είχε ξεμείνει στα χέρια του. Ενώ την κοιτούσε, πρόσεξε πως τα μακριά του δάχτυλα έτρεμαν λιγάκι. «Κι όμως είναι όμορφα!» Δεν μπόρεσε να μη σκεφτεί πως η λέξη ομορφιά είχε εισβάλει πια για τα καλά στη ζωή του. Είδε έναν μπαμπά με το κοριτσάκι του αγκαλιά. Πρόσεξε το βλέμμα του άντρα που κοιτούσε το παιδί. «Δείχνει αυτό που οι άνθρωποι λένε ‘ΑΓΑΠΗ’;» Είδε τα δάχτυλα του πατέρα. Μακριά σαν τα δικά του. Μόνο που δεν ήταν μεταλλικά. Τα φαντάστηκε να τρέμουν λιγάκι. Κοίταξε τη φωτογραφία λίγο καλύτερα. Είδε στην άκρη δεξιά ένα γυναικείο χέρι, που δεν είχε προλάβει να τραβηχτεί. «Αυτή πρέπει να είναι η μητέρα», μονολόγησε. Το κοκτέιλ του από λιπαντικά λάδια έμενε ξεχασμένο δίπλα του στο τραπεζάκι. Η ώρα είχε περάσει. Τα φεγγάρια από μωβ γίνανε γαλάζια. Φαντάστηκε το χέρι της μητέρας με μακριά μεταλλικά δάχτυλα. Φαντάστηκε ακόμα την άκρη από μια μεταλλική φτερούγα, που δεν είχε προλάβει να τραβηχτεί και την αποτύπωσε κι αυτήν ο φακός. Ξαφνικά από τα βάθη του μνημονικού του αναδύθηκε ένα αρχείο, που ούτε καν θυμόταν την ύπαρξη του. Η εικόνα ενός πίνακα, που βρέθηκε ακόμα κρεμασμένος στο ίδιο σπίτι που είχαν ανακαλύψει τα βιβλία με τα ποιήματα. Παρίστανε μια νύχτα γεμάτη άστρα κι ένα φεγγάρι που φώτιζε μια πλακόστρωτη πλατεία με ένα έρημο καφενείο. Μόνο που το φεγγάρι ήταν λευκό και τα άστρα κίτρινα. Και η νύχτα μαύρη. Έτσι τα έβλεπαν οι άνθρωποι με τα περιορισμένων δυνατοτήτων μάτια τους. Τότε που είχε πρωτοδεί τον πίνακα, απόρρησε γιατί οι άνθρωποι να θέλουν να ζωγραφίζουν, έτσι το έλεγαν, κάτι που μπορούν να το βλέπουν, όποτε ήθελαν, αρκεί τις νύχτες να σήκωναν ψηλά το κεφάλι τους στον ουρανό.

Έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια του. Τα μεταλλικά του βλέφαρα ήχησαν βαριά. Ονειρεύτηκε έναν ουρανό γαλάζιο γεμάτο αστεράκια όλων των χρωμάτων. Κι ένα φεγγάρι ολόγιομο, πορτοκαλί και φωτεινό. Φωτεινό σαν, σαν... «Σαν τα μάτια της Ισμήνης!» αναφώνησε και θαρρούσε πως έβλεπε μπροστά του τη Ν9 με τα δυνατά μεταλλικά φτερά της να πετάει στον ουρανό που ονειρεύτηκε, τον δικό του ουρανό. Θέλησε να ζωγραφίσει τον ουρανό αυτόν, που ήταν κατάδικος του. «Τι κρίμα που δεν έχω τέτοιο πρόγραμμα γραμμένο στην κεντρική μονάδα ελέγχου μου. Υπάρχει άραγε πουθενά;» συλλογίστηκε απογοητευμένος. Ύστερα αποκαμωμένος έκλεισε το σύστημα του και απενεργοποιήθηκε. Κοιμήθηκε βαθιά και από τα μάτια του περνούσαν ουρανοί καταγάλανοι και ουρανοί συννεφιασμένοι και φτερούγες που σε ανέβαζαν στον ουρανό και ποιήματα γραμμένα στον ουρανό και πίνακες που πετούσαν στον ουρανό. Και ο Τ3, που είχε αποσυρθεί, αλλά πετούσε κι αυτός στον ουρανό με ένα δυνατό ζευγάρι μεταλλικές φτερούγες και γελούσε, γελούσε, γελούσε και στροβιλιζόταν, στροβιλιζόταν αδιάκοπα. Κι ένα άστρο κόλλησε στο χαμόγελο του και το έκανε ακόμα πιο αστραφτερό, αστραφτερό σαν τα φτερά της Ν9. Που δεν τη λέγανε πια Ν9, αλλά Ισμήνη. Είδε και τον εαυτό του, που δεν τον λέγανε πια R5, αλλά Μανόλη και κρατιόταν χέρι χέρι με την Ισμήνη και χαιρετούσαν τον Τ3 με το άστρο κολλημένο στο χαμόγελο του. Τον Τ3, που τα μάγουλα του δεν κιτρίνιζαν πια από το λάδι, αλλά κοκκίνιζαν από το αντιφέγγισμα των άστρων και πέταγε για άλλους κόσμους. Κόσμους άγνωστους για τους ανθρώπους και τα ρομπότ. Κόσμους που δεν υπήρχε η απόσυρση, ούτε ο θάνατος. Κόσμους που δεν υπήρχαν πόλεμοι, ούτε όπλα. Ούτε μυριάδες λαμπάκια τις γιορτές. Ούτε μολυσμένος αέρας. Κόσμους, που μπορούσαν ο Μανόλης και η Ισμήνη να κρατιώνται από το χέρι και να απαγγέλουν ποιήματα. Και να ζωγραφίζουν. Και να μη φοβούνται πως κάποιος θα ακούσει τα τριξίματα που κάνουν οι κλειδώσεις τους, καθώς γερνάνε, και θα τους αποσύρει. Κόσμους, κόσμους, κόσμους...Ισμήνη.


«Τά ’μαθες;» είπε η Ν9 στον Τ3. «Βρήκαν χθες βράδυ τον R5 με μπλοκαρισμένο σε τέτοιο βαθμό το κεντρικό σύστημα ελέγχου του, που είναι αδύνατον να φτιαχτεί. Ανεξήγητο! Τι να ήταν αυτό που του προκάλεσε τέτοια βλάβη;» αναρωτήθηκε μάλλον λυπημένη. Παραλίγο να τρέξει ένα όξινο δάκρυ από τα όμορφα μάτια της, που κινδύνευε να διαγράψει μια θαμπή γραμμή στα μάγουλα της με τη μεταλλική λάμψη. «Και το πιο περίεργο ήταν ότι τον βρήκαν με ένα πλατύ χαμόγελο, που ήταν συνήθεια των ανθρώπων. Πώς χαμογελούσε; Αφού δεν είναι προγραμματισμένο κανένα από τα μοντέλα μας να χαμογελάει!» «Ναι, το έμαθα», είπε περίλυπος ο Τ3, που σαν παλιό μοντέλο δεν κατάφερε να συγκρατήσει τα όξινα δάκρυα, ένα από κάθε μάτι, που άφησαν από μια θαμπή αυλακιά στο κάθε του μάγουλο. «Άκουσα ακόμα πως διαγράφηκαν όλα τα αρχεία από τη μνήμη του εκτός από την τελευταία του λέξη, ‘Ισμήνη’. Λένε πως ήταν όνομα, που χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι. Μήπως ξέρεις ποια είναι;» «Όχι, σίγουρα όχι», απάντησε η Ν9, που δεν κατάφερε τελικά να συγκρατήσει το όξινο δάκρυ και έφυγε πετώντας.


Ο Τ3 μισόκλεισε τα γερασμένα του μάτια, που ήταν θαμπά από καιρό πια, καθώς είδε τη λάμψη των μεταλλικών της φτερών, που διαγράφονταν στον ουρανό του δειλινού. «Μα τι είναι πάλι τούτο;» συλλογίστηκε. «Γαλάζιος ουρανός με πολύχρωμα αστέρια και πορτοκαλί φεγγάρια; Πού ακούστηκε;» Έφυγε για το σπίτι του με σκυμμένο κεφάλι σέρνοντας τα βαριά μεταλλικά του βήματα πεπεισμένος πως έχει πράγματι γεράσει πολύ. Έρριξε μια τελευταία ματιά στον ουρανό και στα λίγα άστρα, που είχαν αρχίσει να αχνοφαίνονται. Πάλι του φάνηκε γαλάζιος. Και τα άστρα πολύχρωμα. Και η ακρούλα ενός φεγγαριού, που όλο και μεγάλωνε, όσο περνούσε η ώρα, πορτοκαλιά. «Καληνύχτα R5», ψιθύρισε και δεν ξανασήκωσε το κεφάλι να δει τον ουρανό. Ίσως και να ήταν πράγματι γαλάζιος.





Περισσότερα...

Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2008

Τι γίνεται όταν τα παιδιά φτιάχνουν τα δικά τους παραμύθια ή τα καλύτερα παραμύθια του κόσμου


Όταν τα παιδιά αφήσουν με μικρή ενθάρρυνση τη φαντασία τους να καλπάσει, γεννιούνται υπέροχες ιστορίες, κατά την γνώμη μου κλάσεις ανώτερες από αυτές των μεγάλων. Γιατί ο ενήλικος πλάθει παιδικά παραμύθια προσποιούμενος ότι ξέρει την ψυχολογία των παιδιών. Αλλά δεν είναι παιδί. Επιπλέον οι μπόμπιρες και οι πριγκήπισσες εύλογα ενθουσιάζονται αφού δεν ακούν παθητικά την ιστορία κάποιου άλλου, αλλά τη δημιουργούν τα ίδια με τους δικούς τους όρους και ανάλογα με τις δικές τους ανάγκες. Το πείραμα ξεκίνησε με αφορμή την παρότρυνση κειμένου στο διαδίκτυο (Hμερολόγιο ενός πατέρα), να ζητάμε από τα παιδιά να μας πουν τυχαίες λέξεις, που συνδυάζουμε ώστε να προκύψει ένας πυρήνας. Στη συνέχεια η πλοκή εξελλίσσεται με ερωτήσεις του τύπου: τι νομίζεις ότι θα γίνει στη συνέχεια ή τι πιστεύεις ότι θα κάνει ο τάδε ήρωας μετά; Και εννοείτε ότι τα ενθαρρύνουμε να παραστήσουν αυτά που λένε.

Ιδού λοιπόν η ιστοριούλα που έπλασαν με την τεχνική αυτή δύο αδελφάκια τεσσάρων και δύο ετών. (Οι λέξεις με έντονους χαρακτήρες είναι αυτές που κατά την πορεία επέλεγαν).

Το Γιώτα και το Κάπα φιλαράκια και γειτόνοι στην Άλφα-Βήτα το έσκασαν και πήγαν στην θάλασσα να παίξουν και να κολυμπήσουν. Όμως οι άνθρωποι δεν μπορούσαν πια να πουν τα γράμματα αυτά. Πήγαιναν να πουν τη λέξη κάστρο και ακουγόταν άστρο. Ή ίριδα και λέγαν ρίδα. Άντε τώρα να καταλάβεις αν εννοούν κατσαρίδα ή μαρίδα ή κάτι άλλο. Σύγχυση μεγάλη επικράτησε γιατί δεν μπορούσαν να συννενοηθούν μεταξύ τους. Τότε η Άλφα-Βήτα έστειλε έναν κυνηγό γραμμάτων να πιάσει τα άτακτα γραμματάκια. Και τι νομίζετε ότι έκαναν εκείνα τα πονηρά; Άρπαξαν το Κάπα και από τον κυνηγό και από το κλουβί που κουβαλούσε για να τα βάλει μέσα. Ο κυνηγός έγινε υνηγός και δεν μπορούσε πια να κυνηγήσει. Αφήστε που το κλουβί του έγινε λουβί και ήταν πια άχρηστο. Τότε η Άλφα-Βήτα έστειλε το Ρα, το θεό ήλιο της αρχαίας Αιγύπτου να αναλάβει δράση. Αυτός έσβυσε τον ήλιο, όπως ακριβώς σβύνουμε το φως από το διακόπτη και το Κάπα και το Γιώτα δεν έβλεπαν πια να παίζουν και να πλατσουρίζουν στη θάλασσα. Αναγκάστηκαν λοιπόν να γυρίσουν πίσω στη θέση τους στην Άλφα-Βήτα με την ουρά στα σκέλια. Έκτοτε οι άνθρωποι προφέρουν το Γιώτα και το Κάπα και διελεύκαναν το ζήτημα της κατσαρίδας και της μαρίδας δια παντός.
Περισσότερα...

Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2008

Τραγελαφικά παράδοξα στα παιδικά βιβλία

Το ευτυχισμένο καλοκαίρι της κυρίας Φορμπς, Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές, εκδ. Λιβάνη
Μικρή ιστορία του κόσμου, Ε. H. Gombrich, εκδ. Πατάκη

Η κατηγοριοποίηση βιβλίων ως παιδικά αναγνώσματα και ως εκ τούτου κατάλληλα για την ψυχοσύνθεση των τρυφερών μας βλασταριών φαίνεται πως υπακούει ενίοτε σε κανόνες που προσωπικά αδυνατώ να κατανοήσω, εκτός αν πρόκειται για κάποια σπάνια αίσθηση του χιούμορ. Αναλόγως τα κριτήρια για ένα βιβλίο που απευθύνεται σε ενήλικες με κάνουν κάποιες φορές να αναρωτιέμαι αν ο υπεύθυνος του εκδοτικού οίκου έχει αντιληφθεί περί τίνος πρόκειται. Εκτός αν διαθέτει και αυτός την ίδια αίσθηση του χιούμορ που έχει ο συνάδελφος του που ασχολείται με την παιδική λογοτεχνία.

Εξηγούμαι. Όταν περιχαρής για το εύρημά μου ανέσυρα από τα ράφια βιβλιοπωλείου το διήγημα του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές «Το ευτυχισμένο καλοκαίρι της κυρίας Φορμπς» εκδόσεις Λιβάνη, με την ένδειξη παιδικό βιβλίο, ενθουσιάστηκα, καθότι φανατική θαυμάστρια του Λατινοαμερικανού συγγραφέα του «Εκατό χρόνια Μοναξιά». Πού να φανταστώ, όταν ξεκίνησα να το διαβάζω στο πολύ μικρό τότε κοριτσάκι μου, τα όσα θαυμαστά και «ταιριαστά» για παιδάκια επρόκειτο να συναντήσω. Η πλοκή έχει ως εξής:

Δύο αδελφάκια, που μεταξύ άλλων αρέσκονται να σκοτώνουν σκύλους λιθοβολώντας τους, παραθερίζουν σε ένα μέρος της Ιταλίας υπό την αυστηρή εποπτεία της γεροντοκόρης Γερμανίδας νταντάς τους, όσο καιρό οι γονείς τους λείπουν σε διακοπές. Τα δύο αγόρια αντιπαθούν θανάσιμα την ανέραστη και δεσποτικότατη μεγαλοκοπέλα. Αποφασίζουν λοιπόν να τη δολοφονήσουν. Και αν σοκαριστήκατε και γελάσατε μέχρι τώρα, περιμένετε να δείτε και τη συνέχεια. Τα δύο «αθώα» πλασματάκια δηλητηριάζουν το κρασί που έπινε η νταντά βλέποντας τολμηρά θεάματα το βράδυ μόνη της στην τηλεόραση και καταβροχθίζοντας γλυκά που στερούσε με επιμονή από τα παιδιά. Την επόμενη μέρα πηγαίνουν στο δωμάτιο της και τι αντικρύζουν; Τη γυναίκα ολόγυμνη να κολυμπάει σε λίμνη αίματος κατακρεουργημένη από το μαχαίρι του νεαρού εραστή της! Ένα έγκλημα ερωτικού πάθους, όπως αποκαλύπτει το τέλος. Παραθέτω αυτούσιο το απόσπασμα:

«Η κυρία Φόρμπς δε βρισκόταν πάνω στο αναστατωμένο κρεβάτι. Ήταν ξαπλωμένη στο πλάι καταγής, γυμνή, μέσα σε σε μια λίμνη από ξεραμένο αίμα,...και το σώμα της ήταν κατατρυπημένο από μαχαιριές. Είχε είκοσι επτά θανάσιμες πληγές κι από τον αριθμό και την αγριότητά τους καταλάβαινε κανείς πως είχαν γίνει με τη μανία ενός παθιασμένου έρωτα και πως η κυρία Φορμπς τις είχε δεχτεί με το ίδιο πάθος, χωρίς ούτε να φωνάξει σχεδόν, χωρίς να κλάψει, απαγγέλλοντας Σίλλερ με την ωραία μπάσα φωνή της, γνωρίζοντας πως ήταν το αδυσώπητο τίμημα του ευτυχισμένου καλοκαιριού της.»

Προφανώς ο Μαρκές έγραψε ένα διήγημα θαυμάσιο μεν, για ενηλίκους δε. (Άν πάντως γνωρίζει κανείς ότι ο Λατινοαμερικανός συγγραφέας όντως το προόριζε για παιδιά, πολύ θα ήθελα να με ενημερώσει. Όχι ότι θα άλλαζαν οι απόψεις μου περί ακαταλληλότητας του βιβλίου για παιδικό ανάγνωσμα, αλλά θα αποκτούσε το πράγμα ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον...). Εκτός αν το γεγονός από μόνο του ότι πρωταγωνιστούν παιδάκια είναι αναγκαία και ικανή συνθήκη, για να καταχωρηθεί από τον εκδοτικό οίκο στην παιδική λογοτεχνία! Περιττό να προσθέσω ότι το εν λόγω βιβλίο το άρπαξαν φίλοι και το περιέφεραν ως ανέκδοτο...

Ανάλογη είναι και η περίπτωση του «Μικρή ιστορία του κόσμου» του E. H. Gombrich, εκδόσεις Πατάκη. Στα ευπώλητα των εφημερίδων ο συγκεκριμένος τίτλος του όντως θαυμάσιου και γλαφυρώτατου συγγραφέα του «Χρονικού της τέχνης», εμφανίζεται σαφώς ως ανάγνωσμα για ενήλικες. Οπωσδήποτε διαβάζεται πολύ ευχάριστα και από μεγάλους στα πλαίσια της αρχής ότι ένα καλό παιδικό βιβλίο πάντα έχει κάτι να πει και στους μεγάλους. Ωστόσο δεν μπορεί κανείς να μην νιώσει έκπληξη και να μην χαμογελάσει όταν γίνεται απολύτως ξεκάθαρο από τον πρόλογο κιόλας ότι ο Gombrich το συνέγραψε για παιδιά με το ανάλογο βέβαια για αυτά ύφος. Παραθέτω τυχαία φράσεις του κειμένου για να μην υπάρχει καμία αμφιβολία. Κεφ.2, σελ.28: «Μια στιγμή! θα πεις εσύ τώρα. Αυτό είναι αντίθετο με τη συμφωνία μας... Τότε εγώ θα κοκκινήσω και θα σου απαντήσω...». Διάλογος μεταξύ του υποτιθέμενου μικρού αναγνώστη και του συγγραφέα, όπου μαντέψτε ποιον τοποθετεί στη θέση του δεκάχρονου ο εκδοτικός οίκος... Αλλού: κεφ.3, σελ. 38 « Θέλεις να μάθεις πώς γράφει κανείς χρησιμοποιώντας ιερογλυφικά;». Ή κεφ.4, σελ. 44. « Η Βαβυλώνα ήταν πρωτεύουσα της Βαβυλωνίας – αυτό είναι εύκολο να το θυμηθείς-...». Και άλλα ων ουκ έστι αριθμός. Εύστοχη και κατάλληλη ας πούμε η χρήση β΄ενικού, για παιδάκια. Και μόνον για αυτά βεβαίως. Το θετικό της υπόθεσης είναι ότι ξανάνιωσα ξεπεταρούδι διαβάζοντας το... Αναρωτιέμαι όμως γιατί δεν έκανε τον κόπο ο εκδότης να πλασάρει το βιβλίο στο κοινό που ρητώς απευθύνεται. Εκτός αν μας το φύλαγε για έκπληξη για να ξανανιώσουμε.

Περισσότερα...