Μια φορά κι έναν καιρό, τα πολύ παλιά χρόνια, τόσο παλιά που χρειάζονται ειδικοί επιστήμονες, οι αρχαιολόγοι, για να μάθουμε τι γινόταν, ήταν ένα πανέμορφο κορίτσι που το φωνάζαν όλοι Μικρή Κροκοσυλλέκτρια. Γιατί της άρεσε να τριγυρνά όλη μέρα στα λιβάδια και στα βουνά και να μαζεύει εκείνα τα μικρά, άλλοτε λευκά κι άλλοτε κίτρινα ή μωβ λουλουδάκια, που τα ονομάζουνε κρόκο. Ήταν πολύ ευτυχισμένη να κάνει μπουκετάκια από τα όμορφα ανθάκια κι ύστερα να φτιάχνει από αυτά χρώμα πορτοκαλί, για να βάφει τα φορέματα της. Ωραία, εφαρμοστά, μακριά φορέματα όλο χάρη και κομψότητα. Έτρεχε στους αγρούς, σκαρφάλωνε στις βουνοπλαγιές και θρόιζε το μακρύ κομψό της φουστάνι και ηχούσαν τα βραχιόλια της, καθώς έσκυβε να κόψει τα ανθάκια, τους κρόκους και κουνιούνταν πέρα δώθε τα μεγάλα της σκουλαρίκια και η κατάμαυρη αλογοουρά της. Και γελούσε και τραγουδούσε και απολάμβανε τις ηλιαχτίδες του πρωινού και ανάσαινε βαθιά το δροσερό ευωδιαστό αεράκι και δεν ευχόταν παρά σε όλη της τη ζωή να μπορεί να τρέχει έτσι ξέγνοιαστη στα λιβάδια και να μαζεύει τα άσπρα, κίτρινα και μωβ λουλούδια, που χρησιμοποιούσε η μαμά της, για να χρωματίζει πορτοκαλιά τα όμορφά της ρούχα. Μεταξύ μας, δεν την ένοιαζε τόσο για τη βαφή των φορεμάτων της, όσο να τριγυρνάει και να τραγουδάει στους αγρούς και να στολίζει τα μαλλιά της με τα χρωματιστά ανθάκια.
Λίγο παρακεί, στην ακτή ζούσε ένα όμορφο αγόρι, που όλοι τον έλεγαν Νεαρό Ψαρά, γιατί δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να πλατσουρίζει στην ακροθαλασσιά και να ψαρεύει. Έπειτα έκανε αρμαθιές τα ψάρια του, άρπαζε από μια αρμαθιά στο κάθε χέρι και έτρεχε στην αγορά να τα πουλήσει. Το γυμνό κορμάκι του ήταν καψαλισμένο από τον ήλιο, αφού όλη μέρα, είτε κολυμπούσε, είτε έρριχνε τα δίχτυα του, είτε σεργιάνιζε στην παραλία και μάζευε πλακουτσωτά βότσαλα, που πάσχιζε να τα κάνει να αναπηδούν στα κυματάκια της θάλασσας, όσο γινόταν πιο πολλές φορές. Καμμιά φορά εκεί που πλατσούριζε στα ρηχά, μάζευε πεταλίδες που πολύ του αρέσαν. Μια άλλη φορά τις ατέλειωτες ώρες που κολυμπούσε, έγινε φίλος με ένα μικρούλι χταποδάκι κι ένα καλαμαράκι. Από τότε οι δυο μικροί θαλασσινοί φίλοι του στόλιζαν το ξυρισμένο του γαλαζωπό κεφάλι και τον ακολoυθούσαν όπου πήγαινε, ακόμα και στην αγορά που πουλούσε τα ψάρια του! Κι όταν τον ρώτησαν το χταποδάκι και το καλαμαράκι γιατί δεν άφηνε τα μαλλιά του να μακρύνουν, εκείνος τους απάντησε πως έτσι το έχουν μόδα οι άνθρωποι στον τόπο του, τα νεαρά αγόρια σαν κι αυτόν να μην αφήνουν καθόλου μαλλιά στο κεφάλι τους. Μόνο να το αφήνουν γυμνό να γυαλίζει και να στραφτοκοπά γαλάζιο στον ήλιο. Έτσι ο Νεαρός Ψαράς ζούσε πολύ-πολύ ευτυχισμένος και δε ζητούσε τίποτε άλλο παρά σε όλη του τη ζωή να πλατσουρίζει στη θάλασσα, να ψαρεύει, να έχει στολίδια στο κεφάλι τουτο χταποδάκι και το καλαμαράκι και να τον σιγοψήνει ο ήλιος, που του έδινε εκείνο το υπέροχο σοκολατένιο χρώμα.
Ένα πρωινό ξεκίνησε ο Νεαρός Ψαράς, όπως έκανε κάθε μέρα, να πάει στην αγορά να πουλήσει τα ψάρια του. Δε σκεπτόταν, αν θα πιάσουν καλή τιμή. Δεν τον ένοιαζε. Εκείνος το μόνο που ήθελε ήταν να ξεμπερδεύει και να γυρίσει τρέχοντας στη θάλασσά του. «Άσε τους εμπόρους της αγοράς να περνούν όλη τους τη ζωή με καβγάδες για τις τιμές των ψαριών και τα χρήματα. Εμένα δε με νοιάζουν όλα αυτά. Μου αρκεί που κολυμπώ και που ψαρεύω», σκέφτηκε και πούλησε τα ψάρια του όσο-όσο στον πρώτο έμπορο που συνάντησε. Κι ήταν τόσο όμορφος και ξέγνοιαστος, που μόνο οι πέτρες δε θα τον θαύμαζαν και οι έμποροι της αγοράς και οι πελάτες τους, που ήταν πολύ απασχολημένοι με τα ψάρια, τα μπιχλιμπίδια και τις άλλες πραμάτειες στους πάγκους και τα μικρομάγαζα.
Μια και δυο λοιπόν κινάει χαρούμενος να επιστρέψει στην παραλία του. Τότε μένει ακίνητος, αποσβολωμένος με τα μάτια ορθάνοιχτα, άλαλος! «Ω Μητέρα Θεά, τι ομορφιά είναι αυτή, τι χάρη!» ψιθύρισε χωρίς να μπορεί να ξεκολλήσει τα μεγάλα καστανά μάτια του από πάνω της. Η Μικρή Κροκοσυλλέκτρια διέσχιζε την αγορά κρατώντας δυο μπουκέτα, ένα με κίτρινα ανθάκια κι ένα με μωβ, ενώ πίσω από κάθε της αυτάκι είχε στολίσει από ένα λευκό λουλουδάκι. Γύριζε στο σπίτι της μετά από μία μεγάλη βόλτα στην εξοχή. Χαμογελούσε και σιγοτραγουδούσε κι ένιωθε τόσο ευτυχισμένη κι ανάλαφρη που νόμιζε πως πετούσε! Οι έμποροι και οι πελάτες που τσακώνονταν με τους εμπόρους, ήταν πολύ απασχολημένοι με την πραμάτειά τους και τα χρήματα, για να την προσέξουν. Όμως ο Νεαρός Ψαράς, που δε νοιαζόταν για τέτοια πράγματα, κατάλαβε αμέσως πως το κορίτσι ήταν τόσο χαρούμενο κι ευτυχισμένο, που πράγματι πετούσε! Είδε πως τα όμορφα ποδαράκια της ίσα-ίσα που άγγιζαν που και που τον πλακόστρωτο δρόμο!
Τότε η Μικρή Κροκοσυλλέκτρια τον διέκρινε ανάμεσα στο πλήθος. Και πώς θα μπορούσε να μην τον προσέξει έτσι ωραίος και ηλιοκαμένος που ήταν! «Ω θεοί της πατρίδας μου», ψιθύρισε και στάθηκε καταμεσής του δρόμου να την σκουντάνε οι αδιάφοροι διαβάτες, «τι όμορφο γαλάζιο κεφάλι, γαλάζιο σαν το πιο γαλάζιο του ουρανού την ώρα της αυγής!» Ανοιγόκλεισε κατάπληκτη τα τεράστια μαύρα μάτια της κι έμεινε να στέκεται λίγο πάνω από τις πλάκες του δρόμου να θαυμάζει το Νεαρό Ψαρά, που είχε για στολίδια στο γαλάζιο γυμνό του κεφάλι το χταποδάκι και το καλαμαράκι. Το αγόρι όμως ήταν μακριά της. Πλήθος πολύ, που φώναζαν, χειρονομούσαν, γελούσαν δυνατά, έμπαινε ανάμεσα τους, ώσπου η Μικρή Κροκοσυλλέκτρια δεν μπορούσε να βλέπει πια το Νεαρό Ψαρά, ούτε αυτός το λαμπερό, στολισμένο με ανθάκια κορίτσι.
Περίλυπο το αγόρι επέστρεψε στη θάλασσά του. Κάθισε στην αμμουδιά, πήρε ένα κοχυλάκι που βρέθηκε εκεί δίπλα και προσπάθησε να σχεδιάσει με αυτό στην άμμο το όμορφο κορίτσι. «Αχ», αναστέναξε, «πώς θα συνεχίσω να ζω χωρίς την ομορφιά;» «Και η θάλασσα, τα ψάρια, οι πεταλίδες, το κολύμπι;» του ψιθύρισαν στο αυτάκι το χταποδάκι και το καλαμαράκι. Κούνησε θλιμμένος το κεφάλι του. Όλα πια του φαίνονταν αδιάφορα και λίγα χωρίς αυτήν, το κορίτσι με τα ανθάκια. Δεν είχε όρεξη ούτε να ψαρέψει, ούτε να κάνει τα πλακουτσωτά βότσαλα να χοροπηδάνε πάνω στα κυματάκια της θάλασσας, ούτε να λιάζεται στην αμμουδιά. Για τίποτα, για τίποτα δεν είχε πια κέφι. Γύρισε σπίτι του με βήματα βαριά και πεσμένους ώμους και κλείστηκε στο δωμάτιο του. Και τότε κατάλαβε πως τίποτα πια δεν είχε αξία, αν είναι μόνος του. Τίποτα πια δεν έχει νόημα, αν δεν το μοιράζεται με το κορίτσι με τα ανθάκια. Κι απόμεινε με το βλέμμα καρφωμένο στο ταβάνι να την ονειρεύεται.
Η Μικρή Κροκοσυλλέκτρια, αφού δεν έβλεπε πια το αγόρι με το γαλάζιο κεφάλι, έπαψε να χαμογελά και να σιγοτραγουδά. Δεν ένιωθε καθόλου ανάλαφρη. Βαριά τα πόδια της πατούσαν πάνω στη γη. Κλείστηκε στην κάμαρή της κι όσο για τα μπουκέτα με τα μωβ και κίτρινα ανθάκια, τα άφησε αφηρημένη στο τραπέζι να μαραίνονται. Δεν την ένοιαζαν πια οι κρόκοι, ούτε να τριγυρνά στους αγρούς. Ξάφνου ένιωσε πολύ μόνη. Ήθελε να μοιραστεί τα άνθη, τις βόλτες, τα τραγούδια με το αγόρι με το γαλάζιο κεφάλι. Αλλιώς δεν της έκανε πια κέφι για τίποτε από όλα αυτά, που μέχρι πριν λίγο λάτρευε.
Οι γονείς τους ανησύχησαν. «Τι έχεις παιδί μου;» ρωτούσε τρομαγμένη η μητέρα του Μικρού Ψαρά. «Μα τι έπαθες κόρη μου;» απορούσε ο πατέρας της Μικρής Κροκοσυλλέκτριας και πετάριζε τα βλέφαρα ανήσυχος. Ο Νεαρός Ψαράς αναστέναζε και σιωπούσε. Η Μικρή Κροκοσυλλέκτρια βούρκωνε.
Ώσπου ένα πρωινό το κορίτσι, που κάποτε του αρκούσε να μαζεύει ανθάκια, σφούγγισε τα μάτια της από τα δάκρυα και μονολόγησε: «Θα πάω να τον βρω. Και να του πω πως δε θέλω να είμαι πια μόνη μου, ούτε με νοιάζει να μαζεύω λουλούδια. Θέλω μονάχα να είμαστε μαζί και να ψαρεύουμε». Μια και δυο λοιπόν κίνησε να τον βρει. «Μα πού θα τον βρω;» αναρωτήθηκε. «Μα στην ακροθαλασσιά βέβαια, αφού είναι ψαράς!» Και τρέχει χαρούμενη να συναντήσει το αγόρι με το γαλάζιο κεφάλι και να του πει πως δε θέλει να κάνει τίποτε άλλο στη ζωή της παρά να ψαρεύουν μαζί.
Το ίδιο πρωί ο Νεαρός Ψαράς, που από τη θλίψη το γαλάζιο του όμορφο κεφάλι άρχισε να γίνεται γκρίζο, έπαψε να αναστενάζει. «Μα τι κάνω; Κάθομαι και κλαίω τη μοίρα μου; Θα πάω να τη βρω και να της πω πως δε με νοιάζει πια να ψαρεύω, ούτε να κολυμπώ. Θέλω μόνο να μαζεύω λουλουδάκια μαζί της σαν κι αυτά που κρέμονταν πίσω από τα αυτιά της!» σκέφτηκε και άρχισε επιτέλους να χαμογελά. Πετάγεται πάνω και τρέχει γρήγορα προς τους αγρούς. Τόσο γρήγορα, που το χταποδάκι και το καλαμαράκι δεν πρόλαβαν να πηδήξουν στο κεφάλι του, που άρχισε πάλι να γίνεται γαλάζιο σαν το πιο γαλάζιο της θάλασσας του πρωινού.
Καθώς έτρεχε προς την ακτή η Μικρή Κροκοσυλλέκτρια, βλέπει από μακριά να πλησιάζει μια γαλάζια λάμψη, τόσο γαλάζια σαν το πιο γαλάζιο του ουρανού την ώρα της αυγής. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά. «Να είναι άραγε εκείνος;» αναρωτήθηκε και το κάτω της χειλάκι τρεμόπαιξε λιγάκι. Εκεί που πήγαινε τρέχοντας προς τους αγρούς ο Νεαρός Ψαράς, βλέπει να πλησιάζει προς το μέρος του μια κοπέλα τόσο ανάλαφρη, που βάδιζε σχεδόν χωρίς τα πόδια της να αγγίζουν το χώμα. «Ονειρεύομαι ή είναι το κορίτσι με τα ανθάκια μπροστά μου;» μονολόγησε και ταράχθηκε τόσο, που φοβήθηκε πως θα γλιστρήσουν από το γαλάζιο του κεφάλι το χταποδάκι και το καλαμαράκι. Δεν είχε από τη βιασύνη του καταλάβει πως οι φίλοι του είχαν μείνει σπίτι.
Απόμειναν να κοιτούν ο ένας τον άλλο ώρα πολύ. Δε χρειάστηκαν λόγια. Τα δυο παιδιά άγγιξαν δειλά-δειλά ο ένας το πρόσωπο του άλλου. Ύστερα πιάστηκαν χέρι-χέρι και πήγαν να μαζέψουν λευκά και κίτρινα και μωβ λουλουδάκια πάνω στα βράχια της θάλασσας. Γιατί φύτρωναν κι εκεί. Και μετά κολύμπησαν και μάζεψαν πεταλίδες. Κι ήταν ευτυχισμένοι. Τόσο ευτυχισμένοι, που νόμιζαν ότι θα σκάσουν από την πολύ ευτυχία, λες και είναι φαγητό που παράφαγαν. Δεν ήταν πια ο καθένας μόνος του, ήταν μαζί! Η Μικρή Κροκοσυλλέκτρια έβαφε πορτοκαλιά τα ρούχα του Νεαρού Ψαρά -γιατί μόνο πορτοκαλιά φορούσε πια- με το χρώμα που έφτιαχνε από τα λουλούδια που της μάζευε το αγόρι. Κι ο Νεαρός Ψαράς έψηνε τόσο ωραία, όσο κανείς, τα ψάρια που έπιανε η Μικρή Κροκοσυλλέκτρια. Γιατί την είχε μάθει βέβαια να ψαρεύει.
Κι έτσι περνούσε ο καιρός, ώσπου τα δυο παιδιά σκέφτηκαν: «Δε θέλουμε να μείνουμε ποτέ ξανά μόνος του ο καθένας». «Θέλω να είμαι για πάντα μαζί σου», είπε στην κοπέλα το αγόρι. «Θέλω να είμαι για πάντα μαζί σου», είπε το αγόρι στην κοπέλα. «Και πώς θα το πετύχουμε αυτό;» ρώτησε ο Νεαρός Ψαράς. «Να ζητήσουμε από έναν ζωγράφο να μας ζωγραφίσει μαζί». «Μπράβο!» είπε το αγόρι και πετάχτηκαν και οι δυο πάνω να βρουν το ζωγράφο. «Εγώ θα σας ζωγραφίσω», είπε ο καλός κι ευαίσθητος ζωγράφος, «και θα σώσω έτσι την ομορφιά σας για πάντα. Αλλά δεν μπορώ να σας ζωγραφίσω μαζί. Γιατί οι άνθρωποι γεννιούνται και πεθαίνουν μόνοι και δεν μπορώ εγώ να αλλάξω αυτόν τον κανόνα. Μπορείτε όμως να παρηγοριέστε και να ελπίζετε πως κάπου, κάποτε, έτσι όπως θα συνεχίσετε να ζείτε ο καθένας μόνος του στις τοιχογραφίες μου, θα βρεθείτε πάλι μαζί». Στην αρχή τα δυο παιδιά στενοχωρήθηκαν. Έπειτα όμως χαμογέλασαν και πάλι, γιατί σκέφτηκαν πως τώρα που ξέρουν πως ίσως να μην είναι πάντα μαζί, θα χαρούνε διπλά και τρίδιπλα το χρόνο τους. Ύστερα, πού ξέρεις, ίσως να βρεθεί τρόπος κάπου, κάποτε, να ξανασμίξουν, καθώς τους είπε ο καλός και ευαίσθητος ζωγράφος, που του άρεσε να ζωγραφίζει τοίχους και για αυτό τις ζωγραφιές του τις έλεγαν τοιχογραφίες.
Πέρασε καιρός, πολύς καιρός, τόσος πολύς που φτάσαμε στο σήμερα. Η Μικρή Κροκοσυλλέκτρια είναι πάντα όμορφη και μαζεύει τα ανθάκια της στην τοιχογραφία. Ο Νεαρός Ψαράς έχει πάντα γαλάζιο κεφάλι και το καλαμαράκι και το χταποδάκι στολίδια στο κεφάλι του στη δική του τοιχογραφία. Και μπορούν να κλείνουν το βράδυ, όταν το μουσείο αδειάζει, το μάτι ο ένας στον άλλο πανευτυχείς, που κατάφεραν να είναι τελικά μαζί αντικριστά σε μια αίθουσα του μουσείου. Και να καμαρώνουν ο ένας τον άλλο, όπως την πρώτη εκείνη μέρα που συναντήθηκαν στην αγορά, κάπου, κάποτε, τα πολύ παλιά χρόνια, τόσο παλιά, που τα λέμε αρχαιότητα.
Σημείωση: Οι τοιχογραφίες της Μικρής Κροκοσυλλέκτριας και του Νεαρού Ψαρά βρίσκονται προς το παρόν, σε διαφορετικά μουσεία, στο Εθνικό Αρχαιολογικό της Αθήνας το αγόρι και στο Προϊστορικό Μουσείο της Σαντορίνης το κορίτσι. Γι’αυτό μην απορήσετε, αν δεν τους δείτε ακόμα μαζί. Πάντως οι τοιχογραφίες και των δύο φιλοτεχνήθηκαν στη Σαντορίνη γύρω στο 1650 π.Χ. και είναι σίγουρο πως δε θα αργήσουν να σμίξουν στο ίδιο μουσείο.
ΟΙ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΕΣ ΠΟΥ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΟΥΝ
1. Ο Νεαρός Ψαράς, εικ. 109-110, σελ. 116-117, Ελληνική Τέχνη, Η Αυγή της Ελληνικής Τέχνης, Εκδοτική Αθηνών.
2. Η Νεαρή Κροκοσυλλέκτρια, εικ. 118, σελ. 125, Ελληνική Τέχνη, Η Αυγή της Ελληνικής Τέχνης, Εκδοτική Αθηνών.
Περισσότερα...
Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2008
Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2008
Κλεοπάτρα και Μινγκ
Η Κλεοπάτρα των Λαγιδών, η Πτολεμαία βασίλισσα είναι γνωστή. Τέτοια γεννήθηκε. Οι έρωτές της με τον Ιούλιο Καίσαρα και το Μάρκο Αντώνιο, οι δολοπλοκίες, τα σαγηνευτικά της τεχνάσματα, η χλιδή, τα αρώματα, η δίψα για εξουσία, η αυτοκτονία της, όταν πια δεν μπορούσε να είναι «η βασίλισσα των βασιλισσών». Το λαμπερό αστέρι που γοήτευε από τότε μέχρι σήμερα. Δεκάδες οι βιογραφίες της ακόμα και προσαρμοσμένες για παιδιά ("Κλεοπάτρα, Βασίλισσα των Βασιλέων", Φ. Μακντόναλντ, εκδ. Πατάκη).
Ο Μινγκ είναι παντελώς άγνωστος. Τέτοιος θέλησε. Ένας από τους εκατομμύρια Κινέζους. Ασήμαντος, αδιάφορος, βαρετός. Για την ιστορία. Ή τουλάχιστον για το είδος της ιστορίας που μας ελκύει. Σε αυτή δεν έχουν θέση οι καθημερινοί άνθρωποι. Ο Μινγκ είναι πρόσωπο του παραμυθιού ("Εγώ ο Μινγκ", Κ.Μπερνός, Ν. Νοβί, εκδ. Κάστωρ). Θα μπορούσε να έχει γεννηθεί βασίλισσα της Αγγλίας, αρχομανής στρατάρχης, ταύρος που γλυκοκοιτάζει όλες τις αγελάδες, κακιά μάγισσα που μεταμορφώνει τις πριγκίπισσες σε κουνούπια, πλούσιος εμίρης που κάνει το γύρο του κόσμου με χρυσό ποδήλατο ή αυτοκράτορας του κόσμου. Όμως δεν είναι τίποτε από όλα αυτά κι ούτε θέλει. Κάθε του μέρα πανομοιότυπη με την προηγούμενη. Κάθε πρωί κρατάει το χεράκι της μικρής του Ναμ, της εγγονής του και περπατάνε μέχρι το σχολείο. Κάθε μεσημέρι επιστρέφουν. Παρατηρεί τις κοτσίδες της που ανεβοκατεβαίνουν καθώς χοροπηδά. Αυτό του αρκεί. Η αιωνιότητα χωράει στο ζεστό χεράκι της Ναμ και στη στιγμιαία κίνηση της κοτσίδας της. Κι ας παλεύουν Κλεοπάτρες και Βερενίκες θαυμαστές. Δε θα τα καταφέρουν τόσο καλά όσο εκείνος. Το ξέρει και δεν τον νοιάζει που δε θα τον γράψει η Ιστορία των Μεγάλων. Δεν την έχει ανάγκη.
Κλεοπάτρα ή Μινγκ; Το δίλημμα είναι επίπλαστο και λίγο αφελές. Η ανάγκη για επιβολή πάσης φύσεως -στο σκύλο μας, στα παιδιά μας, στους υφισταμένους μας, στο σύντροφό μας, στην κοινωνία...- και η άδολη αγάπη σπάνια συναντώνται στην αμιγή τους μορφή. Σπάνια η μία ή η άλλη στάση ζωής επιλέγεται συνειδητά και ολοκληρωτικά σε όλα τα πεδία. Επίδοξες Κλεοπάτρες φωλιάζουν στον καθένα μας, ωστόσο πάντα βρίσκει λίγο χώρο ο Μινγκ να ανθίσει. Κλεοπάτρα και Μινγκ λοιπόν. Το ερώτημα είναι σε ποιο ποσοστό.
Περισσότερα...
Ο Μινγκ είναι παντελώς άγνωστος. Τέτοιος θέλησε. Ένας από τους εκατομμύρια Κινέζους. Ασήμαντος, αδιάφορος, βαρετός. Για την ιστορία. Ή τουλάχιστον για το είδος της ιστορίας που μας ελκύει. Σε αυτή δεν έχουν θέση οι καθημερινοί άνθρωποι. Ο Μινγκ είναι πρόσωπο του παραμυθιού ("Εγώ ο Μινγκ", Κ.Μπερνός, Ν. Νοβί, εκδ. Κάστωρ). Θα μπορούσε να έχει γεννηθεί βασίλισσα της Αγγλίας, αρχομανής στρατάρχης, ταύρος που γλυκοκοιτάζει όλες τις αγελάδες, κακιά μάγισσα που μεταμορφώνει τις πριγκίπισσες σε κουνούπια, πλούσιος εμίρης που κάνει το γύρο του κόσμου με χρυσό ποδήλατο ή αυτοκράτορας του κόσμου. Όμως δεν είναι τίποτε από όλα αυτά κι ούτε θέλει. Κάθε του μέρα πανομοιότυπη με την προηγούμενη. Κάθε πρωί κρατάει το χεράκι της μικρής του Ναμ, της εγγονής του και περπατάνε μέχρι το σχολείο. Κάθε μεσημέρι επιστρέφουν. Παρατηρεί τις κοτσίδες της που ανεβοκατεβαίνουν καθώς χοροπηδά. Αυτό του αρκεί. Η αιωνιότητα χωράει στο ζεστό χεράκι της Ναμ και στη στιγμιαία κίνηση της κοτσίδας της. Κι ας παλεύουν Κλεοπάτρες και Βερενίκες θαυμαστές. Δε θα τα καταφέρουν τόσο καλά όσο εκείνος. Το ξέρει και δεν τον νοιάζει που δε θα τον γράψει η Ιστορία των Μεγάλων. Δεν την έχει ανάγκη.
Κλεοπάτρα ή Μινγκ; Το δίλημμα είναι επίπλαστο και λίγο αφελές. Η ανάγκη για επιβολή πάσης φύσεως -στο σκύλο μας, στα παιδιά μας, στους υφισταμένους μας, στο σύντροφό μας, στην κοινωνία...- και η άδολη αγάπη σπάνια συναντώνται στην αμιγή τους μορφή. Σπάνια η μία ή η άλλη στάση ζωής επιλέγεται συνειδητά και ολοκληρωτικά σε όλα τα πεδία. Επίδοξες Κλεοπάτρες φωλιάζουν στον καθένα μας, ωστόσο πάντα βρίσκει λίγο χώρο ο Μινγκ να ανθίσει. Κλεοπάτρα και Μινγκ λοιπόν. Το ερώτημα είναι σε ποιο ποσοστό.
Περισσότερα...
Ετικέτες
Κλεοπάτρα και Μινγκ
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)