
(Το προηγούμενο κεφάλαιο εδώ: Μέρος τέταρτο)
Κεφάλαιο 5
Πάνω στην κορύφωση της σύγκρουσης, όταν κραυγές καράτε, φωνάρες πειρατών, κακαρίσματα και βελάσματα ήταν τόσο δυνατά, που ήταν σαν να μην ακούγεται τίποτα, ένα ουράνιο τόξο που κουνιόταν πέρα-δώθε έσκισε τον ουρανό και τα τύμπανα των καβγατζήδων. Μα τι συμβαίνει; Ο νεαρός στοιχειοθέτης! Ο βοηθός του τυπογράφου για όσους δεν κατάλαβαν... Αργά το βράδυ νυχοπατώντας και κρατώντας έναν φακό, ετοιμαζόταν να μπει στο ημιυπόγειο. Έστησε αυτί έξω από την πόρτα και -ω, φρίκη!- άκουσε καβγά μεγάλο. Αυτό που φοβόταν έγινε. Φυσικό ήταν με τέτοιο μπέρδεμα να τσακωθούν μεταξύ τους τα βιβλία, αλλά δεν φανταζόταν τέτοια φασαρία! Όρμησε στο τυπογραφείο έντρομος κραδαίνοντας τον ελαττωματικό φακό του. Το φως του σχημάτιζε καμπύλη με τα χρώματα της ίριδας, ίδιο ουράνιο τόξο! Κλώτσησε μες στο σκοτάδι τα τυπογραφικά στοιχεία που είχαν πέσει στο πάτωμα, χτύπησε το πόδι του στο πιεστήριο και τέλος κατάφερε να φτάσει στον πάγκο με τις ανακατεμένες σελίδες των βιβλίων. «Γρήγορα, γρήγορα...» μουρμούραγε συνέχεια, ενώ τις ξεχώριζε. Με το φακό να κουνιέται πέρα-δώθε στην τσέπη του και να μοιράζει ουράνια τόξα στο ταβάνι του ημιυπόγειου, κατάφερε να βάλει σε σειρά τις σελίδες. Επιτέλους! Τέρμα τα μπερδέματα... έλπιζε ότι δεν είχε κάνει πουθενά λάθος. Αφουγκράστηκε μήπως ακούσει καμμιά καβγατζίδικη φωνή. Όχι, δεν ακουγόταν τίποτα. Όλες σωστά τις είχε ξεχωρίσει τις σελίδες...
Ανάσανε με ανακούφιση. Κάθισε ήρεμος πια στη δερμάτινη καρέκλα του κυρίου Αριστείδη. Έσβησε το φακό. Σκοτάδι. Τι μέρα κι αυτή! Και τι νύχτα! Κοίταξε το φεγγαρόφωτο που έμπαινε από τους φεγγίτες. Όλοι ερμητικά κλειστοί. Σκέφτηκε να τους ανοίξει, για να μυρίσει το νυχτερινό αεράκι. Ανατρίχιασε στη σκέψη πως μπορεί οι Αέρηδες να ξαναπερνούσαν από τη γειτονιά. Δεν μπόρεσε όμως να αντισταθεί. Σηκώθηκε και μισάνοιξε τον τελευταίο φεγγίτη. Κοίταξε έξω στη βαθιά νύχτα. Μα τι είναι αυτό; Έτριψε και ξαναέτριψε τα μυωπικά του μάτια. Η εικόνα δεν άλλαζε.

Χαμογέλασε μαγεμένος από το θέαμα. Έκλεισε το φεγγίτη και ξαναβολεύτηκε στην αναπαυτική δερμάτινη καρέκλα του τυπογράφου. Έριξε μια ματιά στις στοίβες από σελίδες που περίμεναν έτοιμες μετά από τόσες περιπέτειες για βιβλοδεσία. Ώστε έτσι λοιπόν! Ένας ολόκληρος κόσμος που γεννήθηκε μόνο και μόνο γιατί οι Αέρηδες κάναν το κέφι τους, δε χάθηκε, όταν ξεχώρισε τις σελίδες. Ζούσε κάπου αλλού, παράλληλα με τον κόσμο που θέλαν οι συγγραφείς των βιβλίων. Ανακάθισε στην καρέκλα του με μάτια που έλαμπαν παράξενα. Κι αν το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον μπλέκονται πότε-πότε και ζούμε και μεις παράλληλες ζωές που τις αγνοούμε, κάπου αλλού, σε άλλους κόσμους; Πέρασε όλο το υπόλοιπο βράδυ στο ημιυπόγειο τυπογραφείο. Άνοιξε διάπλατα όλους τους φεγγίτες και με τα μάτια του να εξακολουθούν να λάμπουν παράξενα, κοίταζε το σεληνόφως. Ποιος ξέρει, ίσως στις λεωφόρους του να έβλεπε εκδοχές και της δικής του ζωής να περνούν!
ΤΕΛΟΣ
6 σχόλια:
Φίλη μου Κλεοπάτρα λίγο διάβασα από το κείμενο. Μου άρεσε το ότι είναι πολύ ζωντανό! Σαν να είσαι εκεί και βιώνεις τα όσα διαβάζεις. Εύχομαι να περάσεις ένα όμορφο Σαββατοκύριακο!
Φιλικά
Max
Max, πέρασα όμορφο Σαββατοκύριακο, αλλά μακριά από τον υπολογιστή. Ευχαριστώ για το σχόλιό σου. Να σου πω την αλήθεια όντως το έγραφα το παραμύθι με ένα βιωματικό τρόπο. Κάπως σα να μπαίνω στη θέση των ηρώων ταυτιζόμενη μαζί τους. Μου έκανε εντύπωση που έγινε αντιληπτό!
Εις το επανα...σχολιάζειν
Πολύ μου άρεσε το παραμύθι!Θα ήθελα την άδεια να φτιάξω μια ανάρτηση στο ιστολόγιο του 36ου Δ.Σ. Περιστερίου με υπερσυνδέσμους που θα παραπέμπει εδώ.Έχω την άδεια;
@ΓΙΑΝΝΗΣΒΕΡ, τιμή μου! Και κυρίως μεγάλη μου χαρά γιατί ένα παραμύθι που δεν το διαβάζουν παιδιά, είναι άχρηστο.
Χθες κάναμε στην τάξη μας για την ιστορία του βιβλίου, από τη στιγμή που κάποιος έχει μια ιδέα μέχρι τη στιγμή που την κρατάει στα χέρια του, τυπωμένη. Και πάνω που κάνω βόλτα σήμερα, πέφτω πάνω στην υπέροχη ιστορία σου! Εύγε σου!
Καλώς τη Μαρίλια! Αφού σου αρέσουν και τα μεγαλύτερα παραμύθια μου, πα΄με καλά...
Δημοσίευση σχολίου