Πέμπτη 19 Φεβρουαρίου 2009

Ο κυνηγημένος


Η κυρία Κατερίνα. Σκύλα. Γεροντοκόρη. Με τα μυωπικά γυαλάκια της. «Είσαι απαράδεκτος! Με τόση τεμπελιά ξέρεις τι θα γίνεις; Ένα τίποτα, ένα μηδενικό». Μηδενικό, μηδενικό, μηδενικό. Ο αντίλαλος της λέξης μέσα στο μυαλό μου. Μου το τρυπάει. Πιέζω με τις παλάμες τα μηνίγγια να μη μου σπάσει το κεφάλι. Ακούω ουρλιαχτό. Από μέσα μου. Και ΠΟΥ ξέρεις εσύ ποιος είμαι εγώ; Εσύ, που μόλις γυρνάς την πλάτη σχηματίζεται μια γκριμάτσα σιχασιάς στα πρόσωπα των μαθητών σου, εσύ η ξερακιανή, η στρίγγλα, η στραγγισμένη τι ξέρεις από ζωή για να μιλάς; Το ξέρεις ότι, όταν κοιτώ τη θάλασσα σηκώνονται φουρτούνες μέσα μου ή απλώνονται μπουνάτσες; Ή ότι, όταν ακούω τα αγαπημένα μου τραγούδια, κλαίω; Ή ότι τάιζα με σύριγγα εκείνο το νεογέννητο πεταμένο γατάκι για να μην ψοφήσει και ότι τελικά το έσωσα; Τι ξέρεις για τη χαρά που ένιωσα όταν πρωτάνοιξε τα ματάκια του ή όταν κοιμόταν στη χούφτα μου; Αυτά είναι ένα τίποτα; Τυφλοί δάσκαλοι, ανίκανοι να δείτε πέρα από την κλίση ενός ουσιαστικού ή την ημερομηνία μιας μάχης.

Εμ ο άλλος, ο λυκειάρχης; «Πάλι αποβολή παιδί μου. Θέλω να ζήσω να δω που θα καταλήξεις». Άθλιε δάσκαλε, που θαρρείς επιτυχία να πλουτίζεις από τα ιδιαίτερα που κάνεις στους μαθητές της τάξης σου. Νά’ξερες πόσο γελοίος ήσουνα μέσα στο γκρίζο τριμμένο σου κουστούμι με τη γραβάτα σου να ανεβοκατεβαίνει σαν το γλωσσίδι σου όταν ξέρναγε καμπάνες για πάρτη μου. Νά’ξερες πόσο γέλασα όταν μιλούσες στο μάθημα της ιστορίας για τους ψωμολύσσες ελληνάκους ψευτοφιλόσοφους, τους γραικύλους, που έβρισκαν δουλειά στα σπίτια των νεόπλουτων Ρωμαίων παριστάνοντας τους σοφούς. Για τον εαυτό σας μιλούσατε κύριε Λυκειάρχα κι ούτε που το καταλάβατε ούτε εσείς ούτε η γραβάτα σας, που έμενε κόκκαλο σε στάση προσοχής. Ήταν από τις λίγες φορές που πρόσεξα το βαρετό μέχρι θανάτου μάθημά σας. Άξιζε τον κόπο.

Η μάνα μου. Πρόλαβα κι έκλεισα το ημερολόγιό μου. Δε με είδε. Και τι να δει. Τι να καταλάβει. «Κλείσε τη μουσική επιτέλους. Διάβασε, να σπουδάσεις, να βρεις δουλειά, σαν τον ξάδελφό σου, που έγινε στέλεχος. Είδες με τι αμαξάρα κυκλοφορεί;» Και τι με νοιάζουν εμένα ρε μάνα τα αμάξια; Και τι τα θέλω τα κουστούμια και τα πουκάμισα τα κολλαριστά; Πόσα τέτοια έχεις σιδερώσει μπροστά στο χαζοκούτι μυξοκλαίγοντας για τους έρωτες μιας Βραζιλιάνας που ποτέ σου δεν της έμοιασες σε τίποτα. Και γιατί εγώ να πληρώνω που εσύ ξέμεινες πάνω από τη σιδερώστρα, ενώ ονειρευόσουν να είσαι η κουκλάρα με τα ντεκολτέ που απατάει τον άντρα της μέσα στο κάμπριο που της χάρισε στα γενέθλιά της;

Και τι ρόλο βαράω τώρα εγώ; Άντε να δικαιολογήσω τις ατέλειωτες ώρες που κάθομαι και παρατηρώ τις κορυφογραμμές που σβύνουν στη θάλασσα τις αυγές και τα δειλινά. Και πως έπειτα τις ζωγραφίζω στην ράχη των θηκών των cd με τα αγαπημένα μου τραγούδια. Μικρογραφία με κάθε λεπτομέρεια. Άντε να μιλήσω για το θρίαμβο που ένιωσα, όταν είδα σύννεφα στον ουρανό ολόιδια με αυτά που ζωγράφιζα μικρός στο νηπιαγωγείο και η απαίσια η δασκάλα μού’λεγε να τα σβύσω γιατί δεν είναι, λέει, έτσι τα σύννεφα. Άντε να μιλήσω για τη ζάχαρη που τάιζα κρυφά, μη με πάρουν για τρελό και μου το κοπανάνε, εκείνο το μισοπεθαμένο αλογάκι της Παναγίας μέχρι να αναστηθεί. Ή για την πρώτη νότα εκείνου του τραγουδιού των Led Zeppelin που έλειπε και μου φάνηκε σα να ακούω κάτι ξένο και διαφορετικό. Σε ποιον να τα πω όλα αυτά και τι θα καταλάβει;

Αυτά και άλλα τόσα. Ασήμαντα για όλους τους. Για τους δασκάλους μου, για τη μάνα μου, για τον ανύπαρκτο πατέρα μου που δεν τον ξεχωρίζω πια από τον καναπέ, που βαρέθηκα να τον ακούω να πανηγυρίζει για τα γκολ της ομάδας του. Που σιχάθηκα να τον πιάνω στα πράσα αργά τις νύχτες να βλέπει τσόντες και να λέει στο τηλέφωνο μάλιστα κύριε διευθυντά. Τον πατέρα μου που είναι ευχαριστημένος με τη ζωούλα του πηγαινοφέρνοντας τη μηχανή του γκαζόν και κοιτάζοντάς με με περιφρόνηση κάθε που με βλέπει μπροστά του. «Α ρε, δε μου έμοιασε καθόλου». Τον τσάκωσα να το λέει στη μάνα μου. Και εγώ να γυρνάω από το σχολείο με τον έλεγχο στα χέρια. Πού να βρώ κουράγιο να του τον δώσω. Βδομάδες τώρα τον πηγαινοφέρνω. Θα’θελα να του τον πετάξω στα μούτρα, να του πω ναι, δε σου έμοιασα καθόλου. Κοίτα τους βαθμούς μου. Κάτω από τη βάση. Δε γουστάρω ούτε εσένα, ούτε το γκαζόν, ούτε τα κουστούμια, ούτε τα αυτοκίνητα με leasing, ούτε τους διευθυντάδες σου, ούτε τους καθηγητάδες μου με τα λύω, λύεις και την έλξη του αναφορικού και την ανωμαλία των ανώμαλων ρημάτων τους.

Μόνον ένας τους μου άρεσε. Κάποιος καινούριος. Κύριος Ανέστης. Ανοίγει την πόρτα και μπαίνει στην τάξη σε κάποιες εξετάσεις. Είχε πάρει σβάρνα όλες τις αίθουσες με τη σειρά. Βρωμοκόπαγε ουίσκι. Αρχίζει να απαγγέλλει ένα ποίημα στα καλά καθούμενα. Του Ελύτη μας είπε. Μιλούσε για θάλασσες και ήλιους και έρωτα. Το ποίημα δεν το θυμάμαι. Θυμάμαι όμως πόσο ένιωσα γελοίος να πασχίζω με τα ορνιθοσκαλίσματά μου και τα σκονάκια πάνω στην κόλλα. Θυμάμαι και μια μικρή πράσινη θάλασσα που είδα ξάφνου μπροστά μου όσο τον άκουγα. Και μετά έφυγε. Συνήλθα από τον ήχο που έκανε η κυρία Κατερίνα χτυπώντας το μολύβι της ανάποδα στην έδρα. Να μας επαναφέρει στην τάξη. Ποια είναι δηλαδή η «τάξη»; Τα ακαταλαβίστικα που αράδιαζα στην κόλλα ή η μικρή πράσινη θάλασσά μου; Θα τρελαθώ. Παράτησα το γραπτό μου κι έφυγα. Να βγω έξω, να πάρω καθαρό αέρα. Δεν ξαναγύρισα στο σχολείο. Έζεχνε.

Πού να πάω. Το σπίτι δε με σηκώνει. Χειρότερα. Τίποτα δε θα τους πω που το παράτησα το Λύκειο. Άσ’τους να ονειρεύονται για μένα διευθυντικές καρέκλες και τραπεζώματα στη γειτονιά για την εισαγωγή μου στο πανεπιστήμιο. Μήνες τώρα την πηγαινοφέρνω τη τσάντα μου στο πάρκο, το μπιλιαρδάδικο και το σινεμά. Ούτε που θυμάμαι ποια τι βιβλία έχει μέσα. Την ανοίγω μόνο και μόνο για να πάρω το αγαπημένο μου στυλό και να γράψω τούτο δω το ημερολόγιο. Πάλι καλά που το έχω κι αυτό για παρέα. Νομίζω πως θα μου στρίψει. Σήμερα με έπιασα να κάθομαι τέσσερεις ώρες σερί ακίνητος σε ένα παγκάκι με το βλέμμα καρφωμένο σε μια σακούλα που τη στροβίλιζε ο αέρας. Δεν την έβλεπα όμως. Άλλα έβλεπα. Τον εαυτό μου ντυμμένο Νίντζα, όπως σε κείνη την ταινία που είδα χθες στον κινηματογράφο. Φοράω τα μαύρα ρούχα και γίνομαι άλλος άνθρωπος. Σα να μην είμαι εγώ. Νιώθω δυνατός, σίγουρος και αόρατος. Οι κινήσεις μου κοφτές και ακριβείς. Μια πολεμική μηχανή με τους μυς όλου του κορμιού της τεντωμένους και έτοιμους για επίθεση σε ότι την κοντράρει. Τα μάτια μου μισόκλειστα να κλειδώνουν το στόχο. Τη μάνα μου. Τον πατέρα μου. Τους δασκάλους μου. Που μου κρεμάσανε ταμπέλα και με αξιολογήσανε. Με τα δικά τους μέτρα. Δε χωράω; «Σόρρυ, είσαι λούζερ. Πάρε πόδι». Τώρα θα δείτε ποιος είναι ο αποτυχημένος. Τη μάνα μου και τον πατέρα μου όχι. Δε θα το αντέξω. Παράτα τους. Στο σχολείο θα πάω. Να καθαρίσω την κόπρο του Αυγεία. Με τα όπλα που έχω για τη σκοποβολή. Να τα. Δύο. Τιμωροί. Να δούμε τώρα ποιος είναι ο κυνηγημένος. Να βρω και τη στολή του Νίντζα. Είναι από τις απόκριες. Δεν πειράζει. Μου κάνει. Πού την έχει βάλει η μάνα μου. Ευτυχώς λείπουν από το σπίτι. Δε θα με δούνε. Έτοιμος. Τώρα είμαι ένας Νίντζα. Κοίτα αγόρι μου καλά στον καθρέπτη. Βάλε και τη μάσκα. Πρόβαρε τις κινήσεις που θα κάνεις όταν σημαδεύεις τους καθηγητές σου. Μέσα στην τάξη. Την ώρα που ήσυχοι, ωραίοι και ανυποψίαστοι κάνουν το μαθηματάκι τους. Έτσι θα χτυπήσω ακαριαία. Σαν έτοιμος από καιρό. Σαν Νίντζα.

Φεύγω. Φτάνω στο σχολείο. Ψυχή στο προαύλειο. Ωραία. Μπαίνω μέσα. Να το τμήμα μου. Βάρα την πόρτα με το πόδι. Να ανοίξει. Μην πεις κουβέντα. Γρήγορα να γίνει η δουλειά. Θυμήσου είσαι Νίντζα. Νά’μαι. Μέσα στην αίθουσα. Κοίτα τα γουρλωμένα μάτια του λυκειάρχη. Δε με περίμενες ε; Σημαδεύω. Έπεσε. Του άξιζε. Δράσε γρήγορα, όπως στη ταινία. Όπως κάνανε οι πραγματικοί Νίντζα. Κλότσα τις πόρτες στη σειρά. Πυροβόλα τους δασκάλους. Έτσι μπράβο. Πάει και η γεροντοκόρη. Μην πειράξεις τους μαθητές. Δε σου φταίνε. Κυνηγημένοι και αυτοί όπως εγώ. Μόνο που δεν το ξέρουν. Κλοτσιά και πυροβολισμός. Κλοτσιά και πυροβολισμός. Κλοτσιά και πυροβολισμός. Κατάστηθα. Πόσους από τους κυνηγούς μου έφαγα. Έχασα το μέτρημα. Κιχ δεν πρόλαβε κανείς τους να βγάλει. Εγώ είμαι τώρα ο κυνηγός. Εγώ, ο Νίντζα.

Ποιος είσαι εσύ στο διάδρομο; Ο κύριος Ανέστης. Η μικρή πράσινη θάλασσα. Βγάζω τη μάσκα. Σκότωσέ τον. Μην ξεγελιέσαι. Κυνηγός είναι και αυτός. Ή μήπως όχι. Ένας Νίντζα δε διστάζει. Τον σημαδεύω. «Αν είναι να πατήσεις τη σκανδάλη, τότε κοίτα με στα μάτια». Η φωνή του. Έχει κάτι από θαλασσινή αύρα. Πώς να τον σκοτώσω. Όχι, όχι δεν μπορώ. Δε φοράει μάσκα σαν τους άλλους. Δεν υποκρίνεται. «Αρκετά για σήμερα κύριε Ανέστη». Με πλησιάζει και με αγγίζει στον ώμο. Υπάρχουν και άνθρωποι. Χαμογελάω άθελά μου. Μου χαμογελάει και κείνος. Θέλω να του πω για κείνο το αλογάκι της Παναγίας που τάϊζα ζάχαρη. Και για τα σύννεφα που ζωγράφιζα μικρός. Kαι για το γατάκι που του έδινα γάλα με τη σύριγγα, και...

Μηηηη.... Μη. Με έσπρωξε σε μια άδεια αίθουσα και με κλείδωσε. Ανάθεμα. Ίδιος είναι με τους άλλους. Η μάσκα μου. Πού είναι η μάσκα μου. Με ξεγέλασε και έβγαλα τη μάσκα μου. Έχω μείνει κατάχαμα στη θέση που με πέταξε. Δε θέλω πια να σηκωθώ. Θεέ μου τι να κάνω. Δώσε μου ένα σημάδι. Είσαι η τελευταία μου ελπίδα. Τι, τι γράφει στον πίνακα;

Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον

Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ', ακουσθεί
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές --
την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανοφέλετα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγει.
Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πείς πως ήταν
ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου·
μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ' όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης (1911)

Μια μικρή πράσινη θάλασσα βλέπω γύρω μου. Και κείνο το τραγούδι των Led Zeppelin ολόκληρο, και με την πρώτη νότα. Τίποτε άλλο.
ΜΠΟΥΜ.

Τέλος

Σημείωση: Πηγή έμπνευσης στάθηκε η τραγική περίπτωση του μαθητή Robert Steinhäuser που στις 26 Απριλίου του 2002 φορώντας στολή Νίντζα εισέβαλε στις τάξεις του σχολείου του από το οποίο είχε αποβληθεί και σκότωσε τους καθηγητές του. Ένας εξ αυτών, τον οποίο δίστασε ο δεκαεννιάχρονος μαθητής να δολοφονήσει άμεσα, τον πλησίασε και τον κλείδωσε σε μια αίθουσα. Λίγα λεπτά αργότερα ο μαθητής αυτοκτόνησε. Συνολικά τα θύματα συμπεριλαμβανομένου και του αυτόχειρα ανέρχονταν σε δεκαεπτά. Το γεγονός έμεινε γνωστό ως «η σφαγή του Erfurt» από το όνομα της γερμανικής πόλης που έλαβε χώρα. Λεπτομέρειες μπορεί κανείς να αναζητήσει στη διεύθυνση: http://en.wikipedia.org/wiki/Erfurt_massacre

Οπωσδήποτε το διήγημά μου δε φιλοδοξεί να χρησιμοποιήσει ακριβή στοιχεία του συμβάντος. Ούτε καν τα ονόματα των εμπλεκομένων δε διατήρησα. Θέλησα να εικάσω την ψυχολογία του δράστη ο οποίος με είχε, ας πούμε, συγκινήσει. Τώρα κατά πόσο είναι αυτή κοντινή στην πραγματικότητα, πολύ φοβάμαι πως είναι κάτι που ο θύτης -και κατά τη γνώμη μου ταυτόχρονα θύμα- θα το πάρει μυστικό στον τάφο του. Όσο για τον καθηγητή που τον σταμάτησε, αρχικά ηρωποιήθηκε. Είναι όμως τουλάχιστον εντυπωσιακό πως λίγο αργότερα υπήρξαν αρκετοί συμπολίτες του που τον κατηγόρησαν για τη στάση του.

Στο παρόν κείμενο δικαιολογώ κατά κάποιο τρόπο το μαθητή και ψέγω τους υπόλοιπους, που με τη στάση τους τον ώθησαν στους φόνους και την αυτοκτονία. Η αλήθεια είναι πως εδώ παρουσίασα μία μόνον εκδοχή, αυτή που πρώτη μου ήρθε στο μυαλό. Όσο όμως και να θεωρεί κανείς τους ανθρώπους γεννήματα μιας κοινωνίας, δεν παύουν να έχουν και προσωπικό μερίδιο ευθύνης. Οπωσδήποτε, πρέπει να τονίσω, ότι θεωρώ την περίπτωση του νεαρού αυτόχειρα ψυχοπαθολογική, που έχρηζε ιδιαίτερης αντιμετώπισης από το κοινωνικό του περιβάλλον. Όπως και να έχει το ζήτημα δεν είχα σκοπό να περιγράψω το πραγματικό γεγονός, αλλά να το "χρησιμοποιήσω", για να εκθέσω κάποιες σκέψεις που μου προκάλεσε σχετικά με το πώς μπορεί να ένιωθε και να φιλτράρει τις όποιες δυσκολίες ένας άρρωστος ψυχικά άνθρωπος, όπως αυτός. Εκεί αρχίζει και εκεί σταματάει η σχέση του κειμένου μου με την τραγωδία της σφαγής του Erfurt.

Να προσθέσω τέλος πως αντιλαμβάνομαι ότι το ύφος συζητιέται αν ταιριάζει σε δεκαεννιάχρονο. Είναι δύσκολο να κρυφτεί ο συγγραφέας και οι ηλικιακές ή όποιες άλλες του καταβολές πίσω από κάτι που δεν είναι: έναν νεαρό με προβλήματα ένταξης στην κοινωνία. Αντίθετα στο άλλο διηγηματάκι μου, τον Κυνηγό, που μιλάει σε πρώτο πρόσωπο ένας ηλικιωμένος που αποκτά όψιμα αυτογνωσία, το αποτέλεσμα από πλευράς ύφους, νομίζω, ότι είναι πιο πετυχημένο. Φαίνεται ότι από ένα σημείο και μετά είναι πιο εύκολο να υποδυθεί κάποιος έναν μεγάλο σε ηλικία παρά έναν έφηβο. Εντυπωσιακό αλλά αληθές. Ή μήπως όχι;

3 σχόλια:

Agorafoviagr είπε...

Εκπέμπουν προφανώς αλλού φίλη μου Κλεοπάτρα, οι γονείς και ο δάσκαλος. Σε άλλη συχνότητα από αυτή που εκπέμπει το παιδί και για αυτό δε μπορούν να "πιάσουν" τα ευαίσθητα συναισθήματά του. Ίσως το παιδί βλέπει τη ζωή ρομαντικά. Αυτός όμως ο τρόπος που βλέπει τη ζωή, έρχεται σε απόλυτη σύγκρουση με τον τρόπο που βλέπουν οι άλλοι που προανέφερα τη ζωή. Στο δικό τους σύστημα αξιών, πρωτεύοντα ρόλο έχει το σχολείο και δικαίως. Όμως δε λαμβάνουν υπ' όψιν τους, τις ευαισθησίες αυτού του παιδιού και δεν προβληματίζονται στο πως θα μπορέσουν, να εμπνεύσουν το παιδί στο να αγαπήσει το σχολείο. Για να το κάνουν όμως αυτό, πρέπει να μπουνε στον ευαίσθητό του κόσμο. Ο εγωισμός τους όμως δεν του το αφήνει και σπρώχνει το παιδί μακριά τους, δημιουργώντας το, ένα αίσθημα μοναξιάς σε χρόνια δύσκολα. Είναι δύσκολο να νιώσει ένα παιδί μόνο του και αποκομμένο από το πιο κοντινό του περιβάλλον που είναι το οικογενειακό. Πονάει πολύ αυτό, φέρνει απογοήτευση ίσως και απόγνωση. Φέρνει καμία φορά και μίσος, που δε θέλουν οι γονείς να το καταλάβουν. Έτσι μπορεί να κλειστεί στον εαυτό του και να κατακριθεί από αυτούς που το έσπρωξαν σε αυτήν την πράξη, δηλαδή της συνειδητής απομόνωσης. Δεν ήταν όλοι θετικοί μαζί του, με κατανόηση και αγάπη και ο νέος διάλεξε από μόνος τη μοναξιά. Τον έσπρωξαν προς τα εκεί και μετά, μπορεί να τον κατηγορήσουν που κατέληξε εκεί, γιατί δεν έχουν τη δύναμη της αυτοκριτικής. Για αυτούς δε φταίνε οι ίδιοι. Φταίει το παιδί....Καλό βράδυ φίλη μου Κλεοπάτρα με το όμορφό σου κείμενο
Φιλικά
Max

Κλεοπάτρα και Μινγκ είπε...

Max, οπωσδήποτε το παιδί νοσούσε ψυχικά, κάτι που δεν έγινε άμεσα αντιληπτό από το οικείο του περιβάλλον με τραγικά αποτελέσματα. "Φταίγανε" αμφότερες οι πλευρές. Εκείνο που προσπάθησα να καταδείξω είναι πώς σκεφτόταν και πώς ένιωθε ο νεαρός δολοφόνος και αυτόχειρας από τη σκοπιά του. Σε ευχαριστώ για το σχόλιό σου!

O Σχολιαστής είπε...

Αγαπητή Κλεοπάτρα και Μινκ, σε περιμένει ένα παιχνίδι αυστηρά εθελοντικής συμμετοχής! Αν θες πήγαινε εδώ: http://osholiastis.blogspot.com/2009/02/avatar.html

Αυτά και καλό απόγευμα :)