Τετάρτη 11 Φεβρουαρίου 2009

Το Παλαβοβασιλέλι και το Δεσποινιώ


Παλαβοβασιλέλι τον φωνάζανε όλοι στο Χάλικα στη Μυτιλήνη, όταν ήταν μικρός. Τον έστελνε ο πατέρας του, βρακάς μάλιστα με τα όλα του, για κανά θέλημα και εκείνος ροβόλαγε την κατσά χοροπηδώντας και σκούζοντας που τον κόψανε από τις σκανταλιές και το παιγνίδι. «Για δες το το Παλαβοβασιλέλι!», γελάγανε οι χωριανοί που το θωρούσαν. Τού’μεινε από τότε το παρατσούκλι μέχρι τα βαθιά του γεράματα. Άνθρωπος με νεύρο, πυγμή και θυμό. Όχι με θυμό παρακατιανό, μα σα του Βασίλη του Αρβανίτη, όπως τον περιγράφει ο Μυριβήλης. Θυμός από κείνους που βλέπεις την πέτρα και θες να την στίψεις. Το ρέμα και να το πηδήξεις να φτάσεις στην αντιπέρα όχθη. Φαίνεται τό’χε το όνομα, το είχαν και άνθρωποι του καιρού εκείνου. Κάποιους σαν το Παλαβοβασιλέλι τον παππού μου θα έβλεπε γύρω του ο Μυτιληνιός συγγραφέας και είπε να τους απαθανατίσει σε βιβλίο. Ή πάλι μπορεί να τον εξιδανικεύω. Το τόσο να το κάνω άλλο τόσο. Τα έχουν ανάγκη οι άνθρωποι τα πρότυπα. Έτσι είναι.

Πάντως μεγάλωσα με τις ιστορίες του παππού μου για το νησί. Και ας είμαι Μυτιληνιά τρίτης γενιάς κι ας έχω πάει μονάχα τρεις-τέσσερεις φορές κι αυτό για διακοπές, θαρρώ ώρες-ώρες πως εκεί γεννήθηκα, πως αυτή είναι η πατρίδα μου. Τόσο γλαφυρές ήταν οι ιστορίες του που νομίζω ότι τα βλέπω μπροστά μου όλα αυτά που διηγιότανε ώρες ατέλειωτες. Τον βλέπω ζωντανό μπροστά μου στο δίπατο πατρικό του μαζί με τα δώδεκα αδέλφια του. Εκείνος ήταν ο μικρότερος. Ο πατέρας, pater familias. Ποιος είδε το θεό και δεν τον φοβήθηκε. Καλοβαλμένος και νοικοκύρης. Έκανε παρέα με το γιατρό, το φαρμακοποιό, το δάσκαλο. Τον αγαπούσαν και τον εκτιμούσαν. «Τον σέβονταν ούλοι», όπως έλεγε με δέος ο παππούς μου. Έμαθε στα αγόρια όλα μία τέχνη. Και τα κορίτσια τα προίκισε καλά. Και όλα τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια μάθανε να παίζουν ένα μουσικό όργανο. Μαντολίνο τα κορίτσια, κιθάρα τα αγόρια.

Αυτή του την κιθάρα το Παλαβοβασιλέλι έφερε κολάρο στο κεφάλι της μεγάλης του αδελφής, της Ευστρατίας, όταν αυτή τον επέπληξε που έβγαζε τον καϋμό του για το θάνατο του πατέρα τους παίζοντας ένα τραγούδι. Δεν είχε καταλάβει η δύστυχη. Την Ευστρατία την πρόλαβα. Τη θυμάμαι πάντα καλοντυμένη ως τα βαθιά της γεράματα. Προσηνής και κοκέτα μα πιότερο απ’όλα έχω ζωντανή στη θύμιση τη γεύση εκείνου του γλυκού του κουταλιού που μας έφτιαχνε. Μήλο φιρίκι με γαρύφαλα και μπόλικα αμύγδαλα καβουρντισμένα και ολόκληρα. Έβαζε πάντα πολλά γιατί ήξερε πως μου αρέσουν. Χρόνια αργότερα όταν διάβαζα στον Προυστ τη συγκίνηση και τις θύμησες που του έφερναν οι μαντλέν που τον κεράσανε, δεν μπόρεσα να μη φέρω στο στόμα μου ολοζώντανη τη γεύση εκείνου του γλυκού της Ευστρατίας. Χρόνια έχω να το γευτώ-ποιος να το φτάξει πια- όμως να, όποτε θυμάμαι την αδελφή του παππού μου, νομίζω πως πλημμυρίζει το στόμα μου γαρύφαλα.

Ήταν και η άλλη αδελφή, η Βασιλική. Με το βέλο κυκλοφορούσε. Άτεκνη. Παντρεύτηκε το Βασιλάκη, τον παλαιοπώλη. Κωνσταντινοπολίτης. Κουκλί μου τη φώναζε πάντα ακόμα κι όταν θύμωνε μαζί της. Η φράση του «γaμώ το κέρατο σου κουκλί μου» έμεινε παροιμιώδης μέχρι την τρίτη γενιά, μέχρι εμένα που ποτέ δεν το γνώρισα. Ο παππούς μου συχνά μου περιέγραφε εκείνον τον πίνακα του Θεόφιλου, την " Άλωση της Κωνσταντινούπολης". Του τον είχε δώσει ο Χατζηδήμος, με τα ενενήντα εννιά κλειδιά (ενενηνταεννιά ακίνητα είχε δικά του μέσα στην πόλη), που πολύ τον εκτιμούσε έτσι δουλευταράς που ήταν. Του κρατούσε ολάκερο το σαπωνοποιείο. Είχε ο Μυτιληνιός αριστοκράτης ένα μεγάλο μπαούλο με πίνακες πολλούς. Συλλέκτης. Διάλεξε έναν, του είπε. Τότε ακόμα ο Τεριάντ δεν είχε ανακαλύψει το Θεόφιλο να τον αναδείξει. Μού’δειχνε και με το χέρι μάλιστα, όταν μου μιλούσε για το έργο λες και το είχαμε μπροστά μας. Αλλά ο Βασιλάκης, ο παλαιοπώλης του την έφαγε την Άλωση σε μια ώρα ανάγκης για πενταροδεκάρες. Θεός σχωρέστον. Όποτε βρεθώ στο νησί πάω σε κείνο το υπέροχο μουσείο μες στα λιόδεντρα και το κοιτάζω. Μοναχά που δε βλέπω πια τον πίνακα, αλλά τον παππού μου να μου μιλάει γι’αυτόν.

Το Μιχάλα, άλλον αδελφό, το θυμάμαι να μας φέρνει κάθε φορά που ερχόταν στο σπιτικό του παππού μου και της γιαγιά μου της Δέσποινας εκείνα τα γεμιστά μπισκότα Παπαδοπούλου με σοκολάτα. Κρυβόμασταν κάτω από το τραπέζι να μη μας βλέπουν οι μεγάλοι και τρώγαμε μόνο τη γέμιση. Ο παππούς μου είχε πολλές ιστορίες για αυτόν. Τότε που καβάλησε ανάποδα το γάιδαρο και έκοβε βόλτες μπρος από το σπίτι του δεσπότη στο Χάλικα. Πολύ τον αγαπούσε ο δεσπότης. Αυτός ήταν που τον έσωσε όταν τον μαγκώσαν οι χωροφυλάκοι την πρώτη φορά για τις αριστερές του ιδέες. Τη δεύτερη δεν τα κατάφερε. Ο Μιχάλας δεν τη γλίτωσε τη Μακρόνησο.

Κι άλλες πολλές ιστορίες, εποποιία ολόκληρη. Για τα αδέλφια του, για τον εαυτό του, για το πως γνώρισε τη γιαγιά μου, το Δεσποινιώ. Πηγαίνανε με τον αδελφικό του φίλο, τον Αργύρη το Γάτο, στο σπίτι του δεύτερου που του προξένευε την αδελφή του. Τελειωμένη υπόθεση. Αλλά το Παλαβοβασιλέλι γύρισε ψηλά ο κεφάλι και είδε σε ένα μπαλκόνι τρεις κοπέλες να χαζεύουν την περαντζάδα. Η μεσαία ήταν άγγελος με τα όλα του. Γαλανά μάτια ντροπαλά και μαλλί κατάξανθο ίσαμε τη μέση. «Τηνε βλέπεις αυτήν;», στράφηκε στον Αργύρη το Γάτο. «Θα την παντρευτώ.». Το ίδιο βράδυ σκάρωσε ένα τραγουδάκι και της το έκανε καντάδα παρέα με το φίλο του που γνώριζε καλά πως όταν το Παλαβοβασιλέλι βάλει κάτι στο μυαλό του, δεν ησυχάζει μέχρι να το πετύχει. Πόσο λυπάμαι που δε θυμάμαι αυτό το τραγούδι ούτε εγώ ούτε κανείς άλλος. Το πήρανε στον τάφο τους να το τραγουδάνε οι δυο τους, το ζευγάρι παρέα.

Τι να πρωτοπώ. Για τον αδελφό του τον αντάρτη που παντρεύτηκε στη Μάνη και κατέβηκε από το βουνό να δει το νεογέννητο μωρό του. Στημένη του την είχανε απ’έξω. Μόλις άνοιξε την πόρτα να φύγει. Τον αφήσανε πρώτα να αποχαιρετήσει τη γυναίκα του και τον σκοτώσανε επιτόπου οι ταγματασφαλίτες. Αυτό το μωρό μεγάλωσε και το είδαμε πρώτη φορά στην κηδεία του παππού μου. "Ποιος είσαι;" τον ρωτήσαμε. Μας είπε. Και είδαμε μονομιάς μπροστά μας τη σκηνή που τόσες και τόσες φορές μας είχε διηγηθεί ο παππούς μου. Μπας και η μνήμη βοηθήσει να μην τον καταπιεί για πάντα η λήθη τον Αποστόλη, το σκοτωμένο.

Για τον Περικλή το φαρμακοποιό, αλλιώς «Πνάκα», γιατί ήταν ο μόνος βασιλόφρων σε τόσους αριστερούς και με τρόπους λεπτούς. Δε γλένταγε σαν τους άλλους ούτε συμμετείχε στις πλάκες τους.

Για το Γιώργο, που είχε βουίξει το χωριό πως ήταν ερωτευμένος με μια όμορφη ζωντοχήρα και όταν έφευγε στρατιώτης για τα παράλια της Μικράς Ασίας, καβάλησε το άσπρο του άλογο και στάθηκε όξω από το παραθύρι της. Το ζωντανό στάθηκε στα δυο πισινά πόδια του, εκείνος της έγνεψε με το κεφάλι και έφυγε. Δεν τον ματαείδαν. Ήρθε χαρτί πως έπεσε στην Κόκκινη Μηλιά.

Για τον Ηλία, που έπαθε κρυοπαγήματα στην Πίνδο το ’40 και άφησε εκεί τα κόκαλά του.

Για τον ...(πόσο αλήθεια με πειράζει που δε θυμάμαι το όνομά του), που είχε κουρείο μέσα στην πόλη, μα τρελλάθηκε όταν τον παράτησε η γυναίκα του.

Για το Βαγγέλη τον κουτσαβάκη ή τον Μιχάλα (δε θυμάμαι ποιος από τους δυο ήτανε) που πήγε της αδελφής του της Βασιλικής, χήρας πια, ωραία φυτά για το μπαλκόνι της. «Κοίτα Βασιλέλι» έλεγε στον παππού μου, «ωραίες γλάστρες που μού’φερε ο αδελφός μας». Και φυσικά τα φυτά ήταν χασίσια. Και ο παππούς μου μεμιάς τα κατούρησε κι αυτά ξεραθήκαν.

Για τη Μυρσίνη τη μεγάλη αδελφή που σχεδόν ποτέ δε μιλούσε γι’αυτήν. Ποτέ δεν έμαθα γιατί. Αν και φαντάζομαι ο θλιβερός της θάνατος –χάθηκε γριά στο βουνό με τα μυαλά της χαμένα και τη φάγανε οι λύκοι- είναι επαρκής λόγος.
Για πόσους είπα τον έχασα τον λογαριασμό.

Πιάνω να μιλήσω για τον παππού μου και πιότερο μιλάω για τα αδέλφια του. Είχε πολλές ιστορίες για τη μακρόχρονη ζήση του. Αναρωτιέμαι γιατί διαλέγω να πω κυρίως για τα αδέλφια του. Φαίνεται πως είναι αυτή η ανάγκη να βλέπουμε τον εαυτό μας όχι ξεκρέμαστο και μονάχο του σ’όλη αυτήν την ατέλειωτη ροή γενεών, αλλά να, σαν κρίκο μιας αλυσίδας, που κάπου γαντζώνεται, κάπου πιάνει. Μήπως και ο ίδιος ο παππούς μου, δε μου διηγιόταν ώρες ατέλειωτες για τους δικούς του; Η ανάγκη για συνέχεια και παρελθόν. Είναι κάπως σαν να επεκτείνουμε την ύπαρξή μας έτσι. Γράφω για όλους τούτους τους ανθρώπους, που πολλούς δεν τους γνώρισα καν, κι αναρωτιέμαι, εγώ τώρα ποια από τα χαρακτηριστικά τους κουβαλάω και δεν το ξέρω, τι από αυτούς συνεχίζει και ζει μέσα μου, στη μορφή μου, στον χαρακτήρα μου, στο πνεύμα μου, στην ψυχή μου; Και ακόμα πιο μακριά, τι υπάρχει ή θα υπάρξει από το Παλαβοβασιλέλι και το Δεσποινιώ και το Μιχάλα και την Ευστρατία και, και...και απ’όσους δεν έμεινε στη θύμηση το όνομά τους και από τους πιο παλιούς ακόμα, σειρά ατέλειωτη που ούτε μια τόση δα ιστορία δεν απόμεινε τελευταίο κουρέλι στα κόκαλα τους, τι λοιπόν από όλους αυτούς θα περάσει στις μελλούμενες γενιές; Και τι θα απομείνει τάχατες από μένα που σέρνω όπως κι όλοι οι άλλοι της αλυσίδας μου σωρό τους κρίκους πίσω μου; Το όνομά μου, μια μικρή ιστορία από τη ζήση μου; Ο τρόπος που θα πεθάνω; Τίποτα; Και για πόσο. Δε με μέλει. Μου αρκεί που είμαι γαντζωμένη στην αλυσίδα μου. Καληνύχτα παππού και γιαγιά. Δεν υπάρχει μέρα να μη σας νιώσω. Είναι που σας κουβαλάω μέσα μου.