Πέμπτη 12 Φεβρουαρίου 2009

Το μαχαίρι

εικ.: μαχαίρι

Το μαγγανοπήγαδο. Έτσι νιώθω. Βαρέθηκα. Απορώ με τις καλημέρες που ακούω στη δουλειά. Πού το βρίσκουν το κέφι. Σιάχνω λίγο το στραβό μου χαμόγελο μη με πάρουν χαμπάρι. Ξεστομίζω κουτσά-στραβά μια ξινισμένη καλημέρα. Περνάει. Δε με πήραν χαμπάρι. Πρέπει να βρώ και μια δικαιολογία να αρνηθώ εκείνη την πρόσκληση. Θα πάνε λέει όλοι μαζί οι συνάδελφοι για μια μπύρα μετά το σχόλασμα. Μου αρκεί που βλέπω τη φάτσα σας ολημερίς. Κοίταξέ την την καινούργια. Όλο ευγένειες και με γλυκοκοιτάζει. Κοίτα τη δουλειά σου κοπέλα μου. Για έρωτες είμαστε τώρα. Αλήθεια πότε ήταν η τελευταία φορά που βγήκα με κοπέλα; Ούτε που θυμάμαι. Άστο καλύτερα. Δε βάζω εγώ τα δυο μου πόδια σ’ένα παπούτσι. Πάμε εκεί, έλα εδώ, τι ώρα θα γυρίσεις, θέλω παιδιά, θέλω βόλτα, σ’αρέσει αυτό το φόρεμα, βγάλε αγάπη μου τα σκουπίδια,απόψε θά’ρθουν η Κική και ο Κοκός... «Μάλιστα κύριε προϊστάμενε. Τα φέρνω αμέσως». Δεν πας στο διάολο και συ. Όλο χαμόγελα και ευγένεια. Και ποιος σού’πε ότι μ’αρέσουν τα χαμόγελα. Παραφέρομαι. Εντάξει, το κατάλαβα. Έχω τις μαύρες μου. Κάθε μέρα το ίδιο λέω. Δε φταίω εγώ. Να, πρωί-πρωί έπεσα πάνω σε κείνο το στραβούλιακα. Παραλίγο να με τρακάρει. Που το πήρες το δίπλωμα ρε. Και κείνη η ξανθιά που όλο κοιταζόταν στον καθρέπτη αντί να κοιτάει μπρος της. Έπρεπε να της πω... Αμ, η μάνα μου πρωινιάτικο, στο τηλέφωνο, έχεις σιδερωμένα πουκάμισα, πότε θά’ρθεις αγόρι μου για φαγητό, πρόσεχε μην κρυώσεις.

Τίποτα απ’όλα αυτά δεν είναι που με συγχύζει. Το ξέρω εγώ τι φταίει. Είναι εκείνος ο γέρος με το μαγαζάκι στο δρόμο μου για τη δουλειά. Έχει μαζέψει ένα σωρό παλιατζαρίες εκεί μέσα. Τα βλέπω από τη βιτρίνα. Παράσημα ποιος ξέρει από ποιον πόλεμο που πέταξαν τα δισέγγονα να μην τους πιάνουν το χώρο τα ενθύμια του προγόνου. Παλιούς μισοσπασμένους καθρέπτες. Πάω στοίχημα ότι ο γέρος κάθεται με τις ώρες και φαντάζεται ποιες δεσποινίδες άλλων εποχών κοιτάζονταν σε αυτούς. Γελοιότητες. Μισοκατεστραμμένα ακροκέραμα. Να δεις τι άλλο είχα δει. Α, ναι παμπάλαιες φωτογραφίες, ούτε και κανείς θυμάται ποιους δείχνουν. Τι τα μαζεύει όλα αυτά; Και να πω ότι κανείς τα αγοράζει; Τι το κρατάει το μαγαζί. Εκείνο που με βουρλίζει όμως είναι το ύφος του. Γαλήνιο. Στην κοσμάρα του. Δυνατά να ακούει κλασική μουσική και να με καλημερίζει κάθε φορά που με βλέπει να κοντοστέκομαι. Όχι γέρο, δε θα στην κάνω τη χάρη. Δε θα σου πω καλημέρα. Δε χαλαλίζω ούτε ένα νεύμα του κεφαλιού μου για σένα. Πού τη βρίσκει τέτοια ηρεμία; Μοιάζει ευτυχισμένος. Δεν το χωνεύω. Τον παραφυλάω κάθε πρωί να το δω κατσούφη. Να το δω στενοχωρημένο. Να το δω άδειο. Όοοχι. Ο γεροντάκος μας πάντα χαμογελαστός. Θα μπω μια μέρα στην τρύπα του να τον πικάρω. Δεν κοιμάμαι τα βράδια. Σκέφτομαι τι να του πω να τον δω να λυγίζει. Να χάσει για λίγο αυτή την αναθεματισμένη γαλήνη. Έμμονη ιδέα μου έχει γίνει. Άει σιχτίρ. Συγχύστηκα πάλι.

Κι αυτό το αναθεματισμένο κλειδί. Λάδωμα θέλει πάλι η κλειδαριά. Επιτέλους έφτασα σπίτι. Κι αυτές οι φάτσες στο δρόμο. Πάλι ήρθε η μάνα μου να μου φέρει φαγητό. Αφού της λέω δε θέλω. Ωχου, συγύρισε κιόλας. Ξεσκόνισε τη βιβλιοθήκη. Τι τρώγεται πια. Να, ξέχασε αυτό το βιβλίο να το τακτοποιήσει. Α ρε μάνα μισές δουλειές.

Κάθησε στον καναπέ και άνοιξε τυχαία το βιβλίο σε μια σελίδα. Ήταν ποίηση. Διάβασε:

Η λάμψη

-Πετάς; τον ρώτησε αυτός που κρατούσε το μαχαίρι.
Ο άλλος σιγά σιγά δεν πάταγε πια το χώμα, σιγά σιγά
είχε σηκωθεί κάπου μισό μέτρο από τη γη.
-Όμως – είπε ο πρώτος: εγώ μπορώ κι έτσι που ανεβαίνεις να σ’το
καρφώσω το μαχαίρι.
Και τότε με μία λάμψη ο άλλος και μ’ένα
σφύριγμα εκκωφαντικό σα σφαίρα πυροβόλου
χάθηκε, εξαφανίστηκε μέσα στο διάστημα.

Έκπληκτος κοίταζε ο απομείνας
Το άχρηστο πια χέρι του.

Μίλτος Σαχτούρης, Χρωμοτραύματα, 1980

Απόμεινε άλαλος να κοιτάζει το χέρι του. Το μυαλό του γαλακτερό κενό. Κι έβαλε κάτι κλάματα, μα κάτι κλάματα. Τον πήρε ο ύπνος στον καναπέ. Κι είδε όνειρο πως ήταν αυτός στη θέση του γεροντάκου σε κείνο το παλιατζίδικο. Ξύπνησε γαλήνιος. Ξυρίστηκε, ντύθηκε και πήγε κατευθείαν στο μαγαζάκι. Δεν είπε λέξη. Μοναχά φίλησε το χέρι του γέρου και συνέχισε για τη δουλειά του. Με το πρόσωπό του μαλακωμένο και τα αυτιά του πλημμυρισμένα κλασική μουσική. Εκείνη τη μέρα είπε μια γεμάτη καλημέρα σ’όλους τους συναδέλφους.

7 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Φίλη μου Κλεοπάτρα όλες οι μέρες δεν είναι ίδιες. Όλοι μας έχουν τις καλές τους και τις κακές τους. Εξάλλου αν όλες οι μέρες ήτανε όμορφες θα καταντούσαν και μονότονες. Στον εργασιακό χώρο....Εκεί όχι μαχαίρι, εκεί μαχαίρια πάνε και έρχονται πισώπλατα καρφωμένα. Λυπάμαι τα κορυτσάκια που θέλουν να ανέλθουν (δε μιλάω για το συγκέκριμένο στο κείμενό σου, αλλά γενικά) με τον εύκολο δρόμο και όχι με την αξία τους. Λυπάμαι και όσους αντί να κοιτάνε το δρόμο κοιτάνε μεν το δρόμο, αλλά από τον καθρέπτη! Όλοι μας φίλη μου έχουμε τα στραβά μας. Το θέμα για εμένα είναι, όσο μπορούμε να μην επιβαρύνουμε τους άλλους και να μην τους βλέπουμε σαν σάκους του μποξ για να τα βγάλουμε πάνω τους. Είναι δύσκολο πράγμα φίλη μου Κλεοπάτρα να είσαι άνθρωπος ευαίσθητος σε μία κοινωνία στην πλειοψηφία της αναίσθητη.
Με αγάπη
Max

Ανώνυμος είπε...

"Ο καφές σας, το νερό σας και το λουκουμάκι σας... Τ' αφήνω στο τραπέζι" :-)

Την καλημέρα μου blogo-γειτόνισσα :-)

Κλεοπάτρα και Μινγκ είπε...

@maxplace, βασικά αφορμή για το διηγηματάκι ήταν το ποίημα του Σαχτούρη. Από εκεί και πέρα το πλαισίωσα με τυχαίες περιπτώσεις-θα μπορούσα να φανταστώ πολλές ακόμα- που ενοχλούν κάποιον που κατά περίσταση ή μόνιμα εκφράζει φθόνο, μνησικακία και μισανθρωπία. Προφανώς βέβαια η συμπεριφορά του ήρωα είναι τραβηγμένη και ακραία, για να τονίσω το ποίημα. Ευχαριστώ για το σχόλιό σου και συγγνώμη για την αργοπορία στην απάντηση.

@kafenedaki, o καφές είχε κρυώσει όταν τον είδα, αλλά τον προτιμώ έτσι. Όσο για το λουκουμάκι το τίμησα δεόντως. Καλησπερούδια εκεί σε σας στην Κρήτη.

Γρηγόρης Ζερβός είπε...

Γεια σου "Κλεοπάτρα και Μινγκ".
Πρώτα θέλω να σε ευχαριστήσω (έστω και καθυστερημένα) για τα καλά σου λόγια για τις παρουσιάσεις μου!
Να σου πω επίσης πως μου αρέσουν πολύ όλα όσα γράφεις και το ύφος της γραφής σου! Σε "ζηλεύω" γι' αυτό που κάνεις (με την καλή έννοια πάντα). Να 'σαι καλά να συνεχίσεις να γεμίζεις το διαδίκτυο και τη ζωή μας με όμορφες πινελιές!
Θα ήθελα να σου ζητήσω και κάτι. Μπορώ να αναρτήσω το "Τι γίνεται όταν τα παιδιά φτιάχνουν τα δικά τους παραμύθια ή τα καλύτερα παραμύθια του κόσμου" με παραπομπή φυσικά στο ιστολόγιό σου;
Σ' ευχαριστώ και πάλι τα σχόλιά σου και για όλα όσα γράφεις...

Κλεοπάτρα και Μινγκ είπε...

Κύριε Γρηγόρη δάσκαλε, η παράθεση στο όνομά σας ταιριαστή απόλυτα. Δε σας κρύβω ότι με έπιασε μια θλίψη, όταν ο σύζυγός μου με πείραζε λέγοντας μου ότι τα παιδιά μας όμως ΔΕ θα πάνε στο σχολείο σας (μας πέφτει μακριά). Θα χαρώ πραγματικά να φιλοξενήσετε στο ιστολόγιό σας την ανάρτηση που θέλετε κι ακόμα περισσότερο θα χαρούν τα παιδιά μου, όταν το μάθουν. Καλή συνέχεια στο λειτούργημά σας!

Γρηγόρης Ζερβός είπε...

Ευχαριστώ πολύ για την άδεια για την ανάρτηση και για τα καλά σου λόγια πάλι! Χαίρομαι ιδιαίτερα που θα χαρούν και τα παιδιά!
Έχω και μια άλλη ιδέα που θα κάνει καλό και θα χαροποιήσει και τα δικά μου παιδιά.
Θα μπορούσες να έρθεις στο σχολείο και να μιλήσεις στα παιδιά σχετικά με τα παραμύθια ή ό,τι άλλο νομίζεις σχετικό.
Δεν ξέρω αν μπορείς και αν θέλεις και κατά πόσο αυτό είναι δυνατό (λόγω της απόστασης που ανέφερες). Η πρόσκληση είναι ανοιχτή.
Το e-mail μου είναι gregzer@gmail.com, αν θέλεις να το συζητήσουμε.
Επίσης -ελπίζω να μη γίνομαι κουραστικός- ετοιμάζουμε μαζί με τα παιδιά το 2ο φύλλο της εφημερίδας μας (σε έντυπη & ηλεκτρονική μορφή). Θα επιθυμούσαμε, αν θέλεις κι εσύ, να φιλοξενήσουμε στις στήλες της κάποιο παραμύθι σου -η επιλογή δική σου.
Ευχαριστώ και πάλι!

ΥΓ. Ο πληθυντικός δε χρειάζεται...

Κλεοπάτρα και Μινγκ είπε...

Γρηγόρη δάσκαλε, για την εφημερίδα σας τα παιδιά μπορούν να πάρουν όποιο από τα παραμύθια θέλουν. Θα συνιστούσα το "Ο Κούρος και το αγόρι που αγαπούσε τα όπλα" όχι μόνο γιατί είναι από τα πιο αγαπημένα μου (συναισθηματικά μιλώντας), αλλά και γιατί είναι από τα πιο μικρά και υποθέτω καταλληλότερο για μια εφημερίδα. Φυσικά αυτή είναι απλά η πρότασή μου. Σε παρακαλώ να επισημάνεις στα παιδιά ότι είμαι πάρα-πάρα πολύ χαρούμενη που θα με τιμήσουν με αυτόν τον τρόπο. Αφήνω που νιώθω κάπως σα να με βάζουν στο μικρόκοσμο τους και πολύ μου αρέσει. Επίσης θα χαρώ πολύ να γνωρίσω από κοντά και εσένα και τα "παιδιά σου", αν και δεν κρύβω πως νιώθω λιγάκι όπως λέει εκείνο το τραγούδι του Σαββόπουλου "Δεν ξέρω τι να παίξω στα παιδιά στην αγορά στο Λαύριο...Πώς να κρυφτείς από τα παιδιά έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλα". Θα επικοινωνήσω με e-mail εντός της ερχόμενης εβδομάδας. Την Καλημέρα μου!