Κοριτσάκι. Και μετά κοπέλα. Με το φεγγάρι καρφωμένο στα μαλλιά. Και τον ήλιο στα δόντια. Σβελτάδα, ομορφιά. Λυγαριά ολάνθιστη. «Γειά σου λαφίνα μου!», της φώναζαν οι παππούδες στο διάβα της. «Δορκάδα» την είπε μια δόση κάποιος. Της ταίριαζε. Τα νειάτα και η ομορφάδα ήταν δεδομένα για αυτήν. Όχι ότι δεν ήξερε πως έρχονται και παρέρχονται, αλλά να, ήταν δεύτερη φύση της κι ύστερα η παρακμή του σώματος φαινόταν να αργεί. Περασμένα τριάντα και την περνούσαν για μαθήτρια. Δεν καμάρωνε ιδιαίτερα. Ένιωθε όπως όλοι οι νέοι που τους βοηθάει λιγάκι και η αγάπη για την νεότητα και την ομορφιά του σώματος να λάμπουν σαν νιόβγαλτα λουλούδια της άνοιξης ακόμα και στο τέλος του καλοκαιριού. Ο Ντόριαν Γκρέυ κοιτούσε με αγωνία το είδωλό του στον καθρέπτη που γερνούσε αντί για τον ίδιο. Εκείνη χωρίς αγωνία. Γιατί το είδωλό της παρέμενε γεμάτο φρεκάδα όπως και η ίδια.
Και φυσικά ήταν γυναίκα. Με επίγνωση της δύναμής της. Όχι φωναχτά και άγαρμπα. Είχε δει μικρή, πολύ μικρή, τη Ρίτα Χέυγουορθ. Η φιγούρα της Τζίλντα που βγάζει απλά το γάντι της, της είχε τυπωθεί. Τότε είχε απορήσει με τη σαγήνη που πότιζε τους πάντες και τα πάντα αυτή η απλή κίνηση. Γρήγορα κατάλαβε πως οι παράτες και τα δυνατά όργανα είναι μόνο για τα πανηγύρια. Απλή. Δίχως πολλά πολλά βαψίματα και στολίδια. Αυτά είναι για τις λατέρνες. Κατάφερε έτσι να εντάξει στη φιλοσοφία της την τέχνη του σαγηνεύειν την εκλεπτυσμένη, σχετικώς. Όχι μόνο για να ελκύει όποιον έβαζε στο μάτι. Αλλά για να ελκύει. Στην αρχή από εκδίκηση για τους άντρες που ήξερε καλά ότι λειτουργούν με την εικόνα. Την τυχαία εικόνα μιας γυναίκας που κλείνουν μέσα τους, οι πιο παρθένοι στην ψυχή σαν φυλακτό, οι πιο θρασείς ως υποκατάστατο της γυναίκας που έχουν στο πλάι τους. Ή για να είμαστε ακριβείς η εν λόγω συμβία είναι μάλλον το υποκατάστατο της εικόνας που έχει κλειδώσει στο μυαλό του το αρσενικό. Όταν πάλι ήταν μικρή είχε ακούσει την ιστορία ενός πατέρα που διηγιόταν στον ίδιο του το γιο για δύο πράσινα μάτια στην Καζαμπλάνκα που ακόμα τα κουβαλούσε μέσα του. Και αυτή την τύπωσε βαθειά μέσα της. Δεν ήθελε να είναι η μητέρα αυτού του αγοριού. Προτιμούσε να παριστάνει τα δυο πράσινα μάτια. Κι ας είχε μελιά. Αρκούσαν. Γρήγορα όμως κατάλαβε πως δεν της άρεσε η τέχνη της Τζίλντα για κανέναν από αυτούς τους λόγους. Είχε απλά αποδεχτεί την πρωτόγονη -που αρεσκόμαστε να αποκαλούμε αρχετυπική- φύση: τη δική της τη γυναικεία του θηράματος και την ανδρική του θύτη. Όλα τα άλλα ήταν περίτεχνες σάλτσες για να σκεπάσουν την άξεστη μυρωδιά του κρέατος.
Όπως και να έχει έτσι ζούσε. Παράλληλα με όλα τα άλλα –και δεν ήταν καμμιά χαζή, α, όχι, το φρόντιζε το πνεύμα της, και τις σπουδές της και όλα της- δεν ξεχνούσε ούτε τη Τζίλντα, ούτε τα πράσινα μάτια της Καζαμπλάνκα, ούτε τη φύση της. Μέχρι που ήρθαν τα μωρά. Τώρα πια περπατούσε στο δρόμο και δεν αιχμαλώτιζε τα βλέμματα. Κοίταζε τα χέρια της κρυφά. Τα μακριά λεπτά νευρώδη της δάχτυλα είχαν γίνει τραχειά και μαραμένα. Δεν μιλούσαν πια. Είναι δυνατόν να αλλάξουν τόσο πολύ; Κοίταζε με τρόμο τον καθρέπτη. Ο Ντόριαν Γκρέυ που ήταν; Μετά συνέστησε στον εαυτό της ψυχραιμία. Ήταν η κούραση, τα ξενύχτια πάνω από τα αγγελούδια της, ήταν πως τώρα πια έψαχνε να βρεί στο πρόσωπο της Τζίλντας τα χαρακτηριστικά της κόρης της. Όχι του εαυτού της. Απανωτά θυμήθηκε πως είχε συστήσει στον εαυτό της πως εκείνη ποτέ δεν θα καταντούσε σαν τις μαμάδες που έβλεπε με το γάντι της Ρίτας Χέυγουρθ στη ντουλάπα με τα λοιπά κειμήλια. Πήρε λίγο τα πάνω της. Έπιασε όμως τον εαυτό της να χαμογελάει τάχα μου με ύφος ανθρώπου που τα έχει βρεί απόλυτα με τον εαυτό του, στους ανθρώπους που παρατηρούσαν έντρομοι τη μετάλλαξη των χεριών της. Ή μήπως πράγματι τα έχει βρεί; Όλο και πιο συχνά κοιτιόταν στα κρυφά στον καθρέπτη. Ξαναδιάβασε το «Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέυ». Κυκεώνας. Στροβιλιζόταν ανάμεσα σε κλάματα, μπιμπερό και παιδικά γελάκια επιμένοντας πως κάθε φάση και κάθε ηλικία –είχαν περάσει και τα χρόνια- έχει την ομορφιά της. Και το πίστευε. Αυτή η μετεβατική περίοδος μοναχά τη δυσκόλευε κομμάτι. Ας είναι.
Και τότε το άκουσε ξεκάθαρα. Το κοριτσάκι της θυμωμένο γιατί η μανούλα δεν το άφησε να φάει κι άλλη σοκολάτα. Την φώναξε παλιόγρια. Νέτα σκέτα και βροντερά. Δεν πρόλαβε να σκεφτεί πού την έμαθε αυτή τη λέξη, ούτε αν καταλαβαίνει τόσο μικρό που είναι τη βαρύτητά της. Ο ήχος της βρισιάς από ένα μωρό της τρυπούσε τα τύμπανα. Άφησε τα δάκρυα να κυλήσουν. Ποτάμι. Ήταν η πρώτη φορά που φαντάστηκε νερά, αλλά δεν είδε κάθαρση. Είδε πνιγμό. Μετά κάλμαρε, σηκώθηκε και έβγαλε από το κασελάκι παλιές φωτογραφίες της γιαγιά της. Καλλονή. Σκούπισε τα δάκρυά της. Πήρε αγκαλιά το κοριτσάκι της, που φοβόταν ότι θα το μαλώσει η μαμά του. Δεν του είπε τίποτα. Μόνον του έδειξε τις φωτογραφίες της προγιαγιάς του.
Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2008
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου