Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2009

Διάλογος μονολογούντων

ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΠΡΩΤΟΣ

Αφιερωμένο στην Κατερίνα Τσκόϊτζε που μου γνώρισε και μετέφρασε τους στίχους

«Περπατάει απαρατήρητος στο δρόμο και τον θεωρούν νάνο,
ενώ είναι Γολιάθ στην ψυχή.
Από μικρός κουβαλάει κρυμμένα φτερά
Κι οι πολλοί νομίζουν πως είναι καμπούρα»
Shota Nishniahidri, σύγχρονος Γεωργιανός ποιητής
Μετάφραση Eka Tchkoidze (Κατερίνα Τσκόϊτζε)


-ΠΕΡΠΑΤΑΩ ΑΠAΡΑΤΗΡΗΤΟΣ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ. (Δυνατά αλλά άχρωμα σαν ντελάλης που ανακοινώνει κάποιο αδιάφορο σε αυτόν συναισθηματικά νέο.)
-...(Παύση.)
-Κανείς δε γυρνά να με κοιτάξει. Κανένα βλέμμα δε σκαλώνει πάνω μου για λίγα δευτερόλεπτα. Για λίγο. Για τοσοδούλι. Γλιστράνε οι ματιές των διαβατών από πάνω μου. Σαν να είμαι κενό. Σαν να μην υπάρχω. Σαν να είμαι διάφανος και άδειος. Η παρουσία μου είναι ι-σο-δύ-να-μη με την απουσία μου. Για αυτούς. Τίποτα αξιόλογο πάνω μου να τους κάνει να κοντοσταθούν. Ένα μπλε μάτι, ένα αλαζονικό ύφος, ένας αέρας κοσμολολίτη, ένα μοδάτο γυαλί. Ένα κούρεμα βρε αδελφέ στυλάτο. Με ακούει κανείς;
- ΚΑΝΕΙΣ, ΚΑνείς, κανείς.
-Μου απαντάει ο αντίλαλος. Είμαι σε ένα άδειο δωμάτιο. Με τόσους ανθρώπους μέσα. Τι κρίμα. Τέτοιος συνωστισμός κι όμως το δωμάτιο να είναι τόσο άδειο, που μόνο ο αντίλαλος μου μού απαντάει.
-Ξέρω γιατί δε χαλαλίζετε ούτε ένα βλέμμα για μένα. Είναι που...

-ΜΕ ΘΕΩΡΕΙΤΕ ΝΑΝΟ! (Η ένταση της φωνής του από σιγανή και μονότονη γίνεται ξάφνου ουρλιαχτό θυμωμένο και κοφτό.)
-ΝΑΝΟ, ΝΑνο, νάνο.
-Καταραμένε αντίλαλε. Πάψε να με χλευάζεις. Χάσου από το μυαλό μου. ( Σπαθίζει απέλπιδα με τα χέρια του τον αέρα, ώσπου στο τέλος χτυπάει το ίδιο του το κεφάλι).
- (Χαμηλόφωνα παραιτημένος με τα χέρια να κρέμονται). Αλλά ραπίζω τη σκέψη μου, τα σωθικά μου, τη μοναξιά μου, το εγώ μου. Κι αυτό πονάει πιο πολύ από το χλευασμό σου αντίλαλε. Πώς να σε πολεμήσω; Είναι σα να πολεμάω τον εαυτό μου. Κι η μάχη τού μέσα και του έξω μου άνιση.

-ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΝΑΝΟΣ. ( Κοφτά και αποφασιστικά με όλη του την ενέργεια μαζεμένη στη ματιά του. Οι ώμοι πεσμένοι, το σώμα καταβεβλημμένο.)
Τι κι αν είμαι μαζεμένος. Ναι, τα χάνω μπροστά σε μια ωραία γυναίκα. Ναι, τα βλέφαρά μου πεταρίζουν από άγχος και φόβο μπροστά σε άνετους, και κοινωνικούς που ξέρουν να πλασάρουν σε καλοσχεδιασμένη βιτρίνα το εμπόρευμά τους. Σκάρτο ή διαμάντι, αδιάφορο. Ξέρουν όμως πώς να αιχμαλωτίζουν το βλέμμα των περαστικών. Αυτό είναι που μετράει. Η μόστρα. Η βιτρίνα ντε.

-Ε, λοιπόν εγώ δεν ξέρω. Δεν την κατέχω την τέχνη της γοητείας στο παιγνίδι που παίζουν οι πολλοί. Δεν τους καταλαβαίνω, δε με καταλαβαίνουν.
Πώς, όταν ακούμε κάποιους να μιλάνε σε γλώσσα που δεν κατέχουμε, στην αρχή γυρνάμε παραξενεμένοι το κεφάλι, έπειτα όμως αδιαφορούμε γιατί όλες οι λέξεις τους ακούγονται σαν μουσική ακατανόητη ή συχνότερα σαν βουητό; Έτσι και με μένα. Στην αρχή οι άνθρωποι με κοίταζαν παράξενα. Τους φαινόταν αλλόκοτη η ανυπαρξία μου. Νάνος καμπούρης. Δύσμορφος ατάλαντος χωρίς ίχνος γοητείας, χωρίς πολύχρωμες χάντρες να στολίζουν το κρέας μου. Χωρίς τη γοητεία του φύλου μου. Αδύνατο σήμα, λέει, εκπέμπω, στην καλύτερη περίπτωση. Μετά η ματιά τους έμαθε να με προσπερνάει. Έμεινα α-πα-ρα-τή-ρη-τος στα α-ζή-τη-τα. Να αφουγκράζομαι μόνος τα πρωτοβρόχια αργά το βράδυ δίχως την ήρεμη ανάσα του συντρόφου όταν κοιμάται στο κρεβάτι πλάι μου. Λειψή βροχή. Λειψή μορφή. Η μορφή μου. Η δύσμορφη.
-Όμως εμένα δε με νοιάζει, γιατί…(Παρατεταμένη παύση από αυτές που προμηνύουν το οριστικό τέλος ή τη νέα θυελλώδη αρχή.)…

-ΕΙΜΑΙ ΓΟΛΙΑΘ ΣΤΗΝ ΨΥΧΗ! (Ζητωκραυγάζοντας με πάθος, κάτι σαν επώδυνη κραυγή ελευθερίας.)
-Νυχθημερόν ανοίγω σήραγγες να ανακαλύψω θησαυρούς του πνεύματος, της ψυχής, βρώμικος, ιδρωμένος, κατάκοπος, με ασπρουλιάρικο ημιδιάφανο δέρμα σαν εκείνα τα πλάσματα στα βάθη των ωκεανών που ποτέ δεν τα είδε ο ήλιος. Αντίθετα, εσείς, οι ωραίοι, γοητευτικοί και άνετοι που πίνετε με άνεση το ποτό σας στο μπαρ και το μαυρισμένο δέρμα σας εκπέμπει υγιεία, ανεμελιά, αθωότητα. Και βλακεία. Κάνετε εύκολα παρέες, αλλάζετε όπως το φίδι τα πουκάμισά του τους ερωτικούς συντρόφους, τις συζύγους, τους φίλους. Η γοητεία σας, η κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας. Όμως.

-ΟΜΩΣ. (Η λέξη ακούγεται σα σφύριγμα λαιμητόμου.)
Κάτω από το γοητευτικό σας μαύρισμα (στο σολάριουμ κατά προτίμηση), τη μαυρισμένη άνεση με το ακριβό γυαλί και τη γλοιώδη οικειότητα που αναπτύσσετε προς όλες τις κατευθύνσεις, κρύβεται ένας, μαντέψτε τι!
-Νάαααα-νος. (Συρτή κοροϊδευτική φωνή και θριαμβευτικό χαμόγελο νικητή.)
Δύσμορφος και καμπούρης με ζαρωμένη και αδύναμη ψυχή να κρύβεται στην καμπούρα του. Πλαστικά φτερά τσαλακωμένα ένα μικρό θλιβερό κουβάρι, στην τσέπη του παιδικού παντελονιού που ποτέ δεν βγάλατε από πάνω σας. Αυτό είστε άνετοι κι ωραίοι μου. Και τυφλοί. Πάνω από όλα. Γιατί ποτέ δεν κατορθώσατε να δείτε, έτσι στραβωμένοι από τις ανακλάσεις της στιλβωμένης επιφάνειας σας που καθρεφτίζεστε διαρκώς ότι...

-ΑΠΟ ΜΙΚΡΟΣ ΚΟΥΒΑΛΑΩ ΚΡΥΜΜΕΝΑ ΦΤΕΡΑ! (Γελώντας δυνατά με γέλιο αβίαστο, γάργαρο, απελευθερωμένο. Η μορφή του σταδιακά μεταλλάσσεται, από στεγνή, ζαρωμένη, στερημένη, αγχώδης, ρουφηγμένη σε δυο κατακόκκινα μάγουλα που σφύζουν από υγιεία.)
Ρωμαλέα, κάτασπρα σαν αρχαίας Νίκης. Καμωμένα για υψηλές πτήσεις. Όταν ήμουν παιδί, ένιωσα ξάφνου πόνους ανάμεσα στις ωμοπλάτες. Ο γιατρός μίλησε για γρήγορη ανάπτυξη του σώματος. Έκανε λάθος. Γρήγορα μεγάλωσε το μέσα μου. Τότε ήταν που φύτρωσαν τα φτερά. Φάνταζαν αλλόκοτα, γι'αυό κι εγώ τα δίπλωνα προσεκτικά και τα έκρυβα στην καμπούρα μου, όταν δεν ήμουν μόνος μου. Το σώμα μου σταδιακά ξέμεινε πίσω. Δεν ξέρω τι προηγήθηκε. Τα φτερά που μεγάλωναν ρουφώντας τη δύναμη από τη ζωώδη σάρκα μου ή η αδυναμία της σαρκός μου που άφησε τα φτερά μου να φυτρώσουν; Έβλεπα μέρα τη μέρα το πρόσωπό μου να ασχημαίνει, τα δάχτυλά μου να γίνονται δύσκαμπτα, τις κινήσεις μου ασταθείς, το νέο σώμα μου να αποκτά αύρα γηρατειών, πρόωρο γήρας να με καταπίνει. Με έβλεπα να στεγνώνω. Μα εγώ δεν έσκαγα δα από τη στενοχώρια μου, γιατί ήξερα πως μπορώ κρυφά να ξεδιπλώσω τα εξαίσια φτερά μου, για να πετάξω,ουουου, εκεί που φτάνουν οι αετοί. Και τα πιο τρελά όνειρα των φυλακισμένων. Ήταν υπέροχα.

-ΟΜΩΣ. (Απότομη παύση. Το βλέμμα σταθερό στο κενό σαν να βλέπει να προβάλλονται στο άπειρο ολοζώντανες σκηνές του παρελθόντος.Το σώμα στητό και αγέρωχο, αλλά με ακινησία αγάλματος που αιχμαλώτισε στο διηνεκές του χρόνου μία σημαντική στιγμή.)
Ποτέ δεν συνάντησα εκεί πάνω κανέναν. Κι αν έβλεπα αραιά και πού κάποιον να χαρχαλεύει τα όνειρα των φυλακισμένων και να δοκιμάζει φτερά αετού, αυτός γρήγορα με εγκατέλειπε, για να σταθεί στην ουρά. Περίμενε υπομονετικά να τον μεταμορφώσει η Κίρκη σε γουρούνι και να φορέσει κατάσαρκα τη γλύκα της απτής σάρκας.
Σκέφτηκα να αφήσω τις υψηλές πτήσεις και να αφεθώ στη φροντίδα της Κίρκης. Όμως τα φτερά μου αρνούνται να με κατεβάσουν. Κι όσο θεριεύουν, τόσο μου ρουφάνε τη σάρκινή μου υπόσταση. Και τόσο πιο πολύ ποθώ να αγκαλιάσω και να αγκαλιαστώ. Προδοσία! Παγίδα! Τα φτερά μου με παγίδευσαν και δεν με υπακούουν πια! Χαλάλι τους. Είναι πολύ όμορφα και πολύ δυνατά. Μόνο που...

-ΟΙ ΠΟΛΛΟΙ ΝΟΜΙΖΟΥΝ ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΜΠΟΥΡΑ. (Κρύβει με τα χέρια του το πρόσωπό του. Τον συνταρράσσουν αναφιλητά. Καταρρέει στο χώμα. Παύση σχεδόν τελεσίδικη. Ξάφνου αρχίζει να κινείται. Αργά-αργά σέρνεται σαν φίδι που αλλάζει δέρμα. Με μόχθο και αγώνα. Σηκώνεται και ορθώνει το ανάστημα του. Αργά και όλο και λιγότερο φοβισμένα στέκεται στις μύτες των ποδιών, τεντώνει τα χέρια του όσο ψηλότερα γίνεται. Φωτοβολάει ολόκληρος. Ξεκολλάει από το χώμα και πετάει, ενώ ακούγονται να πλαταγίζουν τα κάτασπρα δυσανάλογα μεγάλα για το δέμας του φτερά του. Ρίχνει μια τελευταία ματιά στους περαστικούς που αδιάφοροι πλημμυρίζουν το έδαφος κάτωθε του. Τους χαμογελάει για στερνή φορά χωρίς φόβο και πάθος. Τώρα όσο πάει και ξεμακραίνει στον ουρανό αποφασισμένος να κατακάψει τα εξαίσια φτερά του και τη μαραμένη του σάρκα στον ήλιο. Γαία πυρί μειχθήτω.


ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ

«Ολοι οι πικραμένοι, δυστυχισμένοι, μοναχικοί άνθρωποι που αισθάνονται εξαπατημένοι, που αισθάνονται προδομένοι από τις δυνάμεις, κατηγορούν τη ζωή, κατηγορούν τις περιστάσεις, κατηγορούν τους άλλους ενώ στην πραγματικότητα αυτοί είναι εντελώς άνοστοι, ευσυνείδητα κοινότοποι, αυτοί είναι δειλοί και ατάραχοι, βυθισμένοι στην αυτολύπηση, τίποτε σωστό δεν έχουν κάνει, νιώθουν όμως αδικημένοι, κατακλύζουν τη γη με τα παράπονά τους, με το μίσος· επαναλαμβάνουν μέρα τη μέρα και νύχτα τη νύχτα τις ευνουχισμένες κινήσεις τους. Πληγώνει τη γη ολόκληρη, πληγώνει τα πάντα τούτη η σπατάλη· η φρίκη όλης αυτής της σπατάλης».
Τσαρλς Μπουκόφσκι, 70 χρόνια φαγούρα, μετάφραση Χαρ. Γιαννακόπουλος, εκδόσεις Ηλέκτρα

-Ο Δεύτερος Μονόλογος με εφόρμηση το κείμενο του Μπουκόφσκι θα απαντά-διαλέγεται με τον Πρώτο μονόλογο.

-Ανοιχτή πρόσκληση σε όποιον επιθυμεί να επινοήσει-γράψει-σχεδιάσει με όποιον εκφραστικό κώδικα θεωρεί καταλληλότερο (διήγημα, ποίημα, σκίτσο, μουσική, φωτογραφία, ταινία, πεζό...) τον Δεύτερο Μονόλογο. Όποιος τυχόν ενδιαφερθεί, ας μην παραλείψει να αφήσει το link του στα σχόλια.

4 σχόλια:

Tyler Durden είπε...

νομιζω πως δομικά μπορεί να είναι πανομοιότυπη με την πρωτη, αλλά με αφετηρία το αρχικό απόσπασμα, να διαβάζονται με διαφορετική διάθεση.

Οι διαφορές να είναι στο ότι στην πρώτη η κοινωνία επέβαλε την απόρριψη στον νάνο (ή νομίζει ότι του την επιβάλλει ακόμα) και αυτός δημιούργησε με την φαντασία του έναν κόσμο όπου έχει υψηλή αξία, ενώ στην δεύτερη, ο πρωταγωνιστής είναι αποκλειστικά υπεύθυνος για την απομόνωσή του, αλλά δεν το καταλαβαίνει και δημιουργεί και αυτός έναν φανταστικό κόσμο όπου έχει και αυτός αξία.

Επιπλέον, αυτός ο φανταστικός κόσμος θα μπορούσε σήμερα να αντικατασταθεί πλήρως με τον εικονικό του διαδικτύου (Forums, Blogs, Facebook, κλπ), όπου οι δυο κατασταλτικοί της προσωπικότητας μηχανισμοί (εξωτερικοί ή εσωτερικοί) μπορούν να μην υφίστανται καν. Και ίσως η διάδραση αυτή να μπορεί να ανοίξει και στην πραγματική ζωή τέτοιες κλειστές προσωπικότητες

Κλεοπάτρα και Μινγκ είπε...

Ναι, σωστά το θέτεις. Ωραία η προέκταση που αφορά το διαδίκτυο.

Ωστόσο είχα κατά νου έναν τύπο ανθρώπου που πιστεύει ότι είναι διαφορετικός και πολύ ανώτερος και για αυτό δεν τον καταλαβαίνουν οι άλλοι, ούτε του αναγνωρίζουν την αξία του, ούτε τον αποδέχονται(το πρώτο κείμενο).

Ο Μπουκόφσκι αναλαμβάνει να απαντήσει σε αυτόν τον τύπο ανθρώπου(που τελικά απομονώθηκε και μάλλον στέγνωσε), ότι δεν είναι παρά ένας δειλός που επειδή φοβάται (ή αποτυγχάνει)να αγωνιστεί, κρύβεται πίσω από την υποτιθέμενη ανωτερότητά του. Αυτή όμως δεν είναι παρά ένα πρόσχημα, αφού τίποτα αξιόλογο πέρα από τα παράπονα και το μίσος δεν έχει να δείξει.

Ποιος από τους δύο "αντιμαχόμενους" έχει δίκιο;

Χρονοστιβάδα είπε...

Δίκιο μπορεί να έχουν και οι δύο ή κανένας, όπως και άδικο. Είναι φορές που το "δίκιο" απορρέει από ένα αίσθημα απόλυτα προσωπικό (... γι αυτό, πιστεύω, εδώ εκφράζεται με μονόλογο) ή αλλιώς, για να θυμηθούμε και τον Πιραντέλο, "Έτσι είναι, αν έτσι νομίζετε". Το κατά πόσον η εσωτερική πραγματικότητα (...δηλ. η γνώμη του καθενός ή ακόμα και η φαντασία του) ανταποκρίνεται στην εξωτερική, μάλλον κρίνεται κατά περίπτωση, όπως και το κατά πόσο αυτή η "άποψη", αληθής ή όχι, έχει τη δύναμη να επηρεάσει θετικά ή αρνητικά αυτόν που τη φέρει...
Ως εκ τούτου, δε νομίζω πως μπορώ να ανταποκριθώ στην, κατά τ' άλλα, ενδιαφέρουσα πρόσκληση-πρόκληση και να υποστηρίξω το δεύτερο μονόλογο και για να είμαι ειλικρινής, ούτε τον πρώτο θα μπορούσα. Αν το παιδέψω, το πολύ πολύ να μου βγει κάτι ενδιάμεσο, πουχου...
Δε βλέπω τα πάντα
δεν είμαι τυφλός
Δεν έχω παράδες
δεν είμαι φτωχός
Δε σέρνομαι χάμω
δεν είμαι αητός
Ζητιάνος δεν είμαι
μα ούτε υπουργός

... ή κάτι, τέλος πάντων, σε ύφος Φρανσουά Βιγιόν, που πολύ μου τον θύμισε ο πρώτος μονόλογος :-)

Κλεοπάτρα και Μινγκ είπε...

Ακριβώς η ίδια είναι και η δική μου στάση. Αρχικά πάντως θέλησα να αντιπαραθέσω τους δύο "τύπους" ανθρώπων-αν μπορεί να μιλήσει κανείς για κάτι τέτοιο- με "νικητή" τον δεύτερο που εκφράζεται από το κείμενο του Μπουκόφσκι. Βεβαίως γρήγορα κατάλαβα γράφοντας το μονόλογο του νάνου ότι δεν τίθεται θέμα δίκιου ή νικητή και ηττημένου, αλλά οπτικής. Έτσι όταν είδα εκ των έσω τον νάνο αναγκαστικά για να "υποδυθώ" το ρόλο του, ανακάλυψα πως η εσωτερική του οπτική μπορούσε να τον κάνει πολύ δυνατό, παρόλο που ήθελα να τον παρουσιάσω δειλό.

Αν πάντως το ύφος του κειμένου σου θυμίζει Βιγιόν, πολύ με κολακεύεις αγαπητή Χρονοστιβάδα, πόσο μάλλον που Βιγιόν διάβασα πρώτη φορά μετά το σχόλιό σου. Κρίμα που προηγείται καμιά πεντακοσαριά χρόνια και μου έκλεψε τη δόξα.:-)