Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2009

Καρυάτιδα


Καρυάτιδα

...
Όταν τα περιθώρια στενεύουν.
Κάθε άνθρωπος και μια απώλεια,
που χαράσσεται στο μούτρο,
που έπαψε να είναι πρόσωπο,
γιατί πρόσωπο το κάνουν οι ματιές των ανθρώπων.

Όταν μία-μία οι ματιές ξεκολλούν από το πρόσωπο,
τότε σβήνουν τα χαρακτηριστικά του,
σαν των Καρυάτιδων,
απαλειμμένα, θολά,
ρουθούνια που δεν αναπνέουν
μάτια που αρνούνται να δουν
χείλη που δεν κρατούν φιλήματα
παρειές που δεν αντέχουν το χάδι.

Και πότε οι άνθρωποι δεν θα προσμετρώνται ως απώλειες;
Πότε η παρουσία τους θα είναι εν τέλει πιο δυνατή από την απουσία τους;
Πότε το κλάμα θα είναι πιο δυνατό για το παρόν τους;
Απών, απών, απούσα
Όλοι απόντες κυριολεκτικά και μεταφορικά
Και εσύ έρμε Σαρπηδόνα που φάνταζες πιο απών και από νεκρό,
Έγινες ξαφνικά το μόνο σταθερό σημείο αναφοράς
Κι αυτό γιατί εν τη αφελεία του ο μπουχτισμένος πιστεύει πως, αν ζούσες- λέμε τώρα, αν- δε θα καταγραφόσουν, ίσως, πιθανώς, στις απώλειες
Και που να το φανταζόμουν πως το απόν βλέμμα του Σαρπηδόνα μου θα γινόταν η μόνη μου ελπίδα

Που είναι οι παρουσίες; Να δω χεράκια ψηλά
Κανένας δεν το ξέρει το μάθημα;
Όλα τα χεράκια κάτω
Για φαντάσου
Δε θα πέσω στην παγίδα να πω πότε εγώ σήκωσα χεράκι, όταν ρωτούσαν άλλοι
Μπορεί πράγματι να μη σήκωσα,
Γιατί δεν κατάλαβα
Παρανόησα ως συνήθως
Παρανόησες ως συνήθως
Παρανόησε ως συνήθως
Παρανοήσαμε ως συνήθως
Ξέχασα κανένα πρόσωπο;
Εγώ, Εσύ, Αυτός,
Εμείς. Το πιο δύσκολο από όλα.

Στοπ. Νέα γραμματική. Νέο πρόσωπο στις στρατιές των παρανοήσεων και των απουσιών.
Εγώ, η Καρυάτιδα
Με τα χαρακτηριστικά σβυσμένα
Εγώ η Καρυάτιδα που αναρωτιέμαι αν είχα στ’αλήθεια ποτέ πρόσωπο
Εγώ η Καρυάτιδα που καταριέμαι την αδυναμία μου να χρειάζομαι το βλέμμα σου
για να αποκτήσω πρόσωπο,
ελικοβλέφαρα,
βοστρύχους,
το χαμόγελο της κόρης του Ευθυδίκου,


όλα αυτά τα εκλεπτυσμένα και θαυμαστά που μου στερείς
και σου στερώ αγαπημένε
και σου στερώ αγαπημένη
εν τη βουερή τη απουσία μου.

Βουερή: επιθετικός προσδιορισμός στο απουσία-δεικνύει μόνιμη ιδιότητα.
Πιο απλά, οι απουσίες
μου
πάντα εκκωφαντικές δηλαδή.
Όπως και οι σιωπές μου.
Τι διάολο σπούδαζα τόσα χρόνια, να μη μπορώ να εξηγήσω έναν επιθετικό προσδιορισμό;

Τώρα στην άλλη άκρη.
Με εξαντλημένα και τα ενδιάμεσα τι άλλο μένει
Παρά η εκκωφαντική φλυαρία;
Θηρίο στο κλουβί
Που δε θέλω να πιστέψω ότι εξ αρχής φτιάχτηκε δίχως πόρτα

Μόνο να,
Περιμένω,
ως συνήθως, να στεγνώσουν τα δάκρυα
από τη θλίψη της νέας απώλειας,
της πανομοιότυπης με την παλιά,
της ακατανόητης
πανομοιοτύπως με την παλιά
για να δω καλύτερα
για άλλη μια φορά.

Δοξάστε το Σίσσυφο,
που ποτέ δεν ηττάται,
που πάντα θα ανεβάζει την πέτρα
κι όλο θα του πέφτει.
Πες μου τέλος πάντων εξυπνάκια Σίσσυφε
Καλύτερη λύση από την ουτοπία δεν είχες;
Αυτό ήταν όλο;

Τρομώδες παραλήρημα θα μου πεις.
Όχι θα σου πω.
(Ξέχασα και το όνομά σου. Τόσο δεδομένη είναι η απώλειά σου, που δεν ξέρω αν έχει πια νόημα να σε θυμάμαι με το όνομά σου. Μια Καρυάτιδα είσαι εξάλλου και εσύ. Και πως να σε αναγνωρίσω με τα χαρακτηριστικά σου σβυσμένα)

Η μόνη μου δύναμη είναι αυτό.
Η στοιχειώδης μου γνώση.

Που την έχεις και εσύ.
Και βλαστημάς που δε γεννήθηκες πτωχός τω πνεύματι
Και ευτυχής και αδιάφορος
Και κόσμιος και με πρέπουσα συμπεριφορά
Και με στεγνά μάτια

Να μη στενοχωρείς και τη μαμά σου
Που τελευταία της ελπίδα είσαι εσύ
Που πιστεύει με νύχια και με δόντια ότι στα σύννεφα του φθινοπώρου θα βλέπεις «για πάντα» λαγουδάκια και σκυλάκια που τρέχουνε.

Μην τρομάζεις. Το έχεις ζήσει και εσύ.
Το τρομώδες παραλήρημα εννοώ.
Ξέρεις ότι είναι περαστική αδιαθεσία.
Αύριο πρωί θα σηκωθείς,
Θα κοιταχτείς στον καθρέπτη, θολό ξεθολό αυτόν έχεις, κάνει,
Θα σχεδιάσεις μόνος σου τα χαρακτηριστικά σου.
Τα αυτεπίστροφα.
Και θα βγεις έξω.
Ξημέρωσε δα.
Μη μιλάς έτσι, θα σε περάσουν για «τρελλή με τρομώδες παραλήρημα».

Και αφού ευπρεπιστείς
-δόξα σοι ο Θεός, ξημέρωσε επιτέλους-,
θα δεις τη ζωή με άλλα μάτια, πιο-πώς να στο πω- χαρούμενα, καταφατικά προς τη ζωή
.
Μέχρι την επόμενη απώλεια
-το έμαθες πια-.

Ένα πρόβλημα μόνον.
Τα λυτά σου μαλλιά.

Εκεί,
στην κόψη της νύχτας με τη μέρα.
Δεν ξέρω πια αν ευωδιάζουν.
Ή αν είναι άοσμα.
Δεν ξέρω πια αν έχασες το τελευταίο σου χαρακτηριστικό,
το μόνο που δεν ήταν θολό.
Το μόνο που κατάφερες να εγγράψεις στο πρόσωπό σου
Μετά από τόσων χρόνων σισσύφιο μόχθο.
Κι ας το έκανε να φαίνεται πιο γερασμένο.

3 σχόλια:

Κλεοπάτρα και Μινγκ είπε...

Το παρόν είναι αφιερωμένο στην πολύ καλή μου φίλη Ε. Γ.

Πέραν τούτου ταυτίζομαι απολύτως με το σχόλιο της Χρονοστιβάδας
http://paramythiakaiallatina.blogspot.com/2009/10/blog-post_08.html
Κοινό βίωμα δεν σημαίνει εδώ άμεση διαπροσωπική εμπλοκή, αλλά αναλογίες που ασφαλώς διακρίνουμε όλοι οι άνθρωποι με τα εαυτά προσωπικά βιώματα. Τα οποία όμως όχι μόνον δεν αφορούν τρίτους, αλλά τους είναι και άχρηστα.

Οπωσδήποτε ο κάθε τυχόν αναγνώστης μπορεί να δει στο κείμενο τον εαυτό του ή καταστάσεις αποκλειστικά δικές του που τον αφορούν άμεσα. Αλλά δεν αφορούν την κειμενογράφο.

Αυτή απλά κοιτάζει πως θα παρηγορήσει τη φίλη της Ε. Γ. για την προσωπική της απώλεια. Που στην περίπτωση αυτή είναι και δική μου.

mistounou είπε...

Η αιχμηρή ευαισθησία είναι εκείνη που μπορεί να βρει το εμείς, τα λόγια τα τσεκουράτα, τα απόλυτα, αυτά που γίνονται ποίημα στη μέση ενός διαδρόμου. Ποια ουτοπία; Έχτισα κάποτε ένα δωμάτιο με τοίχους παραβάν, εγώ και οι άλλοι που με βλέπανε στο φορείο ή στο δωμάτιο, που ναι, τρεις κυρίες σαν αδελφούλες, ντυμένες πανομοιοτύπως -τι λέξη- στάθηκαν στο ανύπαρκτο κατώφλι μου και μου είπαν, "μα είναι σαν δωμάτιο", "κι εγώ αυτό λέω", τους είπα, φύγανε αγκαζέ όπως ήρθαν και τις ονόμασα Αλίκες. Ένας γιατρός ψηλός, με μουστάκι παχύ αποτελειώνει μια κουβέντα "τι θέτε και αγωνιάτε σαν να μην το περιμένατε, τι "πως παεί; και πώς είναι;" ο άνθρωπος είναι 92 χρονών. Τέρμα. Πεθαίνει. Μακάρι να φτάσουμε τα χρόνια του. " Κι έφυγε. Κι όταν ήρθε επέβαλλε στους ειδικευόμενούς του να μου χαμογελάνε "πώς είναι δυνατόν,τους έλεγε, να μπαίνετε μέσα, να βλέπετε μια κοπέλα και να μην χαμογελάτε; Χαμογέλα κι εσύ, μου λεγε, με την χαρά θεραπεύεσαι, χαμογέλα". Έφυγα κι εγώ, έμεινε μόνο το όνομα που του 'δωσα και κείνου κι όλων εκείνων που χάθηκαν, μα ζουν ακόμη, κάνουν αιμοληψίες στους ίδιους θαλάμους, πίνουν απ' το ίδιο φλυτζάνι καφέ. Κι άλλοι, που εξακολουθούν να έχουν τις γάτες τους, τις γλάστρες τους, σε μια πανομοιότυπη αυλή, εκεί που τους είχες αφήσει. Στο μνήμα του αποχωρισμού δεν υπάρχουν δάκρυα, παρά κάτι γράμματα μπερδεμένα και μισά. Όλα όσα ζήσαμε και γεννήσανε, γεμίσανε τον τόπο παιδιά, που σκορπάνε στην τάξη σαϊτες με τα κρυφά τους λόγια. Να 'σαι καλά, σ' ευχαριστώ

Κλεοπάτρα και Μινγκ είπε...

Ας κάνω λοιπόν τον κόπο να απαντήσω στα παιδάκια που σκορπάνε σαϊτες. Και να σκύψω να μαζέψω για τελευταία φορά άλλη μια στείρα και άστοχη χάρτινη σαίτα που βαυκαλίζεται ότι είναι βέλος.

Μα καλά αυτά τα παιδάκια δεν έχουν τίποτα καλύτερο να κάνουν από το να φτιάχνουν παιγνιδάκια του νου; Μήπως είναι καλύτερο να ακολουθήσουν το παράδειγμα άλλων και να επαναπροσδιορίσουν τους στόχους τους σιωπώντας; Σίγουρα σε λάθος τάξη μπήκαν και από προφανές λάθος βιασύνης τους άνοιξε η πόρτα.

Μα καλά, αυτά τα παιδάκια δεν βαρέθηκαν να βουίζουν; Τι άλλο εκτός από αυτό;

Ευχαριστώ για το σχόλιό σας σε μία ανάρτηση που σαφώς δεν σηκώνει σχόλια, όπως είδατε από την φωναχτή απουσία άλλων σχολίων.

Κάνω τον κόπο να απαντήσω, ενώ έχει λήξει αυτό το ιστολόγιο από λύπη για την απροσδιοριστία και το θράσσος της μύγας.

Πιστέψτε με, λύπηση. Για τη μύγα.