Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2008

Ο Μανόλης και η Ισμήνη ή το Ασημί Παραμύθι

Μια φορά κι έναν καιρό στα χρόνια τα πολύ μετά από εμάς, στο μέλλον, συμβαίνουν πράματα και θάματα, που οι άνθρωποι τα λέμε ‘επιστημονική φαντασία’. Ήταν λοιπόν ένας αρχαιολόγος, γιατί και τότε θα υπάρχουν κάποιοι που νοιάζονται για τα παλιά, που περίμενε γεμάτος αγωνία τι άλλο θα ανακάλυπτε την άλλη μέρα στην ανασκαφή. «Τι τύχη», σκεπτόταν, «να βρούμε μετά από τόσους αιώνες ένα ολόκληρο σπίτι, που έχει διατηρηθεί σχεδόν όπως ήταν! Μόνο η οροφή έχει πέσει και κάποιες φθορές υπάρχουν σε μικροαντικείμενα». Και συνέχισε να απαριθμεί μέσα του τα καταπληκτικά, όσο και παράξενα ευρήματα, που δεν ήξερε καν σε τι χρησίμευαν. Οδηγούσε το αεροκίνητό του, που ήταν τελείως αθόρυβο και κατανάλωνε αέρα. «Ευτυχώς», πέταξε για λίγο η σκέψη του, «που πια ο αέρας δεν είναι μολυσμένος και δε δημιουργεί προβλήματα στους αεροκινητήρες μας». Γρήγορα όμως τον απορρόφησαν πάλι τα θαυμαστά ευρήματα...

«Έχουμε και λέμε. Τρία κουτιά με τη μία τους πλευρά γυάλινη. Να πρόκειται για ένα πανάρχαιο είδος οθόνης, αυτό που αποκαλούσαν ‘τηλεόραση’;» Δεν μπόρεσε να μη σκεφτεί πόσο επίπεδες θα φαίνονταν οι εικόνες της τηλεόρασης και έφερε στο μυαλό του τις τρισδιάστατες σύγχρονες εικόνες, που έμοιαζαν ολοζώντανες και περιέβαλαν τους θεατές σε φυσικό μέγεθος. «Άσε που μπορούμε να συμμετέχουμε κι εμείς και να αλλάζουμε ό,τι θέλουμε. Αν τα περίεργα κουτιά είναι πράγματι κάποιο πανάρχαιο είδος οθόνης, σκέψου πόσο βαρετό θα ήταν να κάθεται κανείς μπροστά της και απλά να βλέπει ό,τι του δείχνουν, χωρίς να μπορεί να επέμβει!» σκέφτηκε και ακινητοποίησε το αεροκίνητο του, για να αφήσει να περάσει ένας ευγενικός κύριος που βιαζόταν. «Πότε ήταν η τελευταία φορά που συγκρούστηκαν αεροκίνητα;» ξαναπέταξε στιγμιαία η σκέψη του. «Πρέπει να συνέβη πριν δεκάδες χρόνια, τότε που υπήρχαν ακόμα μερικοί που..."ξιφομαχούσαν στην άσφαλτο για το άδικο" τραγούδησε δυνατά και χαμογέλασε με τον εαυτό του, που θυμήθηκε το παλιό αυτό τραγουδάκι, που ανακάλυψε σε ένα μισοχαλασμένο cd σε μια άλλη ανασκαφή πριν από χρόνια και που τώρα καταλάβαινε τι εννοούσε.


«Καλημέρα R5!» άκουσε τη φωνή του Τ3 να αγκομαχάει έτσι ηλικιωμένος που ήταν. Είχε φτάσει στον προορισμό του και απορροφημένος όπως ήταν, δεν πρόσεξε πως το αεροκίνητο του είχε ήδη σταθμεύσει στην πελώρια γυάλινη πλατφόρμα που στεκόταν στον αέρα πάνω από την ανασκαφή. Ούτε είχε αντιληφθεί τον Τ3 να πλησιάζει. Ξαφνιάστηκε και φοβήθηκε μήπως ο Τ3 τον άκουσε να τραγουδάει. Δάγκωσε τα χείλη του νευρικά και απάντησε: «Καλημέρα Τ3. Βρήκατε τίποτα καλό σήμερα;» «Κάτι περίεργα αντικείμενα στο δωμάτιο του αγοριού. Τα αφήσαμε στη θέση που τα βρήκαμε. Μπορείς να δεις και μόνος σου», ακούστηκε να λέει ο Τ3, που δε φάνηκε να αντιλήφθηκε τίποτα και ακούστηκαν οι κλειδώσεις του να τρίζουν ύπουλα. Ο R5 κοίταξε κάτω από το γυάλινο δάπεδο της πλατφόρμας και είδε ένα δωμάτιο βαμμένο γαλάζιο με ένα ξύλινο μισοκατεστραμμένο κρεβάτι με ξέστρωτα μισολιωμένα σεντόνια, πολλές αφίσες σκισμένες ένα γύρω και δυο-τρία πλαστικά αντικείμενα, που έμοιαζαν με παιγνίδια. Ρύθμισε τα μάτια του, ώστε να βλέπει πιο κοντά και έβγαλε μικρούς τριγμούς από την κατάπληξη. «Μα αυτά είναι όπλα! Σαν κι αυτά που είναι γεμάτο το Μουσείο Ανθρώπινης Ιστορίας!» «Όπλα;» απόρησε ο Τ3. «Ναι, άρεσε στους ανθρώπους να κατασκευάζουν εργαλεία ειδικά για να εξοντώνουν συνανθρώπους τους και μάλιστα καμάρωναν για αυτό», απάντησε βιαστικά ο R5 και σκέφτηκε πώς ήταν δυνατόν να μην έχει επισκεφθεί ο Τ3 στην ηλικία του το μουσείο και να αγνοεί τι ήταν τα όπλα. «Το περίεργο είναι», συνέχισε ο R5, «ότι ανήκουν σε ένα παιδί. Ρύθμισε τα μάτια του, ώστε να βλέπει ακόμα πιο κοντά και η έκπληξη του μεγάλωσε, όταν είδε ότι μια αφίσα που κρεμόταν μισοσκισμένη ακόμα στον τοίχο, έδειχνε έναν γυμνασμένο άντρα με ένα τεράστιο όπλο που, αν θυμόταν καλά, το ονόμαζαν ‘πολυβόλο’. «Μα τι γρίφος είναι αυτός;» συλλογίστηκε. «Καθώς γνωρίζω, οι αφίσες τους δείχνανε ηθοποιούς αυτού που ονομάζανε σινεμά, όχι πολεμιστές». «Α, βρήκαμε κι αυτό εδώ», διέκοψε τις σκέψεις του ο Τ3 και του δείχνει ένα μισοσπασμένο ασημί δισκάκι με μια τρύπα στη μέση. «cd!» αναφώνησε ο R5, έκανε μια νέα ρύθμιση στα μάτια του κι άρχισε να προβάλλεται το περιεχόμενο του ακριβώς μπροστά τους σε δυο μέτρα απόσταση. Κούκλες που έμοιαζαν με τον άντρα της αφίσας με ένα όπλο η καθεμιά στο χέρι, προσπαθούσαν να εξοντώσουν η μία την άλλη. Μπορούσε μάλιστα η κάθε τρομακτική φιγούρα, καθώς κατάλαβε ο R5, να κατευθύνεται από ένα παιδί, που έτσι μάθαινε να του αρέσει να πολεμά. «Παιγνίδι, για να μάθουν τα παιδιά παίζοντας να θέλουν τον πόλεμο!» αναφώνησε και αμέσως κατάλαβε πως τα όπλα που είχαν βρεί στο δωμάτιο του αγοριού, δεν ήταν παρά παιδικά παιγνίδια. «Περίεργα όντα αυτοί οι άνθρωποι!» είπε στον Τ3, που τον παρακολουθούσε με περιέργεια.


«Κι άλλα από αυτά τα μακριά καλώδια με τα πολλά λαμπάκια. Και μαζί μια επιγραφή σε κόκκινο χαρτί. Γεια σου R5. Α, και δύο φωτογραφίες», ακούστηκε από κάτω τους και φάνηκε η Ν9 να ανεβαίνει προς το μέρος τους ταχύτατα κουνώντας ένα δυνατό ζευγάρι μεταλλικά φτερά, που φορούσε στην πλάτη της. Ο R5 έχωσε βιαστικά τις φωτογραφίες στην τσέπη του και έπειτα πήρε το ξεθωριασμένο κόκκινο χαρτί με τα γράμματα μιας άγνωστης γραφής προσεκτικά στα χέρια του. «Ίσως η επιγραφή αυτή εξηγήσει τι κάνανε τόσα λαμπάκια. Ωραία τα καινούργια σου φτερά και δυνατά βλέπω», είπε και αμέσως το βλέμμα του καρφώθηκε με περιέργεια στην επιγραφή. Γρήγορα-γρήγορα την έβαλε σε ένα ειδικό διάφανο κουτάκι και αφού ρύθμισε τα μάτια του, ώστε να την φωτογραφήσει, την εμπιστεύτηκε στον Τ3. Δεν έβλεπε την ώρα να μείνει μόνος του, για να διαβάσει την περίεργη γραφή. Αυτό κι αν ήταν συνταρακτικό εύρημα! Ήξερε ότι στην αρχαιότητα οι άνθρωποι μιλούσαν πολλές γλώσσες. Γαλλικά, ιταλικά, ελληνικά και ένα σωρό άλλες, που δεν είχαν όλες αποκρυπτογραφηθεί. «Επιπλέον», σκέφτηκε και η αγωνία έκανε το λάδι να τρέξει πιο γρήγορα στις φλέβες του, τόσο που κιτρίνισαν τα μάγουλα του, «σήμερα μου υποσχέθηκαν από το Ερευνητικό Κέντρο Αρχαίων Πρώτων Υλών ότι θα μου πουν με τι τρόπο κινιόταν εκείνο το σιδερένιο όχημα με τις τέσσερεις ρόδες, που βρήκαμε πριν λίγες μέρες στην αυλή του σπιτιού». Δεν μπόρεσε να κρύψει μια γκριμάτσα, που έμοιαζε με χαμόγελο, όταν θυμήθηκε πόσο πρωτόγονο και αστείο ήταν το όχημα αυτό. «Κάτι μου λέει πως τα ευρήματα αυτής εδώ της ανασκαφής θα μας αποκαλύψουν τους λόγους που εξαφανίστηκαν πριν χιλιάδες χρόνια οι άνθρωποι», είπε στη Ν9. Ο Τ3 είχε ήδη φύγει. Τον έβλεπε μέσα από το γυάλινο δάπεδο που στεκόταν, να πηγαίνει προς την πίσω αυλή του σπιτιού και μπορούσε να ακούσει από τόσο μακριά τις κλειδώσεις του να τρίζουν. «Όπου νά ΄ναι πάει για απόσυρση ο Τ3», είπε στον εαυτό του και αμέσως απορροφήθηκε τόσο πολύ από τις σκέψεις του για τα ευρήματα της ανασκαφής, που σχεδόν δεν πρόσεξε ότι το αεροκίνητο του είχε φτάσει δίπλα του έτοιμο, για να φύγουν. «Τα λέμε αύριο», χαιρέτησε αφηρημένος τη Ν9 και καθώς επιβιβαζόταν στο αεροκίνητο του, πρόσεξε τη λάμψη του ήλιου πάνω στα δυνατά μεταλλικά της φτερά, που ήδη την οδηγούσαν στο χώρο της ανασκαφής κάτω από τη γυάλινη πλατφόρμα.


Στη διαδρομή για το σπίτι του το αεροκίνητό του επέλεξε να περάσει από το κέντρο της πόλης. Ποτέ δε γνώριζες πραγματικά αυτήν την πόλη, που στις επιφάνειες των κτηρίων της κυμάτιζαν νερένιες εικόνες διαρκώς, που κανείς δεν έδινε ιδιαίτερη σημασία. Χρώματα, σχήματα, παραστάσεις, όλα φαίνονταν σαν να κολυμπάνε. «Οι άνθρωποι θα πρόβαλλαν διαφημίσεις», είπε φωναχτά και κοίταξε ανήσυχος γύρω μήπως τον ακούσει κανείς και τον καταδώσει για βλάβη στο σύστημα του. Θυμήθηκε τη λέξη ‘διαφήμιση’, που είχε ανακαλυφθεί πριν πολλά χρόνια σε ένα κιτρινισμένο βιβλίο της πρωτοανθρώπινης περιόδου. Είχαν κουραστεί πολύ οι ειδικοί να καταλάβουν το νόημα της. Τουλάχιστον όμως τώρα ήξεραν γιατί έβρισκαν στα σπίτια των ανθρώπων τόσα πολλά πράγματα, που συνήθως ήταν άχρηστα.


Το αεροκίνητο προσγειώθηκε στο σπίτι του. Άνοιξε διάπλατα τα παράθυρα και έβαλε να πιει ένα κοκτέιλ από λιπαντικά λάδια. Κάθισε στον καναπέ και ενώ απολάμβανε το κοκτέιλ του, του ήρθε στο νου η μεταλλική λάμψη των φτερών της Ν9. «Μα δεν μπορώ να καταλάβω, γιατί τώρα τελευταία μου έρχεται συνέχεια στο μυαλό η Ν9», είπε φωναχτά χωρίς να φοβηθεί αυτή τη φορά ότι θα τον ακούσει κάποιος. Σηκώθηκε με αργά βήματα και μικρούς τριγμούς, που δεν ήταν πια ανάγκη να κρύβει, αφού ήταν μόνος του στο σπίτι. Έψαχνε πού είχε σημειώσει κάποιες λέξεις που του έκαναν εντύπωση, των νεκρών βέβαια, αφού δεν μιλιούνταν πια, ανθρωπίνων γλωσσών. Τις είχε βρει στο Μέγα Λεξικό Γλωσσών της Ανθρωπότητας και παρά την ερμηνεία που τις ακολουθούσε, αδυνατούσε να συλλάβει το νόημα τους. Μουρμούριζε, καθώς έψαχνε, για τις περιορισμένες δυνατότητες της μνήμης του. Δεν τολμούσε να ζητήσει αναβάθμιση, γιατί ήξερε ότι ήταν το πρώτο βήμα για την απόσυρση. «Ίσως η ανθρώπινη λέξη ‘θάνατος’ να σημαίνει απόσυρση», έκανε ξαφνικά τη σύνδεση το μυαλό του και κροτάλισε τα δάχτυλα του στο τραπέζι. Άκουσε τον ξερό μεταλλικό ήχο που έκαναν. Σταμάτησε για λίγα δευτερόλεπτα να κινείται. Ησυχία απόλυτη. «Από πότε άρχισε να με ενοχλεί η σιωπή;» σκέφτηκε και το μάτι του έπεσε κατά τύχη στη δισκέτα που είχε σημειώσει τις ανθρώπινες λέξεις. Ρύθμισε τα μάτια του, ώστε να μπορεί να διαβάσει το περιεχόμενό της. Αμέσως γράφτηκαν στα μάτια του η μία μετά την άλλη οι ακατανόητες λέξεις: ΤΕΧΝΗ, ΜΟΝΑΞΙΑ, ΠΟΙΗΣΗ, ΕΡΩΤΑΣ, ΑΓΑΠΗ, ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ, ΣΥΜΠΟΝΙΑ. Μια περίεργη ζεστασιά ένιωσε στα σωθικά του. «Άλλο πάλι και τούτο. Ελπίζω να μην έχω πρόβλημα υπερθέρμανσης», είπε πάλι φωναχτά και απόρησε που η φωνή του ακούστηκε κάπως λιγότερο ξερή και μεταλλική.


Έψαξε στο μυαλό του τη σημερινή επιγραφή, που του έδειξε στην ανασκαφή η Ν9. Πέρασαν από τα μάτια του οι λέξεις ‘ΚΑΛΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ’. Άνοιξε το Μέγα Λεξικό. ‘ΓΙΟΡΤΗ: κατάσταση κατά την οποία οι άνθρωποι μαζεύονταν σε μικρές ή μεγαλύτερες ομάδες με σκοπό να τιμήσουν κάποιο πρόσωπο ή κάποιο γεγονός και εξέφραζαν χαρούμενα συναισθήματα’. «Να την πάλι η λέξη συναίσθημα!» Ήπιε λίγο ακόμα από το κοκτέιλ του και ξαναέφερε στο μυαλό του τη Ν9. «Μα γιατί τη Ν9;» αναρωτήθηκε και μισόκλεισε τα μάτια σαν να τον τύφλωνε η λάμψη από τα δυνατά μεταλλικά φτερά της. «Φαίνεται πως σε κάποια γιορτή τους στόλιζαν τα σπίτια τους με λαμπάκια σαν κι αυτά που βρίσκουμε συνέχεια στην ανασκαφή», άκουσε τον εαυτό του να λέει, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσε να αποδιώξει από τη σκέψη του τη Ν9, πριν μπλοκάρει το κεντρικό του σύστημα ελέγχου. «Τι υπερβολή, τόσα πολλά λαμπάκια! Ίσως ένας λόγος που έπαψαν να υπάρχουν οι άνθρωποι είναι ότι δεν τους αρκούσαν λίγα από κάθε πράγμα, όσο μικρό και ασήμαντο κι αν ήταν, αλλά ήθελαν πολλά, πάρα πολλά. Μήπως αυτή η ανεξήγητη απληστία για όλα, σωστή αρρώστια, τους έκανε τελικά να χαθούν; Αν δει κανείς πόσο πολλές διαφημίσεις είχαν... Ναι, σίγουρα αυτή η απληστία για τα πάντα, από τα πιο μικρά ως τα πιο μεγάλα, τους έκανε να τσακώνονται τόσο συχνά και μάλιστα να καβγαδίζουν ολόκληροι λαοί μεταξύ τους και να κάνουν αυτό που ονομάζανε ‘πόλεμο’!» «ΠΟΛΕΜΟΣ», είπε δυνατά κι αυτή τη φορά η φωνή του ξανάγινε ξερή και μεταλλική. «Ακόμα και παιδικά παιγνίδια ήταν πολεμικά!» είπε καθώς θυμήθηκε τα πρωινά ευρήματα στο δωμάτιο του αγοριού.


Ένα συνεχές και επίμονο μπιπ διέκοψε τις σκέψεις του. «Εδώ Ερευνητικό Κέντρο Πρώτων Υλών», ακούστηκε από την άλλη πλευρά του δωματίου. «Σας ακούω», απάντησε ο R5 και παραλίγο να ακουστεί ο λαιμός του να τρίζει σαν σκουριασμένη σιδερένια πόρτα, καθώς γύρισε απότομα το κεφάλι του προς την πλευρά που ακούστηκε η φωνή. «Το καύσιμο του οχήματος της τριτοανθρώπινης περιόδου, που μας δώσατε για αναγνώριση, είναι πετρέλαιο». «Ευχαριστώ Ερευνητικό Κέντρο», είπε ο R5 και ξανάνιωσε αυτό το περίεργο αίσθημα ζεστασιάς στα σωθικά του. «Σίγουρα έχω πρόβλημα υπερθέρμανσης», στενοχωρήθηκε για λίγο, αλλά γρήγορα το ξέχασε, έτσι κατάπληκτος που ήταν με την απάντηση του Ερευνητικού Κέντρου. «Πετρέλαιο...» και αμέσως κατέβασε το λήμμα από το Μέγα Λεξικό. ‘ΠΕΤΡΕΛΑΙΟ: καύσιμη ορυκτή ύλη, που χρησιμοποιούσαν στο παρελθόν. Ευθύνεται για τη μόλυνση του αέρα που ανέπνεαν οι άνθρωποι. Η μόλυνση ήταν τόσο μεγάλη, που διήρκεσε σχεδόν έως την εποχή μας δημιουργώντας προβλήματα στους αεροκινητήρες’. «Τι περίεργα όντα αυτοί οι άνθρωποι!» είπε δυνατά και πετάχτηκε από τον καναπέ. Βημάτιζε πάνω κάτω με το χαρακτηριστικό του περπάτημα από μικρά, κοφτά, σπασμωδικά βήματα σαν τεθλασμένη γραμμή και σκεφτόταν: «Ώστε ήταν τόσο επιπόλαιοι οι άνθρωποι, που δεν ενδιαφέρονταν όχι μόνο αν θα κατέστρεφαν το περιβάλλον τους και τα άλλα όντα, αλλά ούτε καν αν θα έχουν τον απαραίτητο αέρα, για να ζήσουν οι ίδιοι! Και όλα αυτά για να έχουν οχήματα και ποιος ξέρει τι άλλες μηχανές!»


Τώρα ήταν σίγουρος. Οι άνθρωποι εξαφανίστηκαν, πριν δεκαπέντε αιώνες για την ακρίβεια, επειδή έπασχαν από απληστία, διάθεση για πόλεμο και καταναλωτισμό.» Αυτή η τελευταία λέξη ανήκε σε κάποια ανθρώπινη γλώσσα, που μπορούσαν να καταλάβουν. Του άρεσε καμμιά φορά να χρησιμοποιεί λέξεις των ανθρώπων. Εξάλλου η γλώσσα του δεν είχε λέξη, που να σημαίνει κάτι τέτοιο. Τους ήταν άγνωστη αυτή η έννοια. Μόνο με πολλές λέξεις μπορούσε να το εκφράσει: μανία για απόκτηση πολλών πραγμάτων. Μάλλον εννοούσαν και διοχέτευση μεγάλων ποσοτήτων φαγητού στα σώματα τους. Ίσως για αυτό να υπήρχαν τόσοι άνθρωποι στην τρίτη ανθρώπινη περίοδο, που σχεδόν είχαν χάσει το φυσικό τους σχήμα από τα πολλά περιττά κιλά. Θυμήθηκε μια φωτογραφία από την περσινή ανασκαφή. Έδειχνε μια οικογένεια, μπαμπάς, μαμά και δύο παιδάκια, όλοι με πολύ παραπάνω κρέας πάνω τους από όσο ταίριαζε στη φύση των ανθρώπων. «Ή μήπως το λέγανε σάρκα; Ποτέ δε θα καταλάβω τη διαφορά μεταξύ κρέατος και σάρκας. Πόσο πολλές λέξεις έχουν αυτές οι ανθρώπινες γλώσσες!» αναστέναξε και ακούστηκε ένας ήχος διακεκομμένος και τσιριχτός σαν σκουριασμένη πόρτα παλιού σπιτιού, που κλείνει με δυσκολία.


«Φωτογραφία; Είπα φωτογραφία;» και αμέσως θυμήθηκε τις φωτογραφίες, που του έδωσε η Ν9 το πρωί, αυτές που είχε ανακαλύψει στο σαλόνι του σπιτιού και που δεν είχε προλάβει να τους ρίξει ούτε μια ματιά. Έφερε στο μυαλό του τη ζεστή μεταλλική φωνή της. Ήταν τόσο ταιριαστή με τα φτερά της! Ενοχλημένος που ξανασκεφτόταν τη Ν9, απόδιωξε τη σκέψη της και τράβηξε βιαστικά τις φωτογραφίες από τη μέσα τσέπη του σακακιού του, που ήταν φτιαγμένο από τιτάνιο. Μόρφασε με περηφάνεια. Η χρήση τιτανίου αντί για ατσάλι ήταν πρωτοποριακή για την εποχή που κατασκευάστηκε το μοντέλο του. Το μοντέλο του. Το μοντέλο του. Κρύες σταγόνες λάδι έτρεξαν από το μέτωπο του, όταν κατάλαβε πως το σύστημα του είχε κολλήσει και επαναλάμβανε την ίδια λέξη. Του ήρθε στο μυαλό ο Τ3. Όπου να ήταν θα τον απέσυραν, επειδή παραπάλιωσε το μοντέλο του. « Πόσο λυπάμαι για αυτόν!» είπε και έμεινε με κλειστό κύκλωμα για τουλάχιστον δύο λεπτά. ‘ΛΥΠΑΜΑΙ’. Ο επεξεργαστής του δεν έβρισκε το νόημα αυτής της λέξης. «Μα πώς μου ήρθε;» απόρρησε και αμέσως θυμήθηκε ότι ήταν λέξη των ανθρώπων. «Φαίνεται πως η δουλειά μου με έχει επηρεάσει παραπάνω από όσο πρέπει», σκέφτηκε και αμέσως μετά συνέχισε φωναχτά: «Οι φωτογραφίες από την ανασκαφή. Να δω τις φωτογραφίες». Κατέβασε την τελευταία γουλιά από το κοκτέιλ λαδιών, έριξε μια ματιά έξω στον καταπράσινο ήλιο που έδυε και ξεκίνησε να περιεργάζεται τις φωτογραφίες. Στη μία φαίνονταν ένας άντρας και μία γυναίκα αγκαλιασμένοι να κοιτιώνται στα μάτια και να χαμογελούν ο ένας στον άλλο με τον τρόπο που οι άνθρωποι αποκαλούσαν ‘τρυφερό’. Γύρισε τη φωτογραφία από πίσω. ‘ΙΣΜΗΝΗ ΣΕ ΑΓΑΠΑΩ’. Το ‘Ισμήνη’ πρέπει να ήταν όνομα. «Πόσο πιο όμορφο αλήθεια από τα δικά μας ονόματα, που δεν είναι παρά γράμματα και αριθμοί!» Άνοιξε το Μέγα Λεξικό, να βρει τι σημαίνει ‘ΑΓΑΠΑΩ’. Σκέφτηκε πάλι την απαλή μεταλλική χροιά στη φωνή της Ν9. Έκλεισε μηχανικά το λεξικό. Τι καλά που θα ήτανε να την έλεγαν Ισμήνη!


Τινάχτηκε πάνω ξυπνώντας από το ονειροπόλημα του. «Μα τι λέω;» φώναξε οργισμένος με τον εαυτό του. «Οι άνθρωποι ήταν όντα κατώτερα με αυτοκαταστροφικές τάσεις. Σχεδόν ποτέ δεν κατάφεραν να πάψουν να είναι πρωτόγονοι. Η ιστορία τους δεν περιέχει παρά μια σειρά από πολέμους. Κατέστρεψαν τον ίδιο τους τον πλανήτη από ανευθυνότητα και απληστία. Και εγώ τώρα μοιάζω να γοητεύομαι από αυτούς; Μήπως πράγματι χρειάζομαι απόσυρση;» Πήρε τη δεύτερη φωτογραφία στα χέρια του. Κοίταξε για λίγο έξω την βαθιά πράσινη νύχτα με τα κόκκινα άστρα και τα μωβ φεγγάρια. Ποτέ μέχρι τώρα δεν είχε προσέξει πόσο όμορφα ήταν τη νύχτα! Ήξερε να ονομάζει κάθε γαλαξία, άστρο ή πλανήτη που έβλεπε, κι αυτά με ονομασίες σαν τις δικές τους με γράμματα και αριθμούς, αλλά δεν είχε καταλάβει ότι ήταν όμορφα. Όμορφα σαν τα φτερά της Ν9 ή καλύτερα της Ισμήνης; Οι μεταλλικές του βλεφαρίδες τρεμόπαιξαν αργά. ‘ΤΕΧΝΗ’, ‘ΠΟΙΗΣΗ’. Τι άραγε να σημαίνουν αυτές οι λέξεις; Μήπως οι άνθρωποι εκτός από να πολεμούν, να καταναλώνουν και να καταστρέφουν τη φύση γύρω τους, έκαναν κι άλλα πράγματα;


Θυμήθηκε ένα παμπάλαιο, μισοφαγωμένο, δερματόδετο βιβλίο που είχε βρει σε ένα σπίτι της δεύτερης ανθρώπινης περιόδου. Ήταν ένα μικρό σπιτάκι βαμμένο μπλε, το μόνο που δεν είχε αυτά τα περίεργα κουτιά με τη μία όψη γυάλινη. Βρήκαν όμως πολλά βιβλία. Ρύθμισε τα μάτια του και αμέσως άρχισαν να περνούν λέξεις από το δερματόδετο βιβλίο.

‘Μα στο παιδί δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια

Τώρα τα βράδια κάθομαι και του μιλώ

Λέω το σκύλο σκύλο, το λύκο λύκο, το σκοτάδι

σκοτάδι...

Α, φτάνει πια! Πρέπει να λέμε την αλήθεια στα παιδιά.’

Μανόλης Αναγνωστάκης

Αυτός πρέπει να ήταν ο κειμενογράφος. Ποιητή τον λέγανε οι άνθρωποι. Σύγκρινε το όνομά του με το δικό του. R αντί για Μανόλης. 5 αντί για Αναγνωστάκης. «Πόσο θα ήθελα να με λένε Μανόλη!» ψιθύρισε και σηκώθηκε να βάλει ένα ακόμα κοκτέιλ λιπαντικών λαδιών. Ξαφνικά δεν ένιωθε πολύ καλά. Ξαναγράφτηκαν στα μάτια του οι λέξεις. Ήξερε ότι αυτό το είδος του γραπτού το ονόμαζαν ποίημα. Η γλώσσα που ήταν γραμμένο, τα ελληνικά, είχε αποκρυπτογραφηθεί. Γιατί όμως εκείνος δεν καταλάβαινε τι σημαίνουν οι στίχοι, αν και γνώριζε το νόημα της κάθε λέξης χωριστά; Ξανακοίταξε τον πράσινο ουρανό με τα κόκκινα άστρα και τα μωβ φεγγάρια. «Πόσο ωραία είναι!» είπε και οι μεταλλικές του βλεφαρίδες απόμειναν ακίνητες και τα μάτια του ορθάνοιχτα να ρουφάνε την ομορφιά της νύχτας.


Και τότε άρχισε να ψιθυρίζει στίχους. Κάποιους άλλους στίχους ενός Οδυσσέα Ελύτη από ένα άλλο βιβλίο ποίησης, που βρέθηκε στο ίδιο σπίτι.

Όποιος μπορεί και φορτίζει την ερημιά

έχει ακόμα ανθρώπους μέσα του.’

Πώς τους καταλάβαινε τώρα αυτούς τους στίχους! Αυτό λοιπόν είναι η ποίηση; Θυμήθηκε τη φωτογραφία που είχε ξεμείνει στα χέρια του. Ενώ την κοιτούσε, πρόσεξε πως τα μακριά του δάχτυλα έτρεμαν λιγάκι. «Κι όμως είναι όμορφα!» Δεν μπόρεσε να μη σκεφτεί πως η λέξη ομορφιά είχε εισβάλει πια για τα καλά στη ζωή του. Είδε έναν μπαμπά με το κοριτσάκι του αγκαλιά. Πρόσεξε το βλέμμα του άντρα που κοιτούσε το παιδί. «Δείχνει αυτό που οι άνθρωποι λένε ‘ΑΓΑΠΗ’;» Είδε τα δάχτυλα του πατέρα. Μακριά σαν τα δικά του. Μόνο που δεν ήταν μεταλλικά. Τα φαντάστηκε να τρέμουν λιγάκι. Κοίταξε τη φωτογραφία λίγο καλύτερα. Είδε στην άκρη δεξιά ένα γυναικείο χέρι, που δεν είχε προλάβει να τραβηχτεί. «Αυτή πρέπει να είναι η μητέρα», μονολόγησε. Το κοκτέιλ του από λιπαντικά λάδια έμενε ξεχασμένο δίπλα του στο τραπεζάκι. Η ώρα είχε περάσει. Τα φεγγάρια από μωβ γίνανε γαλάζια. Φαντάστηκε το χέρι της μητέρας με μακριά μεταλλικά δάχτυλα. Φαντάστηκε ακόμα την άκρη από μια μεταλλική φτερούγα, που δεν είχε προλάβει να τραβηχτεί και την αποτύπωσε κι αυτήν ο φακός. Ξαφνικά από τα βάθη του μνημονικού του αναδύθηκε ένα αρχείο, που ούτε καν θυμόταν την ύπαρξη του. Η εικόνα ενός πίνακα, που βρέθηκε ακόμα κρεμασμένος στο ίδιο σπίτι που είχαν ανακαλύψει τα βιβλία με τα ποιήματα. Παρίστανε μια νύχτα γεμάτη άστρα κι ένα φεγγάρι που φώτιζε μια πλακόστρωτη πλατεία με ένα έρημο καφενείο. Μόνο που το φεγγάρι ήταν λευκό και τα άστρα κίτρινα. Και η νύχτα μαύρη. Έτσι τα έβλεπαν οι άνθρωποι με τα περιορισμένων δυνατοτήτων μάτια τους. Τότε που είχε πρωτοδεί τον πίνακα, απόρρησε γιατί οι άνθρωποι να θέλουν να ζωγραφίζουν, έτσι το έλεγαν, κάτι που μπορούν να το βλέπουν, όποτε ήθελαν, αρκεί τις νύχτες να σήκωναν ψηλά το κεφάλι τους στον ουρανό.

Έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια του. Τα μεταλλικά του βλέφαρα ήχησαν βαριά. Ονειρεύτηκε έναν ουρανό γαλάζιο γεμάτο αστεράκια όλων των χρωμάτων. Κι ένα φεγγάρι ολόγιομο, πορτοκαλί και φωτεινό. Φωτεινό σαν, σαν... «Σαν τα μάτια της Ισμήνης!» αναφώνησε και θαρρούσε πως έβλεπε μπροστά του τη Ν9 με τα δυνατά μεταλλικά φτερά της να πετάει στον ουρανό που ονειρεύτηκε, τον δικό του ουρανό. Θέλησε να ζωγραφίσει τον ουρανό αυτόν, που ήταν κατάδικος του. «Τι κρίμα που δεν έχω τέτοιο πρόγραμμα γραμμένο στην κεντρική μονάδα ελέγχου μου. Υπάρχει άραγε πουθενά;» συλλογίστηκε απογοητευμένος. Ύστερα αποκαμωμένος έκλεισε το σύστημα του και απενεργοποιήθηκε. Κοιμήθηκε βαθιά και από τα μάτια του περνούσαν ουρανοί καταγάλανοι και ουρανοί συννεφιασμένοι και φτερούγες που σε ανέβαζαν στον ουρανό και ποιήματα γραμμένα στον ουρανό και πίνακες που πετούσαν στον ουρανό. Και ο Τ3, που είχε αποσυρθεί, αλλά πετούσε κι αυτός στον ουρανό με ένα δυνατό ζευγάρι μεταλλικές φτερούγες και γελούσε, γελούσε, γελούσε και στροβιλιζόταν, στροβιλιζόταν αδιάκοπα. Κι ένα άστρο κόλλησε στο χαμόγελο του και το έκανε ακόμα πιο αστραφτερό, αστραφτερό σαν τα φτερά της Ν9. Που δεν τη λέγανε πια Ν9, αλλά Ισμήνη. Είδε και τον εαυτό του, που δεν τον λέγανε πια R5, αλλά Μανόλη και κρατιόταν χέρι χέρι με την Ισμήνη και χαιρετούσαν τον Τ3 με το άστρο κολλημένο στο χαμόγελο του. Τον Τ3, που τα μάγουλα του δεν κιτρίνιζαν πια από το λάδι, αλλά κοκκίνιζαν από το αντιφέγγισμα των άστρων και πέταγε για άλλους κόσμους. Κόσμους άγνωστους για τους ανθρώπους και τα ρομπότ. Κόσμους που δεν υπήρχε η απόσυρση, ούτε ο θάνατος. Κόσμους που δεν υπήρχαν πόλεμοι, ούτε όπλα. Ούτε μυριάδες λαμπάκια τις γιορτές. Ούτε μολυσμένος αέρας. Κόσμους, που μπορούσαν ο Μανόλης και η Ισμήνη να κρατιώνται από το χέρι και να απαγγέλουν ποιήματα. Και να ζωγραφίζουν. Και να μη φοβούνται πως κάποιος θα ακούσει τα τριξίματα που κάνουν οι κλειδώσεις τους, καθώς γερνάνε, και θα τους αποσύρει. Κόσμους, κόσμους, κόσμους...Ισμήνη.


«Τά ’μαθες;» είπε η Ν9 στον Τ3. «Βρήκαν χθες βράδυ τον R5 με μπλοκαρισμένο σε τέτοιο βαθμό το κεντρικό σύστημα ελέγχου του, που είναι αδύνατον να φτιαχτεί. Ανεξήγητο! Τι να ήταν αυτό που του προκάλεσε τέτοια βλάβη;» αναρωτήθηκε μάλλον λυπημένη. Παραλίγο να τρέξει ένα όξινο δάκρυ από τα όμορφα μάτια της, που κινδύνευε να διαγράψει μια θαμπή γραμμή στα μάγουλα της με τη μεταλλική λάμψη. «Και το πιο περίεργο ήταν ότι τον βρήκαν με ένα πλατύ χαμόγελο, που ήταν συνήθεια των ανθρώπων. Πώς χαμογελούσε; Αφού δεν είναι προγραμματισμένο κανένα από τα μοντέλα μας να χαμογελάει!» «Ναι, το έμαθα», είπε περίλυπος ο Τ3, που σαν παλιό μοντέλο δεν κατάφερε να συγκρατήσει τα όξινα δάκρυα, ένα από κάθε μάτι, που άφησαν από μια θαμπή αυλακιά στο κάθε του μάγουλο. «Άκουσα ακόμα πως διαγράφηκαν όλα τα αρχεία από τη μνήμη του εκτός από την τελευταία του λέξη, ‘Ισμήνη’. Λένε πως ήταν όνομα, που χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι. Μήπως ξέρεις ποια είναι;» «Όχι, σίγουρα όχι», απάντησε η Ν9, που δεν κατάφερε τελικά να συγκρατήσει το όξινο δάκρυ και έφυγε πετώντας.


Ο Τ3 μισόκλεισε τα γερασμένα του μάτια, που ήταν θαμπά από καιρό πια, καθώς είδε τη λάμψη των μεταλλικών της φτερών, που διαγράφονταν στον ουρανό του δειλινού. «Μα τι είναι πάλι τούτο;» συλλογίστηκε. «Γαλάζιος ουρανός με πολύχρωμα αστέρια και πορτοκαλί φεγγάρια; Πού ακούστηκε;» Έφυγε για το σπίτι του με σκυμμένο κεφάλι σέρνοντας τα βαριά μεταλλικά του βήματα πεπεισμένος πως έχει πράγματι γεράσει πολύ. Έρριξε μια τελευταία ματιά στον ουρανό και στα λίγα άστρα, που είχαν αρχίσει να αχνοφαίνονται. Πάλι του φάνηκε γαλάζιος. Και τα άστρα πολύχρωμα. Και η ακρούλα ενός φεγγαριού, που όλο και μεγάλωνε, όσο περνούσε η ώρα, πορτοκαλιά. «Καληνύχτα R5», ψιθύρισε και δεν ξανασήκωσε το κεφάλι να δει τον ουρανό. Ίσως και να ήταν πράγματι γαλάζιος.




Δεν υπάρχουν σχόλια: