Τρίτη 11 Νοεμβρίου 2008

Η μοναξιά, ο Σίσσυφος και τα παραμύθια


Στην αρχή ήταν τα παιδιά μου. Ζώντα και τεθνεώτα. Αυτά ήθελα να ακούσουν τα παραμύθια μου. Γι’αυτά τα έπλασα. Ένας τρόπος να εκφράσω τι ένιωθα τις ατέλειωτες ώρες που μωρούλια τα κράταγα αγκαλιά. Το βλέμμα μου ψαχούλευε το μουτράκι τους, το κεφαλάκι τους, τα δαχτυλάκια τους. Κι έτσι ακίνητη να εκστασιάζομαι από αυτά τα πλασματάκια που είχα την τύχη να κρατώ, άφηνα το μυαλό και την ψυχή μου να πλάθει παραμύθια, που τους τα ψιθύριζα, όσο πιο σιγά μπορούσα. Να μην τα ξυπνήσω. Να μην ταράξω τη μωρουδιακή γαλήνη τους. Τέτοια που κανείς μας δεν συναντά στη λοιπή του ζήση.

Μετά ήταν ο σύντροφος μου. Ήθελα να τα μοιραστώ και μαζί του. Γιατί ήταν τόσο αποκαλυπτική και υπέροχη εμπειρία να αφήνω το μολύβι να τρέχει στο χαρτί καταγράφοντάς τα, που είχε γίνει ένα νέο κομμάτι του εαυτού μου. Ανυπομονούσα να του το γνωρίσω. Ξάφνου ανακάλυπτα μέσα μου έναν ολόκληρο κόσμο που αγνοούσα μέχρι πρότινος και που ξεπήδαγε αβίαστα. Οι λέξεις μπαίναν στη σειρά μονάχες. Τα νοήματα κλείδωναν χωρίς προσπάθεια. Δεν χρειαζόταν καν προσχέδιο. Όταν ξεκινούσα αγνοούσα την πλοκή και το τέλος. Αρκούσε να ακουμπήσει η ματιά μου τα κλειστά βλέφαρα των μωρών μου, για να αποκαλυφθεί η συνέχεια. Λες και αφηγιόμουν πράγματα που ήδη γνώριζα. Έτσι απλά. Ένας λόγος είναι αυτός. Όταν περνάει κανείς τις συμπληγάδες του και καταφέρνει να επιβιώνει, όλα κατόπιν φαίνονται απλά.

Καθώς φαίνεται όμως ο άνθρωπος έχει την τάση να απλωθεί. Να επικοινωνήσει με όλο και περισσότερους. Είναι ένας τρόπος και αυτός να ξορκίσει τη μοναξιά. Μιλώ για εκείνη την εγγενή στο ανθρώπινο είδος που ξαναγεννιέται από τις ίδιες της τις στάχτες. Ακόμα κι όταν κανείς νομίζει κοιτώντας τα μωρά του ή τον άνθρωπο που είναι ερωτευμένος ότι πάει, τελείωσε, αυτό ήταν, νενίκηκα, εκείνη ξεπηδά πάλι από τους πόρους της ψυχής ύπουλη πλην όμως σύμφυτη. Σερνόμαστε σαν τα φίδια αγωνιώντας να απαλλαγούμε από το δέρμα το παλιό. Τόσος αγώνας! Δικαιούμαστε πια να ξαποστάσουμε. Οι νέες όμως φολίδες ήδη άρχισαν να γερνάνε. Ξανά από την αρχή. Ξανά και ξανά και ξανά. Σίσσυφε συνάδελφε, τα μαρτύρια σου μαρτύρια μας. Σε νιώθω.

Για το λόγο αυτό θέλησα να μοιραστώ τα παραμύθια μου και με λίγους φίλους. Και ακόμα παραπέρα. Με ανθρώπους άγνωστους που θα κάνουν τον κόπο να τα διαβάσουν. Έτσι γεννήθηκε το ιστολόγιο ετούτο. Αντίδοτο στη μοναξιά. Ανάπαυλα για το σπαθί του Ηρακλή που στόμωσε να κόβει αβέρτα κεφάλια της Λερναίας Ύδρας. Και που ξέρει ότι θα φυτρώσουν κι άλλα.

Η σειρά που γράφτηκαν -και όχι κατ’ανάγκη αναρτήθηκαν- τα παραμύθια είναι χαρακτηριστική.
Πρώτα-πρώτα «Ο Κούρος και το αγόρι που αγαπούσε τα όπλα». Θάνατος. Φυσικός, συναισθηματικός, πάσης φύσεως απώλεια. Ο καθείς και οι Συμπληγάδες του.
Έπειτα το φως: «Η Μικρή Κροκοσυλλέκτρια και ο Νεαρός Ψαράς». Ο έρωτας, η αιωνιότητα κλεισμένη στη στιγμή.
Μετά το «Λευτεριά στους ήρωες των παραμυθιών». Η διεκδίκηση των όσων επιτρέπει η μοίρα να διαλέξουμε. Αποφασίζουμε για κάποια τινά, αμελητέα ή μη, αυτά είναι τα επιτρεπτά μας όρια. Κάτι είναι κι αυτό.
Η μελαγχολία που ακολουθεί την αυτογνωσία: «Ο Μανόλης και η Ισμήνη».
Η υπέρβαση, η φιλία, η μνήμη, ο θάνατος, η ελπίδα, η τελική γνώση. «Ο ιππόκαμπος και το πετροχελίδονο» ενώνουν όλες σχεδόν τις ψηφίδες των προηγούμενων παραμυθιών.
«Τα ξενιτεμένα ξαδέλφια»: η γνώση του παρελθόντος και η χαρά. Άδολη, παιδική. Και τα ολοφάνερα που αρνούμαστε να δούμε.
«Το πράσινο κυματάκι»: η ανάγκη για επικοινωνία.
Σίγουρα υπάρχουν πολλά άλλα θέματα. Είθε να μου δώσουν τα φωτεινά χαμόγελα των παιδιών μου και ο έρωτας του συντρόφου μου τροφή για συνέχεια.

Δεν υπάρχουν σχόλια: