Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2009

Το κάτι που περπάτησε λέξη τη λέξη


Nude Youth Sitting by the Sea 1836, Hippolyte Flandrin

Το κάτι που περπάτησε λέξη τη λέξη,
κύτταρο το κύτταρο,
σταγόνα τη σταγόνα,
από τις άκρες των δακτύλων στα μύχια του σώματος
και πλημμύρισε τα μάτια:
Το βουβό κλάμα.

Το που γεμίζει το χώρο. Το που νιώθεται χωρίς να γυρίσει κανείς το κεφάλι.

Το που ρέει αβίαστα. Το αστέρευτο και αστείρευτο. Το απρόσμενο.

Το που γκρεμίζει τα τείχη που με τόσην επιμέλεια υψώναμε. Από τον Εαυτόν.

Το εξοντωτικό. Ο κάματος. Ο που νιώθεται με το σώμα, αν και τον προκάλεσαν λέξεις.
Το κάτι, το που γέννησε το άρρητο, το που δε χωράει σε λέξεις.

Το που μουσκεύει το πρόσωπο, τα λευκά άστρωτα σεντόνια, τα λυτά μαλλιά στην κόψη του κρεβατιού, στην κόψη της νύχτας.

Το κάτι το ζωοποιό. Το που καταύγαζε σκότος,
αλλά γέννησε φως,
το μπάσταρδο τέκνο,
εν τη απουσία του και εν αγνοία του.

Το κάτι το ακατανόητο,
που με αρνείται ή δε με αρνείται,
το που αρνούμαι ή δεν το αρνούμαι,
τα πάντα στην κόψη,
του κρεβατιού,
του σώματος,
του Εαυτού,
του πάθους και της απάθειας,
του θάρρους και της αλήθειας,
τα πάντα στο μεταίχμιο νύχτας και μέρας,
ονείρου και πραγματικότητας,
του μεγάλου τίποτα και του παντός.

Όμως εγώ δεν το ξέρω το τίποτα. Ξέρω το βουβό κλάμα. Όμως εγώ έχω ακόμα τη γεύση της αλμύρας του στο στόμα. Όμως εγώ συνέλαβα το Άυλο με τις αισθήσεις μου. Είναι πια απτό. Δε δύναμαι να το αρνηθώ. Ούτε να μου το αρνηθούν. Το άγγιξα με τα δάκτυλα που μάκρυναν και ομόρφυναν για να μπορέσουν να το φτάσουν. Άλλαξα το λοιπόν μαζί τους.
Έγινα η Μαγδαληνή που πλένει με τα μουσκεμένα της ξέπλεκα μαλλιά τα πόδια του Χριστού.
Η βασίλισσα των βασιλισσών που σκεπάζει με αυτά τη γύμνια της.
Η Ειράς που τα κάνει ασπίδα να μην τη θανατώσει η αφοσίωση.
Η Φρύνη που τα παραμερίζει να φανεί το γυμνό της στήθος.
Η πεταλούδα στην άκρη του δάσους, που τα αντιγυρίζει στο τσαλακωμένο χαρτονόμισμα.
Η Μούσα που ξορκίζει με αυτά την τρέλα.

Η Φαίδρα που ντρέπεται που έκλεψε από τον Ιππόλυτο το φευγαλέο βλέμμα, για να το κάνει πράξη στην αγκαλιά του συντρόφου της. Πράξη σωτήρια, πράξη λυτρωτική, πράξη υλική.


Και έπειτα ξημερώνει. Έτσι απλά και αναπόφευκτα. Ο ήλιος, ο Απόλλωνας, έρχεται να διαλύσει τις ονειροφαντασίες. Οι Μαγδαληνές και οι Φαίδρες μικρύναν να χωρέσουνε στο ένα, το σαρκίο και το πνεύμα το στενό.
Αλλά.
Από το ένα αυτό, το ξεκάθαρο περίγραμμα της μορφής και του πνεύματος,
κάτι ξεφεύγει,
κάτι άυλο,
κάτι που περπάτησε λέξη τη λέξη του Ιππόλυτου:
Τα λυτά μαλλιά στην κόψη της νύχτας και του κρεβατιού,
τα βρεμμένα από το βουβό κλάμα.
Που δεν στεγνώνουν.
Που οδηγούν το αυτοκίνητο στη λεωφόρο πλάι στην καθαρτήρια θάλασσα,
έτσι πεζά,
έτσι ντάλα μεσημέρι,
έτσι απτά,
με τέρμα γκάζι αμέσως μετά το μπλόκο της τροχαίας,
με παραβιασμένο το όριο.
Ταχύτητας.

Και γέλιο.
Γάργαρο, καθάριο, αβίαστο, ζωογόνο, λυτρωτικό, ανήκουστο, ανεξήγητο, αστείρευτο και αστέρευτο, καθαρτήριο, ευκάματον. Βουβό.
Από αυτό που κάνει τα δάκρυα να τρέχουν και να μουσκεύουν την κόμη, την ανεμίζουσα.
Που δε λέει να στεγνώσει από τα δάκρυα της χαράς.
Από αυτό που κατακλύζει το χώρο.
Από αυτό που δεν χρειάζεται να γυρίσει κανείς το κεφάλι για να το νιώσει.

4 σχόλια:

worldcity είπε...

Η μικρή ηλεκτρονική γωνία που δημιουργήσατε με το "Παραμύθια και άλλα τινά, είναι μέσα στις λίγες που διαβάζω (που για μένα σημαίνει εμπιστεύομαι) με τόση προσμονή και συγκίνηση. Να την διατηρήσετε, σας παρακαλώ.

Κλεοπάτρα και Μινγκ είπε...

Μάλλον οι άνθρωποι, παρά τις υποτιθέμενες παρανοήσεις, αφουγκράζονται περισσότερα από όσα νομίζουμε.

Ναι, μου πέρασε από το μυαλό να διαγράψω το παρόν ιστολόγιο, γιατί η διατήρησή του αποδεικνύεται πολύ περισσότερο επώδυνη από όσο φανταζόμουν. Η ανωνυμία και η αποφυγή άμεσης επαφής δεν μας προστατεύει τελικά από την απώλεια. Αυτή είναι αναπόφευκτη και εγγράφεται στο πρόσωπό, που έτσι γερνάει.

Ωστόσο η φυγή είναι πράξη δειλίας. Και η δειλία εξ ορισμού προδιαγράφει την ήττα. 'Αλλως τον θάνατο. Άρα είμαι "υποχρεωμένη" να συνεχίσω το παρόν ιστολόγιο. Είπαμε, "τα πληγωμένα γόνατα κατά τη διάρκεια του παιγνιδιού". Και όχι εκτός. Όσο και αν ποθούμε αυτό το εκτός.

Ευχαριστώ πάντως για το σχόλιό σας.
Να ξέρετε όμως ότι τα ερωτηματικά εν γένει δεν αίρονται εύκολα.

Για παράδειγμα, ποιος αλήθεια σκότωσε τη Ρουθ Σνάιτερ, ο φωτογράφος της ή η ηλεκτρική καρέκλα;

Σας εύχομαι προς ανταπόδωση του σχολίου σας, η μυρωδιά των μαλλιών μιας "λυσίκομης κόρης" να σας προσφέρει παραμυθία τις πολύ-πολύ πρωινές ώρες.

Χρονοστιβάδα είπε...

Είναι μέρες που θέλω ν' αφήσω ένα σχόλιο σε τούτην εδώ την ανάρτηση κι όλο το αποφεύγω... όλο κάτι γράφω, μετά το μετανιώνω και το σβήνω. Δεν είναι ο λόγος που δε βρίσκω, αλλά το θάρρος. Αυτό το ποίημα (...γιατί σαν ποίημα το διάβασα κι όχι σαν διήγημα) είναι σα να πήρες ένα καρμπόν, να το πέρασες πάνω απ' την πιο βαθιά πληγή μου και να την αποτύπωσες σε μια σελίδα. Είναι παράξενο στ' αλήθεια, κάποια κομμάτια της ζωής σου που θέλεις να τα τσαλακώσεις... σελίδες που θέλεις να τις διπλώσεις σε μικρά μικρά κομμάτια και να τις κρύψεις κάπου που να μη μπορεί να τις βρει κανείς, να έρχεται κάποιος τρίτος, που δε σε ξέρει καθόλου και να τις ξεδιπλώνει ατόφιες μπροστά σου (...αυτό κάνουν οι ποιητές, θα μου πεις κι όσο κι αν πονάει, είναι πάντα λυτρωτικό και για τον δημιουργό και για τον αναγνώστη).
Δεν είμαι έτοιμη -κι ούτε νομίζω πως θα είμαι ποτέ- να μοιραστώ δημοσίως περισσότερα κι ούτε χρειάζεται. Δεν ξέρω επίσης, αν διαθέτω το χάρισμα να αφουγκράζομαι περισσότερα απ' όσα νομίζουν οι άλλοι, αλλά μετά από αυτό το ποίημα, μπορώ να πω με βεβαιότητα πια, ότι η ικανότητα αυτή σε σένα δόθηκε απλόχερα, καλή μου Κλεοπάτρα και Μινγκ.

Κλεοπάτρα και Μινγκ είπε...

Χρονοστιβάδα,
είναι η δεύτερη φορά που με σώζεις από "τα βάθη του πνιγμού".

Την πρώτη αντέτεινες τις semprevives στους ασπαλάθους μου. Τη δεύτερη μου επιβεβαίωσες κάτι που δυσκολευόμουν να δεχτώ μέχρι στιγμής, ότι η Πενθεσίλεια θα είναι πάντα γυναίκα και ο Αχιλλέας πάντα άντρας. Νιώθω λιγότερο μόνη ως Γυναίκα τώρα πια.

Κάνε τον κόπο κι άκουσε το τραγούδι "Περσεφόνη" του Θανάση Παπακωνσταντίνου.
http://www.youtube.com/watch?v=dWNhaww1xNA
Μάλλον θα σου μιλήσει, όποια κι αν είναι τα ακούσματά σου. Η Περσεφόνη είναι η μοναδική διέξοδος της Πενθεσίλειας μετά το φόνο της από την Αχιλλέα. Που την ερωτεύεται τη στιγμή που τη σκοτώνει.